Ο Mike Scott συνέλαβε την ιδέα της δημιουργίας ενός concept album με θέμα τη ζωή και το έργο του Dennis Hopper όταν παρακολούθησε το 2020 στην Fahey/Klein Gallery του Λος Άντζελες την έκθεση “In Dreams, How Dennis Hopper captured a portrait of 60s America” με φωτογραφίες του πλέον ριζοσπαστικού/ ελευθεριακού ηθοποιού/σκηνοθέτη από αυτούς που ξεπήδησαν στη δεκαετίας του 1960 – η «γενιά» κινηματογραφιστών, που, εν μέρει λόγω του Hopper, ονομάστηκαν από τον δημοσιογράφο/συγγραφέα Peter Biskind Easy Riders Raging & Bulls στο περίφημο βιβλίο του (Simon & Schuster, 1998).
Ο Dennis Hopper ήταν λιγότερο γνωστός, αν και όχι λιγότερο σεβαστός, για τη δουλειά του ως φωτογράφος. Στη διάρκεια του 1960, στη δεκαετία των τεράστιων κοινωνικών και πολιτικών αναστατώσεων και αλλαγών, ο Hopper ήταν στο μάτι της καταιγίδας. Με την κάμερά του εκπαιδευμένη στον κόσμο γύρω του απαθανάτισε τους Άγγελους της Κόλασης και τους χίπις, τη ζωή στους δρόμους του Χάρλεμ, το κίνημα των Πολιτικών Δικαιωμάτων και τα αστικά τοπία της Ανατολικής και Δυτικής ακτής της Αμερικής. Γύρισε επίσης μερικά από τα μεγαλύτερα αστέρια της εποχής από τον κόσμο της τέχνης, της μόδας και της μουσικής, από τον Andy Warhol και τον Jim Morrison μέχρι τον Paul Newman. Από τον ίδιο κύκλο φωτογραφιών προέρχεται και το γνωστό του λεύκωμα “The Lost Album” (Royal Academy of Arts, 2014).
Στο ρόλο του καλλιτέχνη και συλλέκτη, όμοια με τον ρόλο του Tom Rippley με τον οποίον ταυτίστηκε κινηματογραφικά, ο Hopper συνεργάστηκε και συναναστρεφόταν με την καλλιτεχνική πρωτοπορία, ανταλλάσσοντας συνεχώς ιδέες και επηρεάζοντας ο ένας τη δουλειά του άλλου. Ως φωτογράφος, η παραγωγή του ήταν ιδιαίτερα συγκεντρωμένη στη δεκαετία του 1960. Η φωτογραφική μηχανή της Nikon που του χάρισε η σύζυγός του Βrook Hayward ήταν μόνιμα κρεμασμένη στον λαιμό του, με αποτέλεσμα οι φίλοι του να τον αποκαλούν χαϊδευτικά «The Tourist». Πριν πεθάνει, παρατήρησε, «ενώ οι άνθρωποι θα με θυμούνται πάντα ως ηθοποιό και σκηνοθέτη για το Easy Rider – θα ήθελα να με θυμούνται ως φωτογράφο, όχι απλώς ως ηθοποιό που τράβηξε φωτογραφίες».
Βλέποντας την εποχή μέσα από τα μάτια του Hopper, ο Mike Scott παρακινήθηκε να ερευνήσει περαιτέρω την ιστορία του πρώτου και άρχισε να αντιλαμβάνεται τον Hopper ως πολιτιστικό γίγαντα.
Επηρεασμένος από την εν λόγω έκθεση, ο Scott αρχικά έγραψε το art-pop κομμάτι “Dennis Hopper”, που περιλαμβάνεται στο album Good Luck, Seeker του 2020. (που εμφανίζεται εδώ παραλλαγμένο ως “Aftermath”). Στη συνέχεια, πάνω από τέσσερα χρόνια, περιέγραψε την ιστορία του σταρ σε αυτό το εννοιολογικό άλμπουμ 25 κομματιών.
Οι στίχοι των κομματιών δένουν με το ύφος της μουσικής που επιλέγεται κατά περίσταση και παρακολουθούν γραμμικά την επεισοδιακή ζωή και την πολυκύμαντη καριέρα του Hopper από τα πρώτα του βήματα ως το φινάλε. Επινοημένοι στίχοι μπλέκονται με διαλόγους ταινιών, αποσπάσματα από συνεντεύξεις του ηθοποιού και αφηγήσεις ανθρώπων που τον γνώριζαν.
Το εναρκτήριο country “Kansas”, όπου τραγουδάει ο Steve Earle, είναι ένα τραγούδι περιπλάνησης, ο πρωταγωνιστής στους στίχους Hopper ασφυκτιά στο επαρχιακό περιβάλλον της γενέθλιας πολιτείας του και αποφασίζει να βγει Στο Δρόμο. Στη συνέχεια, η αφήγηση σαρώνει χρονολογικά την κινηματογραφική πορεία του Hopper. Tο ψυχεδελικό ροκ (“Brooke/1712 North Crescent Heights”) δίνει τη θέση του στη φουτουριστική bossa nova σε στιλ Burt Bacharach του “Andy [A Guy Like You]” που μιλάει για τη φιλία του με τον Andy Warhol. Το "Hollywood '55" είναι ένα παιχνιδιάρικo cocktail/lounge jazz, που ζωντανεύει σκηνές από το Rebel Without a Cause του σκηνοθέτη Nicolas Ray με πρωταγωνιστή τον James Dean, στο οποίο ο Hopper είχε έναν μικρό ρόλο ως νεαρός teddyboy που γυρεύει καυγάδες και φλερτάρει την επίσης νεαρή Natalie Wood. Το “The Tourist” αναφέρεται στη δουλειά του Hopper ως φωτογράφου της Αντικουλτούρας του ’60 και εκπέμπει κιθαριστικές psyche/folk δονήσεις στο ύφος των Buffalo Springfield και των Jefferson Airplane.
Καθώς ο Hopper εξελίσσεται από είδωλο εφήβων του Χόλιγουντ σε προάγγελο της τρέλας των χίπηδων στα τέλη της δεκαετίας του '60, το ίδιο και το καλλιτεχνικό και κοινωνικό σκηνικό εξελίσσεται γύρω του. Ο Hopper, γενειοφόρος, φορώντας πόντσο, σομπρέρο και χάντρες και κουβαλώντας άφθονα ναρκωτικά, ταξιδεύει στο απέραντο αμερικανικό τοπίο και παρευρίσκεται στο μυθικό πλέον φεστιβάλ Monterey Pop το 1967 (“Memories of Monterey”, “Blues for Terry Southern”). Αμέσως μετά φτάνει στη Νέα Ορλεάνη για το τοπικό καρναβάλι, που είναι πλημμυρισμένο στους ρυθμούς της Καραϊβικής (“Mardi Gras” και “Hopper's on Top (Genius)”). Ακολουθεί ένα απάνθισμα που αφορά τη συνέχεια του Easy Rider, το παρεξηγημένο The Last Movie (“Transcendental Peruvian Blues”, “Michelle” και “Freakout at the Mud Palace”). Αυτά τα κομμάτια διατρέχουν τη γκάμα των ειδών, συνδυάζουν jazz, freak folk, ψυχεδέλεια, glam rock, ορχηστρική pop και αντανακλούν αυτή την ταραχώδη περίοδο στη ζωή του Hopper, καθώς το αστέρι του πέφτει γρήγορα και αποσύρεται σε μια δεκαετία καλλιτεχνικής και επαγγελματικής εξορίας.
Λίγο παρακάτω παραμονεύει ο Bruce Springsteen, που καταθέτει μια πυκνή και σφιχτοδεμένη αφήγηση για τη «χαμένη δεκαετία» της κινηματογραφικής καριέρας του Hopper που ακολούθησε το υπερφιλόδοξο σκηνοθετικά The Last Movie (1971). Με τη σειρά της, η Fiona Apple παίζει στο πιάνο και ερμηνεύει συναισθηματικά τη μπαλάντα “Letter From An Unknown Girlfriend”, τραγούδι αγάπης και μίσους που αντιμετωπίζει προκλητικά την ενδοοικογενειακή βία.
Υπάρχουν ορισμένες στιγμές που ακούγονται πρωτόγνωρες ή και κάπως προκλητικές συγκριτικά με το σύνηθες επικολυρικό folk-rock μουσικό ύφος των Waterboys. Πρόκειται όμως για το ύφος της μουσικής που, στη σύλληψη του Mike Scott, ταιριάζει περισσότερο την εκάστοτε σεκάνς που θα αφηγηθεί αναφορικά με την κινηματογραφική διαδρομή του Hopper. Για παράδειγμα, οι υπέροχες κλασικιστικές μελωδίες στο πιάνο που δομούν το ”Katherine” και το “Michelle”, αναφέρονται στον Hopper ως εστέτ συλλέκτη τέχνης (και δολοφόνο) Tom Rippley στην ταινία The American Friend του Wim Wenders (1977), από το αστυνομικό/ψυχολογικό μυθιστόρημα της Patricia Highsmith. Ανάλογη είναι και η μουσική που συνδέεται με την τροφοδοτούμενη από τα ναρκωτικά διαδρομή του Hopper στη δεκαετία του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Στο φασαριόζικο house/electro “Freakout At The Mud Palace” και κυρίως στο παρανοϊκό hard rockin’ “Frank (Let's Fuck)”, όπου ο Scott, προσπαθεί με την αλλοπρόσαλλη μουσική, τους στίχους και την ερμηνεία του, να αναπαραστήσει τον ανεπανάληπτο ρόλο του Hopper ως ψυχοπαθούς Frank Booth στο Blue Velvet του David Lynch (1986), ουρλιάζοντας επανειλημμένα το ρεφρέν του τίτλου (“Fuck, fuck, fuck…”).
Σε άλλα κομμάτια απαντούν όργανα που χρησιμοποιούνται για διαλογισμό, προερχόμενα κυρίως από την ινδουιστική παράδοση (σιτάρ κλπ.), στην οποία κατέφυγε ο Hopper στην προσπάθειά του να καθαρίσει. Υπάρχει ακόμη και ένα τραγούδι για το πόσο σοβαρή υπόθεση μπορεί να είναι ένα παιχνίδι γκολφ – από τις μονομανίες του Hopper προς το τέλος της ζωής του.
Είχε καθυστερήσει αυτό το αφιέρωμα, έχοντας ήδη συμπληρωθεί δεκαπέντε χρόνια από τον θάνατο του (έφυγε το 2010, σε ηλικία 74 ετών, από καρκίνο του προστάτη). To Life, Death and Dennis Hopper συνιστά μια αποσπασματική psycho-pop όπερα που αποτίνει φόρο τιμής στο εικονοκλαστικό καλλιτεχνικό πνεύμα του Hopper και στην Αντικουλτούρα του ’60, σε μια εποχή της οποίας το μανιακό καλλιτεχνικό πνεύμα μπόρεσε έστω και για λίγο να απελευθερωθεί από τις βαρετές δυνάμεις της μαζικής παραγωγής και της αισθητικής συμμόρφωσης. Υπενθυμίζει με τον τρόπο του το πώς και το γιατί ο αείμνηστος Dennis Hopper, το πιο κακό από τα κακά αγόρια του Χόλιγουντ, υπήρξε ένας ασυγκράτητος παράγοντας χάους τόσο στη ζωή του όσο και στις μέρες της δόξας του αμερικανικού κινηματογράφου. Μαζί με το έργο του Hopper, μας υπενθυμίζει εν τέλει γιατί γουστάρουμε η τέχνη να είναι ακατέργαστη, ριζοσπαστική και να έχει τη σωστή δόση ειρωνείας.