Το Oceanside Countryside κυκλοφορήσει ως μέρος της Analog Original Series, που περιλαμβάνει «χαμένα» album του Neil Young. Ηχογραφήθηκε από τον Μάιο έως τον Δεκέμβριο του 1977, δηλαδή αμέσως μετά την κυκλοφορία του American Stars ‘n Bars και πριν από την κυκλοφορία του album Comes A Time του 1978. Τα δύο άλμπουμ μοιράζονται τον ίδιο country/folk ήχο και τρία τραγούδια ("Goin" Back, "Human Highway" και "Field of Opportunity") εμφανίζονται, σε διαφορετικές εκδοχές, και στους δύο δίσκους.
Όταν ο Neil Young κυκλοφόρησε το άλμπουμ Hawks And Doves το 1980, κάποιοι το εξέλαβαν ως διάσπαση προσωπικότητας – ο Young ως hippie στον ήχο στα τραγούδια της πρώτης πλευράς κονταροχτυπιόταν με τον παραδοσιάρχη της country Young στα τραγούδια της δεύτερης. Βεβαίως, αυτό το παλαντζάρισμα ήταν ούτως ή άλλως εμφανές σε ολόκληρο το μονοπάτι που ακολούθησε ο δημιουργός στα χρόνια της δεκαετίας του 1970. Έτσι, το 1977 είχε σχεδιάσει έναν δίσκο με τίτλο Oceanside Countryside, στον οποίον, στις δύο πλευρές του, αντιπαραβάλλονται οι ταξιδιάρικες, χίπικες folk-rock μελωδίες της παραλίας της Φλόριντα και του Μάλιμπου (όπου έγιναν οι ηχογραφήσεις) με το πιουρίστικο επαρχιώτικο σκηνικό της σκηνής του Νάσβιλ. Αυτό είναι το concept που διέπει κομμάτια όπως τα “Lost In Space”, “Captain Kennedy” και “Old Homestead”, με τον πολυσχιδή Levon Helm, τον ντράμερ των The Band, σε ρόλο ενορχηστρωτή/σκηνοθέτη.
Τα τραγούδια ακούγονται πιο χαλαρά από το προηγούμενο album του, το American Stars 'n Bars (“Like A Hurricane”, και τα ρέστα), αλλά πιο περιπετειώδη από αυτά στο Comes A Time. Το εξώφυλλο παρουσιάζει τον Young να κάθεται μάλλον αμήχανα σε ξύλινες σανίδες, με καουμπόικο καπέλο, καρό πουκάμισο και γυαλιά ηλίου. Old school Young...
Τα περισσότερα από τα 10 τραγούδια εμφανίστηκαν σε άλλα album στην πορεία του χρόνου, συμπεριλαμβανομένων των “Rust Never Sleeps”, “Hawks and Doves”, “Comes A Time” και “Live At Massey Hall”. Το μόνο «νέο» τραγούδι είναι το “It Might Have Been”. Εδώ ο Young γέρνει πραγματικά προς την αρχετυπική country τύπου George Jones vibes. Αργό χτύπημα. Γλυκά, φωνητικά φαλτσέτο με σόλο βιολιού για εκκίνηση. Η παιδική χορωδία στο "Lost In Space" λειτουργεί καλύτερα εδώ απ’ ό,τι στην εκτέλεση που εμφανίστηκε στο Hawks And Doves. Την παράσταση, ωστόσο, κλέβει το “The Old Homestead”, και αυτό σε ελαφρώς διαφορετική εκδοχή σε σχέση μ’ εκείνη του Hawks And Doves. Είναι 30 δευτερόλεπτα μικρότερη σε διάρκεια, αλλά ο ήχος είναι πιο έντονος, καθώς το theremin σκληρίζει πίσω από τα ακομπανιαμέντα στην ακουστική κιθάρα του Young.
Στην Oceanside πλευρά του δίσκου, το εναρκτήριο "Sail Away" συγκαταλέγεται στα πιο υποτιμημένα τραγούδια του Young∙ με τη φυσαρμόνικα να κανοναρχεί τη μελωδία, παρουσιάζεται εδώ με μια πηγαία λάμψη, που είχε χαθεί στην συμπερίληψή του ανάμεσα στα κιθαριστικά μπαράζ του “Rust Never Sleeps”. To "Lost in Space" και το -απολογιστικό παρά νοσταλγικό- "Captain Kennedy" συγκροτούν ελεγείες για την εποχή της αμφισβήτησης που πέρασε ανεπιστρεπτί και κατέληξε στη χυδαία Αμερική της εποχής του Νίξον. Τρυφερή αποξένωση εκφράζει η μπαλάντα του “Goin' Back”, ενώ η υπερβατική παράνοια της εποχής της ψυχεδέλειας μεταλαμπαδεύεται στο νοσταλγικό “Human Highway”, που βρίσκει τον Young σε μια εσωτερική σύγκρουση, καθώς παλεύει με τις αντικρουόμενες φύσεις του προνομιούχου ροκ-σταρ και του περιπλανώμενου hobo. Υπάρχει μια αγνότητα σε αυτά τα κομμάτια, που βρίσκονται απογυμνωμένα στην ψυχή ενός δυσαρεστημένου τροβαδούρου, του οποίου η ροκ εν ρολ αλαζονεία συχνά αναφλέγεται σε αγωνιώδεις διακηρύξεις ενδοσκοπικής λαχτάρας.
Με μια απότομη μετατόπιση από τις ακουστικές ηχογραφήσεις, η Countryside πλευρά του δίσκου βρίσκει τον Young με τη συνοδεία της μπάντας του, να βυθίζονται στην εμβληματική πλέον σκηνή της country του Νάσβιλ. Τέτοια κομμάτια όπως το "Field of Opportunity" και το "Dance, Dance, Dance", βουτηγμένα στο αστραφτερό βιολί και το twangy dobro, μεταφέρουν τον ακροατή σε άλλο χρόνο και τόπο. Ομοίως, το μελαγχολικό πείραμα του "It Might've Been" -ίσως το πιο ωραίο κομμάτι του “Countryside”- και η αυθόρμητη, αρκαδική ονειροπόληση του "Pocahontas", κομμάτια που δεν κρύβουν την ποιητική τους πρόθεση η οποία περιστρέφεται γύρω από την εξύμνηση του «αυθεντικού»
αμερικανικού τοπίου. Στον αντίποδα, το "The Old Homestead" σπάει τη χαλαρή ατμόσφαιρα του Countryside, με ένα δυναμικό μπάσιμο στις κιθάρες στο ύφος ας πούμε του “Cowgirl In The Sand” και με μια απόκοσμη τυμπανοκρουσία του Levon Helm να συνοδεύουν την εξίσου ανατριχιαστική αφήγηση του Young. Σε αντίθεση με το Oceanside, ωστόσο, το Countryside στερείται τη διαχρονικότητα που χαρακτηρίζει τα καλύτερα έργα του Young, διατρέχοντας τον κίνδυνο να ακούγεται κάπως παλιοημερολογίτικο σε όσους δεν είναι πλήρως εξοικειωμένοι με την παλιά σχολή της country του Νάσβιλ.
Συνολικά, το Oceanside Countryside βρίσκεται κάπου ανάμεσα στη γήινη ομορφιά του Harvest και του American Stars 'n Bars και στην τραγική διάσταση του On the Beach και του Tonight's the Night. Βρίσκει τον Neil Young μοιρασμένο ανάμεσα σε πολλαπλά επίπεδα —πόλη και επαρχία, φήμη και ανωνυμία, ζωή και θάνατος, η αίσθηση υπαρξιακής αγωνίας του δημιουργού την εποχή του έργου.