Η μουσική φιγούρα που ακούει στο όνομα Panda Bear (ή Noah Lennox, όπως είναι το πραγματικό του όνομα) φαντάζει πλέον βγαλμένη από μια πολύ μακρινή εποχή. Μια εποχή όπου τα μουσικά blogs κυριαρχούσαν και έχριζαν νέους διαδόχους στην indie αυτοκρατορία, η αναβίωση της sunshine pop της δεκαετίας του 1960 ερχόταν φορτσάτη να παράσχει μια διαφορετική επιλογή κόντρα στις σαρωτικές αναβιώσεις του post-punk και του garage και η εναλλακτική μουσική κοινότητα πίστευε πως οι Animal Collective είχαν έρθει για να αλλάξουν τη μουσική.
Μια 20ετία μετά, βέβαια, όλα αυτά έχουν ανατραπεί. Τα social media χορεύουν πάνω στα νεκρά (και αποσυντεθειμένα) πτώματα των blogs, το indie επιβιώνει οριακά χάρη στο TikTok, τα reels του Ιnstagram και τις λίστες του Spotify, ενώ η επιρροή των Animal Collective έσβησε μέσα στα πρώτα 2-3 χρόνια από την κυκλοφορία του Merriweather Post Pavillion (2009).
Υπό αυτό το πρίσμα, η μουσική του Panda Bear το 2025, μοιάζει παρωχημένη στα όρια του γραφικού έτσι όπως παραμένει πιστή στη γνωστή φόρμουλα: ηλιόλουστη ψυχεδέλεια και φωνητικές αρμονίες α λα Brian Wilson, απλές, σχεδόν παιδικές μελωδίες, μονότονα ρυθμικά μοτίβα που επαναλαμβάνονται στο διηνεκές και χρήση reverb με τη σέσουλα, λες και το τραγούδι του αντηχεί μέσα από κάποια ξεθωριασμένη φωτογραφία από τα πρώτα χρόνια του έγχρωμου φιλμ. Ο ήχος του νέου αυτού δίσκου είναι ίσως πιο καθαρός αυτή τη φορά και η όλη παραγωγή πιο οργανική και «rock» απ’ ό,τι συνήθως, όμως στον πυρήνα της η συνταγή είναι ίδια και απαράλλαχτη.
Κι όμως, μέσα στην προβλεψιμότητά του και παρά την αδυναμία του να εξελιχθεί με τρόπο αναζωογονητικό, ο Lennox έχει καταφέρει να επανέλθει σε φόρμα, παρουσιάζοντας τον καλύτερό του δίσκο εδώ και μια δεκαετία. Λίγο η ανάλαφρη διάθεση και η προσβασιμότητά του (είναι μάλλον ό,τι πιο “pop” έχει κυκλοφορήσει ποτέ), λίγο οι μελωδίες του που είναι καλογραμμένες και ζουμερές, λίγο το στιχουργικό περιεχόμενο που σκάβει πιο βαθιά, το Sinister Grift παρουσιάζει ενδιαφέρον που ανάλογό του έχουμε να συναντήσουμε από το 2015 και το Panda Bear Meets The Grim Reaper.
Στα highlights του δίσκου οπωσδήποτε κατατάσσονται το άνοιγμα και το κλείσιμό του. Το “Praise”, με την καλοκαιρινή ανεμελιά και τη feelgood ζωηράδα του, ταιριάζει γάντι σε ηλιόλουστα φεστιβαλικά σκηνικά, ενώ το “Defense” (στο οποίο συμμετέχει και η πολυσυζητημένη underground star της περσινής χρονιάς Cindy Lee) δεν μπορείς παρά να το θαυμάσεις για το πώς καταφέρνει να δημιουργήσει μια εθιστική λούπα με τα απλούστερα των υλικών –με εξαίρεση το κιθαριστικό solo, το υπόλοιπο κομμάτι θα μπορούσε να δοθεί ως άσκηση σε μουσικούς σπουδαστές της δεύτερης εβδομάδας. Την ίδια στιγμή, η παρουσία της κόρης του Noah Lennox, Nadja, η οποία τραγουδάει στα Πορτογαλικά, κάνει το “Anywhere but Here” ξεχωριστό, ενώ τα “Ends Meet”, “Just as Well” και (ιδιαίτερα το) “Venom’s In” επίσης αξίζουν μια αναφορά για τις όμορφες μελωδίες τους.
Ας είμαστε ψύχραιμοι και ας μην αγοράζουμε τις υπερβολές που γράφονται και λέγονται: το Sinister Grift δεν αποτελεί κάποιου είδους αποκάλυψη, ούτε δίσκο που θα προσελκύσει ανθρώπους που είναι ήδη αρνητικά προδιατεθειμένοι προς τη δημιουργική προσέγγιση του Panda Bear. Είναι όμως ένας δίσκος αυθεντικός και καλοστεκούμενος, που θα ικανοποιήσει τους fans και θα τονώσει μια δισκογραφία η οποία είχε χάσει το momentum της. Αν δεν είχε κυκλοφορήσει και τόσο ετεροχρονισμένα, ενδεχομένως να ήταν και σημαντικός.