Την ημέρα που το Cowboy Carter της Beyoncé έκανε παγκόσμια πρεμιέρα, η εκπομπή του Γιάννη Πετρίδη έσβηνε 49 κεράκια κι ο Χάρης ο σινγκλάκιας (συνομήλικος σχεδόν του Πετρίδη) που ξέρει καλά τα μαύρα μα και τα αμερικάνικα βλάχικα, χάζευε με το μεγεθυντικό του φακό το εξώφυλλο της Bey, καθώς ακούγαμε παρέα τη νέα εκδοχή της στο “Jolene”. Στο Discogs εμφανιζόταν η πρώτη λίστα με όσους μαύρους μουσικούς έκαναν country καταθέσεις, από τον Ray Charles και την Tina Turner, έως τον Solomon Burke και τις Pointer Sisters, ονόματα βαρβάτα, καλλιτέχνες που προϋπήρξαν εκείνης, στην αλυσίδα που παρά τη διαρκώς αθέατη μπάλα στην άκρη της, θα επιβεβαιώνει πώς η αμερικανική μουσική, σε όποιο genre και να εκβάλλει ήταν και θα είναι πάντα Μαύρη (με τις όποιες φυλετικά μειονοτικές προσμίξεις), πως ο διάλογος και η διαπλοκή της country με τα αφροαμερικάνικα gospel, blues, field recordings κ.ο.κ. απ’ το σόι της παλιάς οικογένειας Carter μέχρι τον Jimmie Rodgers, ήταν είναι και θα είναι κανόνας απαράβατος, παρά τις hillbilly αρνήσεις. Είναι Μάρτιος του 2024, οι εκδόσεις Πόλις τύπωσαν το «Ανέβα στο βουνό να το φωνάξεις», πρώτο μυθιστόρημα του James Baldwin, και τελικά νομίζω πως όσο κι αν ξεκούδουνη μοιάζει αυτή η αναφορά (χωρίς να είναι, μα και χωρίς να υπονοεί Amiri Baraka ακτιβισμό από μια pop σταρ με αυτήν την πορεία), πάντα θα έχει νόημα η ευρύτερη ανάγνωση ενός έργου, είτε αυτό είναι pop είτε πλασάρεται ως κλειστότερο, με όσα περισσότερα εργαλεία έχουμε στο τραπέζι, χωρίς διαθέσεις παρερμηνείας και αυθαίρετα φυτεμένων αναγωγών. Δεν υπάρχει πουθενά καρφωμένη πινακίδα με απαγορευτικό στο να τραγουδάς το “Ameriican Requiem” ενώ ταυτόχρονα δηλώνεις “I just want to shake my ass”. Κοντολογίς, χάρη στο Cowboy Carter, με τον τρόπο που φωτίζει τις πινέζες στο χάρτη, προκύπτουν σημεία που μικροί και μεγάλοι αγνοούμε. Κι αυτό είναι το ελάχιστο που πρέπει να του πιστωθεί. Ομόφωνα.
Θυμάμαι πριν μερικά χρόνια πως ο Πετρίδης, που είμαι βέβαιος πως συμφωνεί για τη σπουδαία και έξυπνη περίπτωση της Beyoncé, βάλθηκε για κάμποσες εβδομάδες να κάνει αφιέρωμα στη Μαύρη μουσική. Αφορμή ήταν μια ανάρτηση ενός video της μαζί με τον Jay-Z στο Λούβρο. Ένας σχολιαστής άφησε το σχόλιο «δυο μαϊμούδες στο Λούβρο», οπότε ο Πετρίδης ανταπάντησε με τις ακάματες ραδιοφωνικές του μεταδόσεις. Δύο χρόνια νωρίτερα από το αφιέρωμα του, η Beyoncé έπαιζε το “Daddy Lessons” με τις Dixie Chicks στα CMA, και ένας αντίστοιχος ρατσισμός, καλυμμένος στη μη αποδοχή μιας μαύρης pop ερμηνεύτριας στα country χωράφια, έβαζε το σπόρο για το σημερινό act ii, για το καβάλημα στο άτι με τη γκρίζα, άχρωμη χαίτη.
Πενήντα τέσσερα χρόνια πριν, και συγκεκριμένα το 1970, η Linda Martell, κυκλοφορούσε το Color Me Country, ούσα η πρώτη μαύρη που εμφανίστηκε στο αποκλειστικά λευκό country ραδιοφωνικό πρόγραμμα, με τον τίτλο Grand Ole Opry. Την ίδια χρονιά, πάνω σε αυτόν το διάλογο, ο John KaSandra κυκλοφορούσε το leftfield soul LP Color Me Human για λογαριασμό της “Respect”, βραχύβιου υποlabel της Stax. Η Martell είναι όνομα που απασχολεί τη Beyoncé, είναι κομμάτι στο πάζλ της φτιαξιάς του Cowboy Carter, όπως είναι και η Stax, όπως είναι ο Sly Stone, όπως είναι ο Chuck Berry έστω και πιτσαρισμένος στο “Oh Lousiana”, όπως είναι το “Blackbird” από το Λευκό των Beatles, τραγούδι για τους «Εννιά του Λίτλ Ροκ», των πρώτων 9 αφροαμερικανών μαθητών που εγγράφηκαν το 1957 στο Little Rock Central High School, σχολείο έως τότε αποκλειστικά για λευκούς. Η Beyoncé το ξανατραγουδά, πλάι σε “Blackgirls” (τις Tanner Addell, Brittney Spencer, Tiera Kennedy και Reyna Roberts) και έπειτα συνεχίζει με το δικό της “16 Carriages”. Ο δίσκος έχει ξεκινήσει, κι αναρωτιέμαι αν αναλώνομαι στο να εξιστορώ όσα, εξωμουσικά και μη, έχει σκάψει και μελετήσει, όσα διαρκώς αποδεικνύει στην πορεία της, δεσμώτης μα και αυτόνομη από την Jay-Z μεταχείριση, από το billionaire status, από το κυνήγι της προς καθιέρωση, το στρεβλό στόχο για απόλυτη αποδοχή του λευκού αμερικάνικου κόσμου. Ο oreo cookie τρόπος, ο μετριοπαθής φεμινισμός από τις σελίδες του Ebony, αυτή η διαχρονική παγίδα, που το afro αποκηρύσσεται και γίνεται ξανθό ίσιο μαλλί εις το όνομα τού «υπερπάντων όλων η αστερόεσσα». H μικρή της Rumi Carter μας διακόπτει στο “Protector” κι η μαμά απευθύνεται στην κόρη της.
Γέφυρες, ιντερλούδια, ο Willie Nelson βγαίνει στη συχνότητα, ο δίσκος αλλάζει, η τράπουλα έχει κι άλλη όψη. “This ain’t Texas, Ain’t No Hold ‘em”. Θυμάμαι πριν πολλά χρόνια, το Μάρτιο του 2010, τον Raphael Saadiq (που συνυπογράφει το single) με ένα σένιο κόκκινο κουστουμάκι να τραγουδά μπροστά στα μάτια μου, στο SXSW στο Austin του Texas, μαζί με Sharon Jones, Smokey Robinson, Black Joe Lewis και Mayer Hawthorne. Είναι απολύτως κατανοητό το πώς η πολυεπίπεδη σπουδή του στο παιχνίδι, θα του έδινε δημιουργικό royal flush ήδη από το flop. Η παρτίδα τελειώνει, το “Bodyguard” είναι η 70s soft rock κόντα με την υπόνοια τού Lotta Love (Neil Young), τώρα είναι η ώρα που η Beyoncé θα πει εκ νέου - χειραφετημένα και τσαμπουκαλίδικα - την ιστορία στο μέχρι πρότινος παρακλητικό “Jolene”, θα μιλήσει ως “Daughter” με το “Caro Mio Ben” εντός, γινάτι εκφοράς που τραβά από την Destiny’s Child εποχή. “Genres are a funny little concept, aren’t they? … In theory, they have a simple definition, that’s easy to understand, but in practice, well, some may feel confined.” λέει η Linda Martell και μπουμπουνάνε τα κουμπούρια στο “Spaghettii", μοναδικό τελικά ως ακραιφνές rap κομμάτι. Η Beyoncé τραμπάρει φύλλα, ανακατεύει διαρκώς, η τράπουλα είναι σημαδεμένη μα και γυαλιστερή για να ξαπλώνει άνετα στην τσόχα. Μαθημένη, ξέρει τους κανόνες και τους συνδυασμούς, έχει μετρήσει τις αντοχές, έχει την ελευθερία και την κάβα να παίζει αλλεπάλληλες παρτίδες, κι ας βρεθεί ο ακροατής που θα πει πως «γιατί να μην είναι αυτό το πρώτο act, εφόσον ήδη υπήρχε;», πως «εδώ έχουμε 3 δίσκους», πως «έπρεπε να το σπάσει», πως «πλατειάζει». Είναι βλέπεις ίδιον της εποχής το ζητούμενο για το ελάχιστο, για το reel, για τις μεμονωμένες κι αδιάλειπτες δόσεις αποσπασμάτων εκτός συνοχής. Στη στροφή με Willie Jones και Miley Cyrus (με την οποία η διαπλοκή παραπέμπει στο “Landslide” παιχνίδι των Fleetwood Mac), θέλει απλώς να επιβεβαιώσει πως «εγώ μπήκα στα country χωράφια σας και θα μαζέψω όλα σας τα charts έως ότου φάτε μία-μία τις μπλόφες και μείνετε ρέστοι.» Θα αναδείξω τις παραπομπές και θα αναδειχθώ εξ’ αυτών. Οι Pharrell, Nile Rodgers, No I.D. Jon Batiste, Gary Clark Jr. θα είναι με άλλους στο πλάι.
Ο δίσκος παίρνει πάλι μπρος. Το trademark “Run The World (Girls)” βάζει το “These Boots Are Made For Walkin’” της Nancy Sinatra να δονείται με τους Beach Boys και το “Good Vibrations”, μεταμορφωμένο σε “Ya Ya”. “All the way down to NYC”, η βίβλος είναι στο κομοδίνο, ο Marty Robbins έφυγε και τα πιστολίδια κόπασαν, τα “Urban Cowboy”, “The Hateful Eight” και “Killers Of The Flower Moon” έριξαν τίτλους τέλους, τώρα είναι που θα περάσουμε καλά, που θα χορέψουμε, που θα γελάσουμε, που στο πίσω κάθισμα θα γίνει παιχνίδι, που στα ηχεία θα παίξει house, που θα πούμε πως είχε δίκιο πως δεν επρόκειτο για έναν country δίσκο, αλλά για ένα Beyoncé δίσκο. “I Fall To Pieces” τραγουδούσε η Patsy Cline, και το ακριβώς ίδιο, αλλά τελικά άλλο, μπασάρει στο “Sweet Honey Buckiin” μαζί με Shaboozey. Αν ήθελα να συνεχίσω το κουβεντολόι που είχαμε στήσει με αφορμή τη φετινή κυκλοφορία του Kanye West, θα έκοβα το απόσπασμα του συν-συντάκτη που πήγαινε ως εξής «αφήνει χιλιόμετρα πίσω σε επίπεδο δημιουργίας, καινοτομίας και μουσικής ευφυΐας κάθε εφήμερο ραπ / ποπ αστέρα», και θα το τσόνταρα εδώ.
Έως ότου καταλήξει στον KNTRY, στη φαντασιακή ραδιοφωνική εκπομπή Smoke Hour του Willie Nelson, τα δάχτυλά της έχουν γυρίσει και προσπεράσει από το “Laughing Yodel” του Charles Anderson, από το “Grinnin’ In Your Face” του Son House, από το “Down By The Riverside” της Sister Rosetta Tharpe, από το “Maybellene” του Chuck Berry (άρα και από το “Ida Red” του Bob Willis και των Texas Playboys του ΄38, επομένως και από τους Fiddlin’ Powers & Family του 1924) έως το “Don’t Let Go” που είπε ο Roy Hamilton, τραγούδι που έγραψε ο Jesse Stone σε παραγωγή Otis Blackwell, με τον τελευταίο να εισχωρεί περίτρανα στο λευκό σύμπαν μέσω του Elvis. Πρέπει να σκεφτώ κάτι καλύτερο απ’ το προφανές «σου βγάζω το καπέλο» για το όγδοο της μελετημένο solo. Αν είχε βγει στην ώρα του, θα όριζε ως διορατικά αυτόνομο το pop ξεπέταγμα της country, ενώ τώρα λογίζεται ως ένα LP που καβαλά στον ορμητικό trend καλπασμό του genre. Ταυτόχρονα, εξαιτίας της εικονολατρικής ανάγνωσης του εξωφύλλου, μπλέκει στη συζήτηση των επικείμενων αμερικανικών εκλογών και του Trump sequel, υποβιβαζόμενο τελικώς σε διάφορα πεδία που δεν έχουν και πολύ μεγάλη σημασία, πέραν της παραφιλολογίας. Act III πού λες να μας πας στο φινάλε της Renaissance τριλογίας;