Για το μεγαλύτερο μέρος του κοινού η πρώτη ίσως επαφή με τους Γλασκωβέζους ήταν λίγο πριν τα τέλη της δεκαετίας του '90, στο μεταμεσονύχτιο MTV2, με ένα μυστήριο δεκάλεπτο ορχηστρικό μουσικό βίντεο εμπνευσμένο από τον βουβό σουρεαλιστικό κινηματογράφο όπου ένα αρχικά ανεπαίσθητο σχεδόν μοτίβο επαναλαμβανόταν ανεβάζοντας σταδιακά με απειλητική διάθεση την ένταση ώσπου να κορυφωθεί στο μέσο του κομματιού σε μια μεγαλιθικών διαστάσεων κιθαριστική καταιγίδα, πρωτού ακολουθήσει την αντίθετη πορεία μέχρι το τέλος. Μπορεί οι πολύ μυημένοι να γνώριζαν πως κάτι παρόμοιο είχε προηγηθεί κάποια χρόνια πριν στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού (από τους Slint) ή σχεδόν παράλληλα να εξερευνούσαν αυτά τα ηχητικά μονοπάτια κάποιοι στο Μόντρεαλ (οι G!YBE), όμως για πολλά άτομα αυτή είχε υπάρξει η πύλη προς το αναδυόμενο τότε ιδίωμα του post-rock. Το εν λόγω "X-mas Steps" προερχόταν από το No Education = No Future: Fuck The Curfew ΕΡ, που είχε κυκλοφορήσει μεταξύ των εμβληματικών δύο πρώτων άλμπουμ των Mogwai, και είχε οδηγήσει πολλούς από εμάς τόσο στην αναζήτηση των προηγούμενων βημάτων τους, όσο σε αναμονή των επόμενων με ανυπομονησία.
Είτε οι καλλιτεχνικές ανησυχίες τους το επέτασσαν, είτε (προ)έβλεπαν ότι οι συνθετικές φόρμες τους θα αποτελούσαν μανιέρα για πολλούς μιμητές, μετά την αλλαγή της χιλιετίας η μπάντα εισήγαγε synths στις ενορχηστρώσεις τους, πειραματίστικε και με (πιο) συμβατικές rock δομές κομματιών, αλλά και περισσότερα ambient στοιχεία, πολλές φορές απογοητεύοντας ένα μέρος του κοινού που είχε λατρέψει την απειλητική και μελαγχολική συνάμα, σκοτεινή διάθεση και τις χαρακτηριστικές κορυφώσεις των κομματιών που συνέθλιβαν με τον όγκο και την έντασή τους στις πρώτες κυκλοφορίες τους, κυρίως όμως διότι όλες αυτές οι λοξοδρομήσεις συχνότερα οδηγούσαν σε άλμπουμ που είτε υπολείπονταν σε συνοχή είτε ξεχώριζαν οι αδύναμες στιγμές τους. Ο δρόμος αυτός δεν θα μπορούσε να μην οδηγήσει νομοτελειακά σε αυτό που φάνταζε ιδανική εφαρμογή της κατεύθυνσης που πήγαινε η μουσική τους, τις συνθέσεις soundtracks. Και για μια δεκαετία περίπου αυτό τον σκοπό κατέληξαν να έχουν οι περισσότερες στουντιακές ηχογραφήσεις των Mogwai, μέχρι πριν από τρία χρόνια και το As The Love Continues, που τους βρήκαμε αρκετά αναζωογονημένους.
Από τις πρώτες νότες που ανοίγουν το ενδέκατο «κανονικό» άλμπουμ τους γίνεται εμφανές πως η μεγαλύτερη διαφοροποίηση αυτή τη φορά δεν θα είναι τόσο στο ενορχηστρωτικό κομμάτι, όσο στην διάθεση. Παρά την ονομασία The Bad Fire, που στη γλασκωβέζικη αργκό αποτελε ευφημισμό για την κόλαση, οι Mogwai, που έχουν προηγούμενο στην περιπαιχτική τιτλοφόρηση των άλμπουμ τους, ακούγονται εδώ πιο ευφορικοί από ποτέ. Όχι μόνο προχωρούν ακάθεκτοι στην πορεία που είχε σηματοδοτήσει ο προκατοχός του, στο κάτω κάτω και το φλερτ τους με τη shoegaze δεν ήταν κάτι καινούργιο, και την λατρεία τους για τους My Bloody Valentine μαρτυρούσε η ένταση και οι υφές του κιθαριστικού τους θορύβου, αλλά με προπορευόμενα της κυκλοφορίας του άλμπουμ singles σαν το “Fanzine Made of Flesh”, ένα εύθυμο τραγούδι με πλήρη και μέσα από μια ζαχαρένια ψηφιακή παραμόρφωση φωνητικά και τόσο λαμπερά πλήκτρα που θα ζήλευαν οι Muse, το “Lion Rumpus”, με την τόσο έντονα ψηφιακά επερξεργασμένη κιθάρα που δεν ξεχωρίζει το αυτί πότε ακούγεται εξίσου επεξεργασμένη φωνή η κάποιο σόλο που άνετα θα έβρισκε θέση σε εναρκτήριο θέμα κάποιου anime, και το προαναφερθέν εναρκτήριο “God Gets You Back”, ένα βασισμένο περισσότερο σε synths shoegaze κομμάτι με αιθέρεια φωνητικά, είχαν κάνει τη δήλωση προθέσεών τους. Δεν είναι πως τα στοιχεία αυτά που συναντά κανείς στο The Bad Fire δεν θα τα ξαναπετύχαινε μεμονωμένα και σε άλμπουμ της προηγούμενης εικοσαετίας, όμως εκεί συνήθιζαν να αποτελούν τα σημεία που ξεχώριζαν σαν τη μύγα μες στο γάλα, άβολα ξένα σώματα ανάμεσα σε κομμάτια που ακολουθούσαν τις περισσότερο χαρακτηριστικές για τη μπάντα post-rock φόρμες. Εδώ όμως αντί να συμβαίνει αυτό, είναι λες κι αντιθέτως η ζωηρή χρωματική αυτή παλέτα διαχέεται και στις πιο τυπικές “Mogwai” συνθέσεις, με ακόμη και το “If You Find This World Bad, You Should See Some Of The Others”, που διαθέτει εφάμιλλη των πρώτων βημάτων τους σε ένταση κορώφωση, ακούγεται μάλλον υπερβατική παρά μια κάθοδος προς την κόλαση όπως κάποτε.
Το The Bad Fire μπορεί να μην ικανοποιήσει απόλυτα όσα άτομα είχαν λατρέψει τους πρώιμους εκείνους Mogwai των 90s, όμως ήταν δεδομένο εδώ και πολλά χρόνια πως δεν υπήρχε περίπτωση για οποιαδήποτε επιστροφή στις ρίζες. Κατά τα άλλα, όσο κι αν δεν είναι ακριβώς η απόλυτη χρυσή τομή μεταξύ της post-rock τους και shoegaze, με την φρεσκάδα του ήχου σε συνδυασμό με τη συνοχή του ύφους, χαρακτηριστικό που έλειψε από αρκετές δουλειές τους τα τελευταία 20 χρόνια, είναι ακόμα ένα highlight στην δισκογραφία τους, και αποδεικνύει πως διανύουν μια νέα περίοδο δημιουργικής ακμής.