Διάχυτη η εξ ονόματος φλυαρία, μια γενικευμένη, επαναλαμβανόμενη ροπή, όπου διαβάζουμε και ακούμε τριγύρω, θέσεις που παραβλέπουν τους ρόλους των ίδιων των «ενδιαφερόμενων». Χριστιανοταλιμπάν ηθικολογούν περί των αμβλώσεων, δικαστές κι εισαγγελείς προκαταλαμβάνουν πορίσματα, καλοζωισμένοι Ευρωπαίοι αποφαίνονται με περίσσεια βεβαιότητα για το πως η woke agenda ήταν ο κύριος λόγος εκλογής του Trump (την ώρα που κινηματικά αποχωρούν από το X.). Ασαφείς εντυπώσεις, διαδεδομένες και αποδεκτές περιγραφές ως ιδεολογήματα, ως θέσφατα που διαποτίζουν το δημόσιο λόγο, εκ μέρους μονάδων ή συνόλων όπου οι δικές τους μη προνομιούχες φωνές, είθισται να υποσκελίζονται και τελικώς να συσκοτίζονται.
Από τα χρόνια του Civil Rights Movement μέχρι στο Black Lives Matter, από τον Louis Armstrong στις σελίδες του αφροαμερικάνικου lifestyle περιοδικού Ebony, μέχρι τη νέα jazz σκηνή της Βρετανίας ως υπόκρουση σε επιδείξεις μόδας, ένας -συνήθως- λευκός, σαν και του λόγου μου, σε μια γωνία θα θέτει το μέτρο της επαναστατικότητας, της μαύρης συνείδησης που απόστατησε και όλα τα συναφή. Το ίδιο θα κάνει και στην αντίστροφη διαδρομή, ζυγίζοντας ως κίβδηλη ή στείρα την «υπέρμετρη» επίδειξη μαύρων συμβολισμών εκ μέρους των καλλιτεχνών. Και στις δυο πλευρές, η σκέψη νετάρει στο περίγραμμα και σπανίως στις λεπτομέρειες των προθέσεων - όχι εκείνες που εξομολογούνται στις συνεντεύξεις, αλλά όσες ανακύπτουν προοδευτικά στους τρόπους. Και αυτό το «εξ’ ονόματος» χούι, έστω κι ως τεκμηριωμένη άποψη, παραμένει ξέχωρο από το τελικό αποτύπωμα στο παγκόσμιο κοινό. Κοινώς, αργά ή γρήγορα, ο καθένας θα βρει τη θέση που του αντιστοιχεί εκεί έξω, στο παρόν μα και στο διηνεκές.
Αν αναλογιστεί κανείς το περίγραμμα της περίπτωσης του Julius Eastman (συμπτωματικά, προ ολίγων εβδομάδων παρουσιάστηκε το You Don't Know My Place / Η μουσική του Τζούλιους Ήστμαν από το σχήμα P 4 2: Μπεάτα Πίντσετιτς και Χρήστο Σακελλαρίδη, στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής Σκηνής), δε θα απορήσει με το ότι αναγνωρίστηκε μετά το θανατό του, λίγο πριν γίνει 50 χρονών. Ήταν μαύρος, ομοφυλόφιλος, πολιτικοποιημένος, επίμονος και γενναίος (παροιμιώδης η κόντρα του με τον John Cage εξαιτίας μιας performance με τα Song Books του τελευταίου, το 1975), ένας ξεχωριστός μινιμαλιστής από περιπτώσεις σαν εκείνες του John Adams και Steve Reich (αναρωτιέμαι αν πρόκειται για σύμπτωση, ή για τάση προς τους μινιμαλιστές, μιας και όταν μιλούσαμε για τον περσινό δίσκο του Kamasi Washington, σημείωνα πως «o Andre 3000 προσφέρει εκτός προσχεδίου spiritual νόημα στο Dream State, το οποίο ομοιάζει με το θέμα του Steve Reich στο Music For 18 Musicians»). Εν πρώτοις λοιπόν, όταν διαβάζουμε πως ο τρομπετίστας Ambrose Akinmusire εμπνεύστηκε και θέλησε να παρουσιάσει έναν τρόπον τινά φόρο τιμής στον Eastman, αντιλαμβανόμαστε εκ των προτέρων πως υπηρετεί ως ένα βαθμό και τις τεχνικές αυτού, ή έστω πως θα ασκηθεί νοητά επάνω σε αυτές.
Ξεσήκωσε το Holy presence of Joan d’arc για το χτίσιμο του “muffled screams”, χωρίς να υποκύπτει σε μια φορμαλιστική ξεπατικωτούρα. Ο Akinmusire σχολαστικά επιλέγει μέσα από τα μύχια των ακουσμάτων του. Σε ένα πρόσφατο βιντεάκι που χώθηκε μέσα στο αρχείο της Nonesuch, διαλέγει πριν από όλους την αγαπημένη του Joni Mitchell και το Travelogue, ενώ ξεχωρίζει τα Paul Jacobs Schoenberg: Piano Music, Jonny Greenwood There Will Be Blood, Mary Halvorson Amaryllis & Belladonna, Cécile McLorin Salvant Ghost Song, Steve Reich Music for 18 Musicians (τι σας έλεγα;!:) και Joshua Redman, Brad Mehldau, Christian McBride, Brian Blade στο RoundAgain. Στην οποία Nonesuch, όπου στεγάζει πια τις δουλειές του, θα μπορούσε να κυκλοφορήσει μέχρι και polka(!) δίσκο χωρίς να δώσει λογαριασμό σε κανένα, όπως δηλώνει χαριτολογώντας, σε μια ευγενική σπόντα για το όραμα του Don Was για τη Blue Note, χωρίς να υπονοεί βέβαια κάποια παρεμβολή στο έργο του στα παλιά του λημέρια (από το 2011 μέχρι και το 2020, οι δίσκοι του Akinmusire κυκλοφόρησαν για λογαριασμό της Blue Note).
Δημιουργεί λοιπόν μέσω του Eastman, του Reich, όπως άλλοτε έχει κάνει το ίδιο μέσω του Roscoe Mitchell, του Archie Shepp, της Alice Coltrane, των Wadada Leo Smith και Wayne Shorter. Ravel, μουσική από το Mali, hip hop, ο τρομπετίστας ομολόγησε απερίφραστα κάτι σπουδαίο (ή παραδοχή «ρεφορισμού» κατά άλλους;): «Αναρωτιέμαι για τους ανθρώπους που θεωρούνται ότι έχουν μοναδικές φωνές, αν θα ανταποδώσουν ή θα πουν «ευχαριστώ» ακόμη περισσότερο. Επειδή πιστεύω ότι το να έχεις μια μοναδική φωνή, πολύ συχνά σημαίνει ότι έχεις κλέψει από περισσότερους ανθρώπους από τον μέσο άνθρωπο. Είμαι πολύ επηρεασμένος από τον Marcus Belgrave και τον Charles Tolliver, μουσικούς που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θα άκουγαν ποτέ. Έχω κλέψει από τόσους πολλούς ανθρώπους. (…) Με ρωτούν, «Πώς βγάζεις τη δική σου φωνή;» Δεν το κάνω. Απλώς έκλεψα από ανθρώπους που δεν γνωρίζετε. Είχα αυτή τη συνομιλία με τον Bill (Frisell). Το ίδιο έλεγε. Πιστεύει ότι το στυλ του προέρχεται από το να μιμείται μέτρια αυτούς τους ανθρώπους που κανείς δεν γνωρίζει.(…) Πρέπει επίσης να πω «ευχαριστώ» σε μάγκες όπως ο Roy Hargrove, ο Jeremy Pelt και ο Wynton (Marsalis). Όταν ήμουν νεότερος, όλοι αυτοί οι τύποι ερχόντουσαν στις συναυλίες μου και καθόντουσαν και με ξέσκιζαν, κι εγώ πήγαινα σπίτι για να εξασκηθώ. Είμαι τόσο ευγνώμων που πήραν τον χρόνο και την ενέργειά τους για να το κάνουν αυτό. Ο Dave Douglas… Ο Terence [Blanchard). Και μπορώ να θυμηθώ τον Nicholas Payton να μου δίνει ένα γερό μάθημα στις 8 το πρωί, όταν ήμουν 16 χρονών.»
Ο Akinmusire ως καλλιτέχνης αλλά και ως δάσκαλος (artistic director στο Herbie Hancock Institute of Jazz Performance του UCLA) εξετάζει αδάμαστος τις αναφορές ενάντια στη λησμονιά. Οι δυο ιδιότητες συμμαχούν. Ο Kokayi θα δώσει τις ρίμες, οι Sam Harris (πιάνο), Chiquitamagic (συνθεσάιζερ), Justin Brown (ντραμς), και το Mivos Quartet (Olivia Deprato και Maya Bennardo στα βιολιά, Victor Lowrie Tafoya στη βιόλα και Tyler Borden στο τσέλο), θα στοχεύσουν στην αμεσότητα των αναπαραστάσεων ενός μαύρου άντρα που θα αναρωτιέται για την παρακαταθήκη του, θα αναμετράται με το ποιοι θα βγουν μπροστά εις το όνομα της κοινότητάς του, για το τι εκπροσωπεί σε κάθε ρόλο που επωμίζεται, όπως ο ίδιος ομολογεί. Μα και να μην το παραδεχόταν, έπειτα από ένα δίσκο με σόλο τρομπέτα (Beauty Is Enough) και ακολουθώντας το Owl Song (απαρνούμενος την όποια ECM επιρροή), έφτιαξε το honey from a winter stone, ως νεο-κλασσικό, jazz, hip hop, spoken word στοχασμό, αναζητώντας τη γλώσσα του.
Καθώς δαμάζει σιγά-σιγά το τέλος στο μισάωρο “s-/Kinfolks”, χαζεύω τον ίδιο τον Akinmusire, σε μια φωτογραφία μπροστά από ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο στο σπίτι του στο Oakland, με μια πλαστική βουβουζέλα ανά χείρας. Είναι δύο χρονών, 40 χειμώνες πριν, χωρίς έγνοιες για το δικό του μελλοντικό γιο, χωρίς τα ακούσματα των δίσκων των Jimmy Heath, Earl Bostic, Booker Little και Art Farmer, χωρίς κάποιος μαύρος αδελφός του να γυρίζει ενοχικά το χερούλι για το γραφείο του ψυχίατρου, χωρίς να αναρωτιέται ακόμη κι ο ίδιος για την επιδερμίδα του. Δεν έχει φάει ακόμη τη σπρωξιά προς το χορό από το Steve Coleman. Είναι μονάχα ένα δίχρονο που βαστά ένα φτηνό παιδικό πνευστό, στα σπάργανα ενός εαυτού που θα αναζητήσει περισσότερα. Στον 9ο αισίως δίσκο του, ακούς αυτή την ελεύθερη αναζήτηση. Ακούς πως εκφράζεται ένα αληθινά δημιουργικό αίτημα.