Από το 2000 και μετά, βιώνουμε μια ιδιότυπη πραγματικότητα, που θέλει την εναλλακτική μουσική να βασίζεται σε δύο πυλώνες, αντιδιαμετρικά τοποθετημένους: αυτόν της αναβίωσης κι εκείνον του πειραματισμού. Την ίδια στιγμή που το mainstream κατρακυλάει στον βούρκο του επιφανειακού και του εφήμερου, η εναλλακτική μουσική –εμφανώς λιγότερο εμπνευσμένη από ποτέ– πασχίζει να κρατηθεί απ' όπου μπορεί για να επιβιώσει, έστω και περιθωριοποιημένη από τη μάζα, επιλέγοντας έναν από τους δύο δρόμους.
 
Ο ρόλος της τεχνολογίας στο σκηνικό αυτής της εσωτερικής πόλωσης είναι συγκεκριμένος. Η επιβολή του ίντερνετ στη μουσική βιομηχανία οδήγησε σε μια πρωτοφανή αύξηση των ερεθισμάτων, με πρόοδο γεωμετρική, δίνοντας το πράσινο φως της αυτοπροβολής τόσο σε αναβιωτές, όσο και σε πειραματιστές, που υπό άλλες συνθήκες μπορεί να μην είχαν καταφέρει να περάσουν μέσα από τα άλλοτε στενά φίλτρα των δισκογραφικών. Ιδιαίτερα το αχανές στρατόπεδο των πειραματιστών, αυτό που συχνά προτάσσει την εγκεφαλική αντιμετώπιση της μουσικής δημιουργίας έναντι των αφετηριών συναισθηματικής φύσεως, υποφέρει εδώ και μερικά χρόνια από μια υπερσυσσώρευση χρυσών (ή μη) μετριοτήτων, οι οποίες, στο όνομα της DIY αυτοέκφρασης, αγνοούν το ένζυμο που εδώ και αιώνες καθιστά τη μουσική γοητευτική: την αρμονία.
 
Εκεί ακριβώς εντοπίζεται, κατά την ταπεινή μου άποψη, η σημασία καλλιτεχνών όπως ο Panda Bear. Πειραματιστών, δηλαδή, οι οποίοι εισχωρούν βαθιά στη μουσική παρακαταθήκη των ηρώων τους (εν προκειμένω του Brian Wilson), την εκμοντερνίζουν, την κόβουν και την ράβουν στα μέτρα τους και την περνάνε μέσα από τα προσωπικά, παραμορφωτικά τους φίλτρα, χωρίς να ακυρώνουν τον παράγοντα «μουσικότητα». Και τελικά την παραδίδουν σε μια συσκευασία που φέρει τη δική τους και μόνο ηχητική υπογραφή, αλλά και τη χρονική σφραγίδα της εποχής τους. Τέτοιοι είναι η tUnE-yArDs και οι Dirty Projectors, τέτοιοι ο James Blake και η St. Vincent, τέτοιοι οι Deerhunter του Halcyon Digest, τέτοιος και ο Panda Bear. Και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι όλοι τους μας έχουν χαρίσει καταπληκτικούς δίσκους κατά καιρούς.
 
Το Panda Bear Meets The Grim Reaper συνεχίζει λοιπόν το σερί καλών κυκλοφοριών του Noah Lennox, κρατώντας ψηλά τον πήχη, παρά το ότι κάπως διαφοροποιείται ηχητικά από τους προκατόχους του. Ο καλλιτέχνης δεν εξερευνά, ακριβώς, νέα εδάφη εδώ· ούτε και χώνεται βαθύτερα στους νεο-ψυχεδελικούς λαβυρίνθους των τελευταίων του κυκλοφοριών. Απεναντίας, γίνεται κατά τι πιο ανάλαφρος, ενίοτε πιο γκρουβάτος και σίγουρα πιο ποπ. Καθιστά τον ήχο του πιο προσιτό, χωρίς να κάνει εκπτώσεις στην ποιότητα, να αλλοιώνει την ταυτότητα ή να χάνει τη μοναδικότητά του. Όσο οι ακαταμάχητες φωνητικές αρμονίες βρίσκονται στη θέση τους, εξάλλου, όλα βαίνουν καλώς.
 
Ο Panda Bear βαδίζει πια αγέρωχα στα μονοπάτια της χιπ χοπ και funk ρυθμολογίας, αλλά η σημαία της ελεγχόμενης αποδόμησης της ποπ αρμονίας εξακολουθεί να κυματίζει αδιαπραγμάτευτα σε οτιδήποτε υπογράφει. Αυτή η διασταύρωση των δύο αξόνων –γύρω από τους οποίους περιστρέφεται, πλέον, η τραγουδοποιία του– έχει να επιδείξει εκπληκτικά αποτελέσματα σε κομμάτια όπως τα "Crosswords" και "Come To Your Senses", που αποτελούν και τα προσωπικά αγαπημένα μέσα εδώ. Θα τολμούσα μάλιστα να ισχυριστώ ότι ξεχωρίζουν ακόμα και ανάμεσα στο σύνολο της δισκογραφίας του. Στην ίδια λογική κινούνται και τα δύο, μέχρι στιγμής, singles "Mr Noah" και "Boys Latin", όπως και το "Principe Real", όλα τους, βέβαια, με λιγότερο εκθαμβωτικά αποτελέσματα σε σχέση με τα πρώτα δύο.
 
Στον αντίποδα, ο δίσκος περιέχει και μια ομάδα πιο «αιθέριων» κομματιών, που στερούνται πλήρως ρυθμικού σκελετού. Το σπουδαιότερο από αυτά είναι το "Tropic Of Cancer", τραγούδι στοιχειωμένο από τον θάνατο του πατέρα του Lennox από καρκίνο. Τα αρμονικά παιχνίδια στο ρεφρέν πιάνουν τον ακροατή απροετοίμαστο και ακτινοβολούν ευφυΐα, του είδους που δεν συναντάει συχνά κανείς στην ποπ. Στο ίδιο ύφος και το άμορφο –μα όμορφο– "Lonely Wanderer", όπως και το υπόγεια δραματικό "Selfish Gene".
 
Εν ολίγοις, είναι πραγματικά ευχάριστο το γεγονός ότι ο Panda Bear, με περισσότερα από 15 χρόνια δισκογραφικής δραστηριότητας στην πλάτη του, παραμένει εναρμονισμένος με την εποχή και καταφέρνει για μία ακόμη φορά να γράψει έναν από τους δίσκους της χρονιάς, κατά την ταπεινή μου άποψη –το θεωρώ μάλιστα βέβαιο ότι η ετυμηγορία των λιστών του Δεκεμβρίου θα τον αναδείξει αρκετά ψηλά. Μπορεί να μην είναι πολύ προφανές το συναισθηματικό εκτόπισμα του Panda Bear Meets The Grim Reaper και ίσως ως άκουσμα να απευθύνεται σε πολύ συγκεκριμένα γούστα, αλλά είναι ό,τι πιο ουσιαστικό έχει παρουσιαστεί στον χώρο της πειραματικής ποπ, εδώ και αρκετό καιρό. Είναι δίσκος απολαυστικός, έως και εθιστικός, από έναν εκ των ελάχιστων πειραματιστών της ηλεκτρονικής σκηνής που μπορεί –και θέλει– να λειτουργεί ως συνθέτης. 
 
Αφιερώστε του χρόνο, αφεθείτε στο χρωματιστό, ψυχεδελικό σύμπαν του Panda Bear και θα νιώσετε την ικανοποίηση μιας άτυπης πνευματικής επαφής με ένα από τα πιο δημιουργικά μυαλά της σύγχρονης εναλλακτικής μουσικής.
 

{youtube}prBaZzYmQrI{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured