Δεν είναι και λίγο να κουβαλάς στις πλάτες σου 25 χρόνια καριέρας και να είσαι, ακόμα και τώρα, παρούσα στην επικαιρότητα. Κάτι τέτοιο απαιτεί περισσότερα πράγματα από απλό ταλέντο: θέλει μπόλικο κόπο, επιμονή, αντοχή στις κάθε λογής δυσκολίες, ευελιξία, δημόσιες σχέσεις και φυσικά μια διάθεση για εξερεύνηση νέων οριζόντων μέσα στην πορεία του χρόνου. Πλέον, άλλωστε, η Mary J. Blige δεν είναι εκείνο το κορίτσι με τη σκοτεινή πλευρά και την αλητεία του Μπρονξ, όπου και μεγάλωσε, που βλέπαμε στο εξώφυλλο του What’s The 411?. Όπως και η χρονολογία δεν είναι πλέον 1992, αλλά 2015. Και οι συνεργασίες του τότε –με ράπερς σαν τον Grand Puba, τον Keith Murray και τους Smif-N-Wessun– έχουν δώσει τη θέση τους σε μεγάλα ονόματα της ποπ, σαν την Emeli Sandé, τον Sam Smith και τους Disclosure· κάτι που δείχνει βέβαια και τη γενικότερη στόχευση της τραγουδίστριας του τώρα, σε σχέση με το ξεκίνημά της.
Αυτό πάντως δεν σημαίνει πως το τελικό προϊόν του πρόσφατου άλμπουμ της είναι (κατ’ ανάγκη) κατώτερο από τα πρώτα της δισκογραφικά τέκνα. Απλά η Νεοϋορκέζα σταρ παίζει μπάλα σε διαφορετικό γήπεδο –πιο μεγάλο, πιο φωτεινό, με πολύ μεγαλύτερο πλήθος θεατών. Κάτι που παραμένει ίδιο, όμως, είναι πως εξακολουθεί να κάνει καλά τη δουλειά της, τόσο ερμηνευτικά, όσο και στις μουσικές της επιλογές. Είχε φανεί εξάλλου η πρόθεση της να ανοιχτεί σε νέα ακούσματα ήδη από την περσινή της συνεργασία με τους Disclosure, στο ρεμίξ του "F For You". Το βρετανικό ντουέτο συμμετέχει έτσι στο The London Sessions σε δύο τραγούδια, φέρνοντας μαζί τον χαρακτηριστικό νεο-garage ήχο του, αλλά η επιρροή τους φαίνεται να έχει απλωθεί και στον υπόλοιπο δίσκο.
Βέβαια, μια τέτοια επιρροή δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή, μιας και το άλμπουμ ξεκινάει με μπαλαντοειδή διάθεση και ρυθμούς μάλλον χαλαρούς. Το “Therapy” κάνει μια καλή εισαγωγή στο όλο εγχείρημα, με τον smooth χαρακτήρα του, έστω κι αν δεν εντυπωσιάζει. Το “Doubt”, που ακολουθεί, δείχνει απεναντίας πομπώδες, αλλά τελικά και χαλιναγωγείται και δεν απογειώνεται ποτέ σε κάτι πιο εντυπωσιακό. Τα δυο επόμενα πάλι τραγούδια οριοθετούν το σημείο όπου η Blige κινδυνεύει να χάσει τους νεότερους οπαδούς: απαλές μελωδίες, πολυακουσμένα μοτίβα και μια γεροντίστικη αύρα που, τι να λέμε τώρα, κουράζει.
Κάπου εκεί είναι λοιπόν που κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση στα παραγωγικά credits οι Disclosure, με το “Right Now”· αρπάζοντας έτσι αυτά τα London Sessions από το χέρι και βάζοντάς τα σε κίνηση. Το “My Loving”, στη συνέχεια, διαθέτει μεν 1990s house αισθητική, από μέσα του όμως αναβλύζει μια φρεσκάδα και δίψα για ζωή. Το “Long Hard Look” φέρνει μαζί του ωραίες μπασογραμμές, χαρακτηριστικά mid-tempo beats και μια λαχταριστή τραγουδιστική μελωδία, ενώ το “Pick Me Up” μπλέκει τον ήχο των πνευστών με έναν «σπασμένο» ρυθμό σε 4/4. Πιο κάτω, το “Follow” κουβαλάει ένα κύμα από αστραφτερά synths, μα κι έναν beat οδηγό, ο οποίος εθίζει τον ακροατή στη στιγμή. Ακόμα όμως και οι χαλαρότερες στιγμές, όπως λ.χ. το “Whole Damn Year” ή το “Nobody But You” (με τα υπέροχα πλήκτρα του), για κάποιον λόγο δεν μοιάζουν μεσόκοπες, όπως αυτές του ξεκινήματος του δίσκου: αποδεικνύονται και σύγχρονες και θελκτικές.
Ερμηνευτικά τα λόγια είναι βέβαια περιττά για μια φωνή της κλάσης της Mary J. Blige. Η οποία, αν και δεν βρίσκεται στα ύψη όπου κατοικούσε παλιότερα, εντούτοις δεν παύει να αποτελεί εγγύηση, τόσο εκτελεστικά, όσο και στον τομέα της χαρακτηριστικότητας. Το London Sessions το κερδίζει λοιπόν το ενδιαφέρον, έστω κι αν η εκκίνησή του προϊδέαζε για ένα άλμπουμ κατασκευασμένο για τον 50άρη μουσικόφιλο, παρά για τα νεανικά αυτιά. Ευτυχώς για εκείνο, κάπου μεσοπέλαγα σημειώνεται μια αλλαγή πλεύσης, η οποία το οδηγεί σε περιοχές πιο ενθουσιώδεις, ενεργητικές και ηλιόλουστες. Καταφέρνοντας έτσι να θέλξει και τον μεσήλικα, αλλά και το παιδί του.
{youtube}SuEwG1rhDtc{/youtube}