Δηλαδή, ok ακούς διάχυτη την επίδραση του Ray Davies σε όλες τις τόσο-αγγλικές-μελωδίες τους, ακούς πλέον μετά από έξι άλμπουμ την εμπειρία στο χειρισμό των τραγουδιών τους, την ψίχα τους και τα παιχνίδια με το θυμικό του ακροατηρίου τους. Και γνήσια αναρωτιέσαι πού θα πάει αυτή βαλίτσα, πια με την ρετρό λαχτάρα της beat pop, αφού ούτε οι φασαίοι πια τους υποστηρίζουν -τους θεωρούν κάπως δεινόσαυρους indie επαγγελματίες- ούτε δονούνται τα clubs από τα παρορμητικά rockers τους. Όχι επειδή δεν είναι αρκετά παρορμητικά τα rockers τους αλλά επειδή δεν υπάρχουν clubs που να τα φιλοξενούν ή δεν υπάρχουν clubs, τελεία.
Αυτό που μένει είναι η καλόκαρδη, ανεβαστική διάθεσή τους την οποία διατηρούν αυστηρά υπερφίαλη και αβαθή και ίσως αυτό αποδίδει μερικές στιγμές γεμάτου αδρεναλίνη χαβαλέ όπως το απολαυστικό “Doctor” ή το καλοφτιαγμένο “Audacious” που ξεκινάει το δίσκο ή το “Birds” που τον κλείνει. Όμως δεν μπορεί να καταλάβει εύκολα κανείς γιατί θέλουν να κατεβούν στο τρίτο υπόγειο του club με τα εκκωφαντικά sub-woofers (“Hooked”), γιατί έχουν αυτή την εμμονή με το εμβατηριακό βαριετέ, σαν ρυθμικοί παρελαύνοντες ιμπρεσάριοι σε απογευματινή παράσταση (“Build It Up”), γιατί πρέπει σώνει και καλά να φέρουν το new wave των Motors στο glam των Queen (“Night And Day”). Τα ερωτήματα που εγείρει το κάθε τραγούδι τους χωριστά είναι πολλά και απανωτά. Δεν απαντιούνται με σαφήνεια, παρά μόνο με ένα «γιατί έτσι» ή ένα «γιατί όχι;»
Το ερώτημα όμως που ίσως δεν μπορεί εύκολα να απαντηθεί είναι γιατί ο καημός ενός Σκώτου μπορεί να καταφύγει στα “Ματόκλαδα Που Λάμπουν” προκειμένου να γεφυρώσει την ελληνική καταγωγή του με το παρόν του στη Γλασκώβη: το “Black Eyelashes” εμπνέεται από τις βόλτες του Alex Kapranos στο κέντρο της Αθήνας και από το ρεμπέτικο άλλοθι του Τσιτσάνη για να φτιάξει ένα novelty ελληνο-σκωτικών οριζουσών στο οποίο νοσταλγεί την μυρωδιά των πορτοκαλιών στο Κολωνάκι (;!) και τις γάτες τις νύχτας στην Ομόνοια καθώς παίρνει την κατηφόρα για Ψυρρή για να κορυφώσει ένα εθνο-υπαρξιακό σύνδρομο στο οποίο αναρωτιέται «Δεν Είσαι Έλληνας. Όχι Δεν Μιλάς. Γιατί; Γιατί Δεν Μιλάς;». Δεν βγάζει και πολύ νόημα η φάση του, τα σπαστά αμήχανα ελληνικά του, παρά μόνο ο εντυπωσιασμός του από κάποιο κορίτσι. Αυτό είναι σαφές. Το ασαφές είναι πώς αντιλαμβάνεται το couleur locale και πώς φαντασιώνεται μια μελαχρινή με μαύρα ματοτσίνορα.
Το στοίχημα με το Human Fear δεν είναι αν πετυχαίνει ή όχι να διατηρήσει τους Franz Ferdinand στην κονίστρα. Λιγότερο ή περισσότερο τα τραγούδια τους έχουν μια αισθητική πληρότητα και μια αλφαδιά από την παραγωγή του Mark Ralph o οποίος δεν είναι δυνατόν να το αφήσει να πέσει στα βράχια. Το στοίχημα είναι αν η γλασκωβέζικη μπάντα παραμένει σχετική. Αν σημαίνει κάτι αυτό, το καλύτερο άλμπουμ τους -προσωπική εκτίμηση- παραμένει το FFS με τους Sparks το 2015.
Διαβάστε επίσης:
Alex Kapranos: «Όλα τα ρεμπέτικα μιλάνε για μαύρα μάτια, μάτια φρύδια... κι εγώ έχω μάτια μπλε!»