Ήταν σε όλες τις hype και next big things λίστες του 2024, ως οι νέοι εκπρόσωποι του ανεξάρτητου βρετανικού ήχου που έχουν τα φόντα να κρατήσουν ψηλά τη σημαία της υβριδικής άνθισης του post – punk όπως τη βιώνουμε και την ακούμε την τελευταία δεκαετία ως ένα από τα καθοριστικά μουσικά συστατικά της. Η συνταγή πάνω κάτω γνωστή από ουκ ολίγα συναφή σύγχρονα σχήματα από το Νησί: μια ντουζίνα μουσικών αναφορών στο blender, επιμελώς ατημέλητο punk attitude, τρέλα και παράνοια, χάος και θόρυβος, έκρηξη πάνω στην έκρηξη, live που καταλήγουν σε ό, τι πιο κοντά σε «ξύλο» θα μπορούσε να δει στα όνειρά της η indie σκηνή που ακόμα να ξεκολλήσει από πάνω της τις διαχρονικές ρετσινιές του «φλώρου». Με τις φήμες που κυκλοφορούν γύρω από το όνομά τους λοιπόν να συνοψίζονται στο απολαυστικό χάος που δημιουργούν πάνω και κάτω από τη σκηνή το σχήμα από το Νότιο Λονδίνο, στην πρώτη του απόβαση στην Ελλάδα, στο Ρομάντσο, στο πλαίσιο της πρώτης του μεγάλης περιοδείας “Woof.” tour, δικαίωσε αν μη τι άλλο τις προσδοκίες αποδεικνύοντας ότι πράγματι είναι σοβαροί υποψήφιοι για τις next best gig κορυφές που πρωθύστερα «συμβαίνουν τώρα». Γιατί γιατί να αναβάλλεις για αύριο αυτό που μπορείς να κάνεις σήμερα.
Παρόλα αυτά στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία το live των Fat Dog πέρασε κάτω από τα ραντάρ των «ψαγμένων» φυλών της πόλης με τη σκηνή του Ρομάντσο να είναι «άνετη» κατά σχετικά σπάνιο τρόπο και το κοινό να αποτελείται ως επί το πλείστον από τους σεσημασμένους λαϊβάκηδες και λάτρεις της νέας βρετανικής σκηνής. Κανένα πρόβλημα με αυτό, το live των Fat Dog αποδείχτηκε ότι απαιτούσε κάθε διαθέσιμο ελεύθερο χώρο, κι άλλωστε κάτι μας λέει ότι πολύ σύντομα θα είναι πάλι εδώ, σε πολύ μεγαλύτερο venue και δεν θα πέφτει καρφίτσα.
To support act του XVIV έστρωσε καλό lead – in με ένα βιομηχανικό, dark synth ηλεκτρονικό set και απόκοσμα, δυστοπικά punk φωνητικά τίμησε την παράδοση της Geheimnis Records και καταχωρήθηκε σε νοερές και μη λίστες των περευρισκόμενων για περαιτέρω ψάξιμο.
Λίγο μετά τις δέκα είχε έρθει η ώρα των Fat Dog που πήραν θέσεις ξεκινώντας να πυροβολούν με το “Vigilante” παίρνοντας μια αυτοσχεδιαστική φόρα για να απογειώσουν το Ρομάντσο και τον κόσμο του με ένα πολλών οκτανίων σερί με το "All the Same”, “King of the Slugs” και “Clowns”.
Ο frontman Joe Love δεν άργησε να πετάξει τα sliders του για να φλεξάρει το trend των αταίριαστων καλτσών και να επιδοθεί με καλύτερη γείωση στο δαιμονισμένο του act, με το μισό να εξελίσσεται εκτός σκηνής, σε ένα αυτοσχέδιο mosh pit, με τον Love να χορεύει κατά στιγμές ταγκό με κάποιον από το κοινό ή να φορτώνει κάποιον άλλον στον ώμο σαν ένας θεότρελος αντι-ποιμένας από κάποια παράλληλη, εξίσου θεότρελη διάσταση. Συμπαραστάτης σε αυτήν την textbook catchy διάδραση με το κοινό o Chris Hughes που έκοψε κι αυτός τις βόλτες του ανάμεσα στο κοινό και έδωσε μερικά παραγγέλματα για squats ενώ αργότερα και ενώ ο Joe Love κήρυττε τα αλλοπρόσαλλα Fat Dog ευαγγέλια του περιτριγυρισμένος από indie ξυλίκι, δεν δίστασε να πάρει καμιά δεκαριά πουσάπς, εφαρμόζοντας όλη τη γνώση από τα ταχύρρυθμα IDLES μαθήματα. Εντωμεταξύ, οι Jacqui Wheeler με την εξαιρετική του δουλειά στο μπάσο και ο ντράμερ Johnny “Doghead” Hutch έστω και χωρίς τη μάσκα του σκύλου κρατούσαν τα ρυθμικά μπόσικα επί σκνής με τα “Pray to That”, “Bad Dog”, “Peace Song” και “Wither” να συνεχίζουν να δίνουν γκάζια και τον κόσμο να χοροπηδάει ασταμάτητα με αυτό το αταξινόμητο μίγμα από post – punk, electro, ska και klezmer. Έτσι για να θυμούνται οι παλιοί τα νιάτα τους και το ορθόδοξο ξύλο στα λιβάδια των Ska-P και των Gogol Bordello και να ανακαλύπτουν οι νεότεροι μια φρέσκια εκδοχή αυτού του απελευθερωμένου, απολαυστικού «κοπανήματος», προσαρμοσμένη στα νέα ήθη της μετα-χιπστερικής λονδρέζικης μόδας και αισθητικής.
Πενήντα λεπτά (μόλις αλλά και έναν μόλις δίσκο έχουν βγάλει μέχρι στιγμής οι Fat Dog) πέρασαν, πολύ εύλογα, σαν νερό αλλά και πολύ παραπάνω να ήταν, πολύ γρήγορα θα πέρναγαν και πάλι. Το “Fuck Urself” έκλεισε θριαμβευτικά το set σκορπώντας euro trance pop (!) νότες στον αέρα και κάνοντας μας να σκεφτούμε πόση πλάκα αλλά και ενδιαφέρον θα είχε να έστελνε το Ηνωμένο Βασίλειο τους (κάθε) Fat Dog στη Eurovision.
Με τη Morgan Wallace να μαζεύει το σαξόφωνο στη θήκη της ήταν φανερό ότι ένα encore δεν ήταν στο μενού οπότε η έξοδος και τα πηγαδάκια στην Αναξαγόρα ήταν μονόδρομος. Tο συμπέρασμα ομόφωνο. Αυτό ήταν ένα live κομμένο και ραμμένο για το Ρομάντσο, με μια μπάντα από αυτές που αν δεν υπήρχε θα έπρεπε ο χώρος αυτός να την εφεύρει. Κοινώς σε έναν ιδανικό μουσικό και αθηναϊκό κόσμο οι Fat Dog θα έπρεπε να είναι η resident band του Ρομάντσο. Woof!