Στην εκ των υστέρων θεώρηση, άλλη υπόληψη καταλήγεις να έχεις για πρόσωπα και πράγματα. Μπορεί απλά να μη συμπέσουν οι χρόνοι για τις σωστές αξιολογήσεις, να μη προσφέρονται οι περιστάσεις, να βρίσκεσαι σε διαφορετικό κουτάκι. Ας πούμε, μπορεί να έχεις πετύχει στο αλήστου μνήμης Παράφωνο της Ασκληπιού, παίχτες που ίδρωναν τη φανέλα, μα να μην μπορείς να διακρίνεις τα γεγονότα καθαρά. Τι τα θες; Εδώ αλλού κι αλλού υψώνουμε τείχη, τελεσιδικούμε, συνένοχοι σε θέσφατα.
Δε θα ανατρέξω πολύ πίσω για τη διαδρομή του σαξοφωνίστα Γιάννη Κασέτα, αλλά φρόνιμο είναι να γυρίσω στο 2017, όταν κυκλοφόρησε το Northern Lights (με την τιμητική σύμπραξη του Craig Handy). Στο Avopolis, o Βαγγέλης Πούλιος έγραψε πως επρόκειτο για την «καλύτερη μέχρι τώρα δουλειά του. Καλύτερη, κυρίως λόγω των προκλήσεων ενώπιον των οποίων θέτει τον εαυτό του (και των τρόπων αντιμετώπισής τους), αλλά βεβαίως και λόγω καθ’ αυτού του αισθητικού αποτελέσματος.» Σωστά είχε χρησιμοποιήσει τον χαρακτηρισμό περί ευκινησίας, σωστά είχε σταθεί στο «μέχρι τώρα». Αν το είχε παραλείψει γράφοντας για «καλύτερο, τελεία» θα είχε διαψευστεί από το Lucid Dream, δείγμα περαιτέρω προόδου στο ισοσκελές περί σύνθεσης-παιξίματος (για το δεύτερο σκέλος, μέτρησε και το σφιχτότερο σχήμα). Στον ίδιο δίσκο, το “Nostalgia In Puerto Rico” διαδέχεται τον κακό χαμό του “Darker”, ενώ λίγο μετά ακολουθεί το bluesy “The Ingenius Mind of 8 Month Old Rocky Liangi” οπότε σε αυτό το ετερόκλητο πλέγμα ιδεών που δεν κλωτσάει, μπορείς να του πιστώσεις κάτι παραπάνω από τη μελέτη πάνω στα πεπραγμένα του Wayne Shorter.
Αν λοιπόν ακούσει κανείς το “The Armenian” (εμπνευσμένο από τον πιανίστα Tigran Hamasyan), εναρκτήριο κομμάτι από το έβδομο άλμπουμ του Κασέτα με τίτλο Far, αυτό το δυναμικό eastern jazz θέμα, λειτουργεί ως ένα πρώτης τάξης κεντρί-προσκλητήριο για τα ενδότερα (η πολυμορφία έχει ήδη εξηγηθεί από το γεμάτο πληροφορία εξώφυλλο της Ιφιγένειας Λιάγγη). Εκεί όπου και στο contemporary πεδίο θα ασκηθεί, μαζί με τους Κωστή Χριστοδούλου (πιάνο), Δημήτρη Παπαδόπουλο (τρομπέτα), Γρηγόρη Θεοδωρίδη (μπάσο) και Δημήτρη Κλωνή (ντραμς), βρισκόμενος σε συγχρονισμό με τη διεθνή σκηνή, μα κουβαλώντας τα εφόδια πολλαπλών περιόδων, τύπων και ιδεών. Δεν είναι λίγο να έχεις επτά συνθέσεις με χαρακτήρα, μεστές και με σαφή υπογραφή από τις πρώτες νότες. Κανένα μπέρδεμα, ουδεμία ασάφεια στις κλιμακώσεις του Κασέτα, οι φράσεις είναι καίριες κι ευθύβολες. Έχει στη φαρέτρα του ως μεθοδολογία τον αμερικάνικο τρόπο, μα κι άλλα πολλά.
Το βασικό στην υπόθεση του Far, είναι πως δεν αποπροσανατολίζει, πως δεν χρειάζεται ένα φιλολογικό περιτύλιγμα, σαν όλες αυτές τις πολυφορεμένες spam-αραστικές μεσιτείες που διαβάζεις σε δελτία τύπου για να γεμίσουν τα κενά. Ακούγοντας λχ το καταληκτικό ομότιτλο, σκεφτόμουν τι διαστάσεις θα έπαιρνε στα χέρια μιας νεόκοπης spiritual μεγαλόσχημης ενορχήστρωσης και εκτιμώ ακόμη περισσότερο την τιμιότητα της οικονομίας που επέδειξε τελικώς καθόλη τη διάρκεια του δίσκου, βαστώντας είτε το τενόρο είτε το βαρύτονο σαξόφωνο.
Ακούγοντας το -υποκειμενικά ήδη αγαπημένο- σβηστό bluesy “Bad Trip In Venice” (που σε ένα άλλο σύμπαν θα το έπαιζαν ο Κασέτας μαζί με τον Teddy Edwards, ενόσω ο Tom Waits θα εξιστορούσε μια από τις παραβολές του), μιας και ο Κασέτας συμμετέχει στο project Barakos Orchestra, ενώνω δύο απόσπασματα μιας κριτικής του συγχωρεμένου Γιώργου Μπαράκου για δύο μεταθανάτιες κυκλοφορίες του Clifford Brown από το τεύχος 5 του περιοδικού Τζαζ (Δεκέμβριος,1978), για τον δισκοκριτικό επίλογο του Far. «Οι φράσεις του είναι ρευστές, πλούσιες και καλοτακτοποιημένς, χωρίς να θυσιάζεται η έξαψη του απρόπτου (…) ένα αισθητικά ισορροπημένο σύνολο δυναμισμού και λυρισμού».