Στο μουσικό folder του μυαλού μου, υπάρχει ένας φάκελος που λέγεται «Τραγούδια-αρώματα». Είναι εκείνα που από την πρώτη τους νότα (ακριβώς όπως οι νότες μερικών αρωμάτων) με γυρίζουν σε συγκεκριμένο χωροχρόνο, με αυτόν τον τρόπο τον αναπάντεχο και ξαφνικό που σε καταλαμβάνει εξαπίνης. Το “Take Me Out” είναι σίγουρα ένα από αυτά. Ένας ήχος του αρκεί για να τηλεμεταφερθώ στις αρχές των 00s, τότε που αυτός ο ύμνος έπαιζε σε κάθε μπαρ αυτής της (χαρούμενης, τότε) πόλης, το singalong δεν είχε ακόμα ποινικοποιηθεί ως “uncool”, όλοι μας κάναμε όνειρα και κανείς μας δεν είχε προβλήματα. Το ντεμπούτο των Franz Ferdinand την ίδια χρονιά (2004) θα κέρδιζε το Mercury Prize, μια υποψηφιότητα για Grammy και αμέτρητους fans σε όλον τον κόσμο, οι οποίοι συνέχισαν να ακολουθούν και να παρακολουθούν το γκρουπ σε κάθε του βήμα από εκεί και έπειτα.
Επιστροφή στο σήμερα. Είναι αρχές Δεκεμβρίου του 2024, έχουν περάσει είκοσι ολόκληρα χρόνια από εκείνο το singalong στιγμιότυπο κι εγώ έχω στηθεί μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή μου περιμένοντας να εμφανιστεί μπροστά μου ο Alex Kapranos -σουρεάλ πραγματικότητα που μου φέρνει ένα κάποιο καρδιοχτύπι. Θα είναι μόνος του ή με κάποιον υπεύθυνο PR; Θα έχει όρεξη ή θα μου απαντάει μονολεκτικά; Θα καταλαβαίνω την σκωτσέζικη προφορά του; Πώς θα αποφύγω τις γραφικότητες για την ελληνική καταγωγή του όταν έχω μόλις ολοκληρώσει την προακρόαση του έκτου άλμπουμ της μπάντας, The Human Fear (κυκλοφορεί από σήμερα 10/1 στην Domino) και γνωρίζω πως ένα από τα κομμάτια του δίσκου είναι ένα ρεμπέτικο (!) με στίχο στα αγγλικά αλλά και τα ελληνικά (!);
Ανατροπή. Ο Alex εμφανίζεται στην οθόνη μόνος, κεφάτος, χαμογελαστός και (συγκινητικά για το επίπεδο διασημότητάς του) προσηνής. Πίσω του δεσπόζει ένας πίνακας απροσδιόριστης (ιστορικής;) θεματικής και ο μόνος ήχος που ακούγεται από το διπλανό δωμάτιο είναι οι φωνούλες ενός μωρού.
«Σου μιλάω από Παρίσι. Εδώ μένω πλέον. Η γυναίκα μου είναι Γαλλίδα και, υποθέτω, το ίδιο και το αγοράκι μου!»
Όλα αυτά τα γνωρίζω, μα νόμιζα πως δεν θα ήθελε να τα θίξει καν. Νιώθω αμέσως άνετα και αφήνω τον αυθορμητισμό μου να οδηγήσει την κουβέντα. «Κοίτα», του λέω «Θα είμαι ειλικρινής. Είχα στήσει τις ερωτήσεις μου και τη ροή αυτής της συνέντευξης, αλλά σήμερα το πρωί άκουσα δυο φορές το νέο σας άλμπουμ και τώρα το μόνο για το οποίο θέλω να σε ρωτήσω -για την ακρίβεια θέλω να μάθω τα πάντα για αυτό- είναι το “Black Eyelashes”!»
Σκάει στα γέλια, «Ρώτα με ό,τι θέλεις!» μου λέει και ξεκινάω από τα βασικά.
Μετά την επιτυχία του πρώτου άλμπουμ, το 2004, σκεφτόσουν καθόλου «άραγε πού θα βρίσκομαι 20 χρόνια μετά;»
Δεν σκεφτόμουν τίποτα απολύτως! Μετά βίας μπορούσα να σκεφτώ τι θα συνέβαινε δύο μέρες μετά. Όλα όσα συνέβησαν εκείνη την εποχή, έγιναν πολύ ξαφνικά και το συναίσθημα ήταν κάπως αδιαχείριστο. Όταν το πρώτο άλμπουμ απογειώθηκε, όλα στη ζωή μας άλλαξαν. Ξέρεις, όταν γράφεις τραγούδια και συναντιέσαι με τους φίλους σου και στήνεις ένα συγκρότημα, στο πίσω μέρος του κεφαλιού σου υπάρχει ένα μέρος του εαυτού σου που πιστεύει ότι αυτή είναι η καλύτερη μουσική που έχει γραφτεί ποτέ και περιμένεις πώς και πώς να την μοιραστείς με τον κόσμο. Υπάρχει όμως και ο ρεαλιστής μέσα σου που θα σκεφτεί «Σιγά, κανείς δεν πρόκειται να το αγοράσει, άντε να πουλήσουμε 200 αντίτυπα, αν είμαστε καθόλου τυχεροί». Οπότε, όταν ο δίσκος απογειώθηκε, δεν ήμουν καθόλου έτοιμος για αυτό, για να είμαι ειλικρινής. Επειδή, λοιπόν, εκείνη την εποχή όλα ήταν τόσο ξέφρενα και ασχολούμασταν με τα πράγματα καθώς μας έρχονταν, δεν σκεφτόμουν καθόλου το μέλλον. Με απασχολούσε αποκλειστικά το παρόν για πολύ, πολύ καιρό, τουλάχιστον έναν χρόνο, ίσως και παραπάνω. Όταν πια τελειώσαμε την περιοδεία και του δεύτερου άλμπουμ στα τέλη του 2006, τότε μου δόθηκε η ευκαιρία να σταματήσω και να σκεφτώ το μέλλον -και αυτή η σκέψη μου ήταν αδιαχείριστη. Δεν τα πηγαίνω πολύ καλά, γενικά, με αυτό. Δεν σκέφτομαι το μέλλον ιδιαιτέρως και δεν μου αρέσει να σκέφτομαι ούτε το παρελθόν. Δεν είμαι από αυτούς τους ανθρώπους που φτιάχνουν σχέδια και λένε, σε πέντε χρόνια, θα πετύχω το τάδε. Απλά υπάρχει μια συνεχής ροή, που προχωρά συνέχεια προς τα εμπρός. Δουλεύω συνέχεια πάνω σε διάφορα τραγούδια, πάνω σε διάφορες ιδέες, χωρίς να γνωρίζω ποιο ακριβώς θα είναι το σχήμα τους -και όσο προχωράει η δουλειά, αρχίζουν και παίρνουν πιο συγκεκριμένη μορφή. Κι αυτό το άλμπουμ που μόλις φτιάξαμε, για παράδειγμα, δεν είχα ιδέα πότε θα έβγαινε. Δεν είχα ιδέα πόσο καιρό θα έπαιρνε, απλώς ήθελα να το φτιάξω.
Πήρε πολύ;
Θα μπορούσε να είναι έτοιμο πολύ νωρίτερα, αλλά οι συνθήκες καθυστέρησαν την κυκλοφορία του. Μερικά από τα τραγούδια του δίσκου τα δούλευα ήδη πριν την κυκλοφορία του προηγούμενου άλμπουμ (Always Ascending,Domino, 2018). Κάποιες πρώτες πρώιμες εκδοχές του “Night or day”, σκέψου, ηχογραφήθηκαν τότε, για να συμπεριληφθούν σε εκείνον τον δίσκο, αλλά δεν πρόλαβα να τελειοποιήσω το track. Στο μεταξύ, η δισκογραφική ήθελε πολύ να βγάλουμε και ένα greatest hits album, το Hits to the Head (Domino, 2022), και το 2020 πάνω που σχεδιάζαμε τον προγραμματισμό έσκασε η πανδημία, μετά σταμάτησαν οι περιοδείες, εγώ κόλλησα covid -άσε, ας μην τα συζητάμε όλα αυτά!
Σκεφτόμουν. Έχεις κλείσει πια τα 50… Το ίδιο και τα μέλη των Blur ή των Oasis. Δεν συγκρίνω, αλλά θα ήθελα να μάθω τι παραμένει κίνητρο για όλους εσάς -και εν προκειμένω για εσένα- για να συνεχίσεις να κάνεις μουσική. Η ανάγκη για καλλιτεχνική έκφραση; Οι fans; Η χημεία ανάμεσα στα μέλη του γκρουπ; Ή μήπως είναι απλά η δουλειά σου και ο τρόπος που βγάζεις χρήματα;
Εγώ δεν το είδα ποτέ ως δουλειά. Αντιθέτως, αρχικά η μουσική ήταν αυτό για το οποίο έπρεπε να έχω μια δουλειά να το χρηματοδοτεί! Δούλευα σε κουζίνες ή εστιατόρια ή έκανα τον ντελίβερι για να μπορώ να κάνω τη μουσική μου, κατάλαβες τι λέω; Γράφω τραγούδια από την πρώιμη εφηβεία μου. Αυτό κάνω. Αυτός είμαι. Δεν μπορώ να το σταματήσω. Και παρόλο που νόμιζα πως θα παρέμενα τελείως underground, δεν σταμάτησα ποτέ, ακόμα και όταν με γνώριζαν μόνο 200 άτομα, ακόμα και τότε το ήθελα πολύ. Νομίζω αυτό είναι ίσως ενδεικτικό του πώς νιώθει ένας «καλλιτέχνης», όχι μόνο ένας μουσικός. Υπάρχει ένα τραγούδι στο πρώτο μας άλμπουμ, το "Come On Home", που σε κάποιο σημείο λέει So I'm dissatisfied, I love dissatisfied/ I love to feel as though it's more than I need. Όταν το έγραφα αυτό, συνόψιζα στην ουσία πώς ένιωθα δημιουργικά. Και έτσι νιώθω ακόμα. Πάντα νιώθω ότι δεν έχω κάνει ακόμα την καλύτερή μου δουλειά. Και νομίζω ότι αυτό είναι που σε κάνει να προχωράς. Είναι η αίσθηση του «Αχ, διάολε, δεν έχω φτάσει ακόμα εκεί που θέλω». Νομίζω ότι όταν το χάσεις αυτό, τότε είναι καιρός να διαλύσεις την μπάντα και να καθίσεις αναπαυτικά στον καναπέ σου και να απολαύσεις τη ζωή. Εγώ ποτέ δεν απόλαυσα την εύκολη ζωή. Πώς να στο πω, δεν είμαι ο άνθρωπος που μπορεί να χαλαρώσει πολύ εύκολα σε μια παραλία. Δηλαδή αν έχω ελεύθερο χρόνο, χρόνο να χαλαρώσω, προτιμώ να αρχίσω να φτιάχνω μουσική. Αυτό μου αρέσει να κάνω. Αλήθεια, αυτό μου αρέσει να κάνω!
Το artwork του The Human Fear είναι εμπνευσμένο από το έργο της Dóra Maurer "Seven Twists"
Ας μιλήσουμε λίγο για το νέο άλμπουμ. Λέγεται The Human Fear καιι σε μια ανάρτησή σας στο Instagram διάβασα την ατάκα σου “A life without fear is a life asleep”. Για ποιον «ανθρώπινο φόβο» μιλάς λοιπόν; Κι εσύ; Τι φοβάσαι;
Ο τίτλος του δίσκου προέρχεται από το τραγούδι “Hooked”. Είναι ο πρώτος στίχος, όπου τραγουδάω I’ve got the fear, I’ve got the human fear. Λοιπόν τι έγινε. Δεν έχω γράψει ποτέ ένα concept άλμπουμ στη ζωή μου. Αλλά όταν τελειώνω ένα σύνολο τραγουδιών, συνήθως κοιτάζω πίσω για να βρω ποιες είναι οι κοινές θεματικές. Έτσι συνειδητοποιείς τι έτρεχε υποσυνείδητα στο μυαλό σου όσο δούλευες. Οι στίχοι του “Hooked” λοιπόν ήταν οι τελευταίοι στίχοι που γράφτηκαν. Και όταν είδα αυτές τις πρώτες λέξεις, μου έγινε κάτι σαν αποκάλυψη. Γιατί συνειδητοοποίησα πως πίσω από όλα τα τραγούδια του δίσκου, ελλόχευε η έννοια του φόβου. Έτσι το “Tell Me I Should Stay” μιλά για τον φόβο του να αποχαιρετάς κάποιον. Το “The Doctor” μιλά για τον φόβο του να φεύγεις από μία ιατρική δομή. Το “Bar Lonely” μιλά για τον φόβο του να φύγεις από μια σχέση που δεν πάει καλά. Το “Black Eyelashes” είναι ο φόβος του να μην έχεις ταυτότητα και ούτω καθεξής. Όλοι αυτοί οι διαφορετικοί φόβοι κρύβονται μέσα στον δίσκο. Επομένως, το “The Human Fear” μου φάνηκε ιδανικός τίτλος γιατί τα συνοψίζει όλα. Οι φόβοι για τους οποίους μιλάω σε αυτό το τραγούδι, το “Hooked”, είναι οι μεγάλοι υπαρξιακοί φόβοι που έχουμε όλοι, ξέρετε, ο φόβος της ανυπαρξίας, η ματαιότητα της ύπαρξης, ο φόβος του να χάσουμε τα αγαπημένα μας πρόσωπα κτλ. Ξέρεις, σε στιγμές ενδοσκόπησης, τα σκέφτεσαι όλα μαζί ταυτόχρονα και είναι εύκολο να τα χάσεις τελείως. Αλλά αυτό το τραγούδι στην πραγματικότητα δεν μιλά για αυτούς τους φόβους. Αυτό το άλμπουμ δεν μιλά για αυτούς τους φόβους. Μιλά για το πώς αντιδράς στους φόβους και πώς τους ξεπερνάς, γιατί αυτό είναι που σε κάνει να νιώθεις ζωντανός. Το να ξεπερνάς τον φόβο σε κάνει να νιώθεις ζωντανός.
Τι εννοώ. Στο συγκεκριμένο τραγούδι, το “Hooked” στο ρεφρέν τραγουδάω I thought I knew what love was and then I met you -αναφέρομαι στο παιδί μου, το τραγούδι αυτό μιλά για τον γιο μου. Πριν γεννηθεί ο γιος μου, όλοι οι φίλοι μου που είχαν παιδιά, μου έλεγαν «Θα νιώθεις τόση αγάπη για το αγόρι σου, θα δεις». Και τους έλεγα «Καλό ακούγεται». Αλλά δεν είχα ιδέα! Δεν ήμουν προετοιμασμένος για το πόσο συγκλονιστικό θα ήταν το συναίσθημα. Είναι κάπως… σαν… την ώρα που σπάσαν τα νερά, να έσπασαν και μέσα μου αυτά τα συναισθηματικά νερά και… άρχισα να πνίγομαι σε αυτό, σε αυτή την αίσθηση απέραντης αγάπης. Το άλλο πράγμα που βρήκα εκπληκτικό ήταν το ότι μου ήταν μια άγνωστη μορφή αγάπης. Μια αγάπη που δεν είχα νιώσει ποτέ πριν. Ήταν διαφορετικό από κάθε είδους ρομαντική αγάπη ή αγάπη που μπορεί να νιώθει κανείς για τους γονείς του ή οτιδήποτε άλλο. Ήταν τελείως διαφορετικό. Και έτσι μόλις αυτό είχε κατασταλάξει, μόλις το σοκ είχε εξαφανιστεί σε ένα βαθμό, συνειδητοποίησα ότι όλοι αυτοί οι φόβοι, αυτοί οι υπαρξιακοί φόβοι που έχουμε όλοι, έμοιαζαν πραγματικά ασήμαντοι, μικροσκοπικοί και άσχετοι. Δεν είχαν φύγει. Ήταν ακόμα εκεί. Απλώς ένιωθα πως γίνονταν ολοένα και λιγότερο σημαντικοί.
Παρόμοια μοτίβα (αντιμετώπισης φόβου) υπάρχουν και σε άλλα τραγούδια του δίσκου, όπως το “Everyday Dreamer” ή το “Audacious”, το οποίο μιλά για το πώς οι υπαρξιακοί φόβοι αναμειγνύονται με την απελπισία που καμιά φορά προκαλούν απλές καθημερινές αναποδιές: Αυτό που συσσωρεύονται πολλά στραβά μαζί και σε κάνουν να νομίζεις πως καταρρέει το σύμπαν. Ξέρεις, όταν σου βάζουν πρόστιμο για παράνομη στάθμευση και παράλληλα έχεις κρυολόγημα, και την ίδια μέρα το πλυντήριο ρούχων σού πλημμυρίζει το διαμέρισμα, και την ίδια στιγμή τηλεφωνεί ο καλύτερός σου φίλος κι έχει ένα σοβαρό θέμα. Υποθέτω μια τέτοια εικόνα είχε στο μυαλό μου όταν έγραφα αυτό το τραγούδι και η απάντησή μου σε όλα αυτά ήταν: «Διάολε, θα είμαι όσο τολμηρός γίνεται.»
Ταυτίζομαι! Παρόλ’αυτά, να πω πως σε αντίθεση με τον βαρύγδουπο, κάπως, τίτλο, το άλμπουμ δεν είναι «βαρύ». Αντιθέτως ακούγεται αρκετά «αισιόδοξο» και περιέχει και μπόλικα “party tunes”. Βέβαια, ενώ τα περισσότερα κομμάτια τα βρήκα «εντελώς Franz Ferdinand», ένα-δυο (και ειδικά το “Black Eyelashes”, φυσικά) με έκαναν να πω «ωπ, τι έχουμε εδώ;» Έφτασε η ώρα λοιπόν να σε ρωτήσω: Είναι το “Black Eyelashes” το «Τα Ματόκλαδά σου Λάμπουν» των Franz Ferdinand;
(γέλια) Από πού να ξεκινήσω. Θα ξεκινήσω με αυτό που έλεγες προηγουμένως, για το πώς ο δίσκος είναι ένας δίσκος « πολύ Franz Ferdinand». Χαίρομαι πολύ που το είπες αυτό, γιατί ήταν συνειδητή απόφαση -είχε ξεκινήσει από το άλμπουμ με τα greatest hits. Είναι πραγματικά λυτρωτικό για έναν καλλιτέχνη, όταν αγκαλιάζει την ταυτότητά του και λέει: «Αυτός είμαι, αυτή είναι η φωνή μου, και όχι μόνο το αποδέχομαι, αλλά θέλω να το μοιραστώ και με τον κόσμο. Και δεν ντρέπομαι γι' αυτό. Δεν θα προσπαθήσω να το κρύψω. Δεν θα προσποιηθώ ότι είμαι κάτι άλλο από αυτό που είμαι». Όλοι οι αγαπημένοι μου καλλιτέχνες είναι έτσι. Ο Nick Cave ή η PJ Harvey ή ο Leonard Cohen, ποτέ δεν έπαψαν να ακούγονται «ο εαυτός τους», σε κάθε στάδιο της καριέρας τους. Όταν το κάνεις λοιπόν αυτό, είναι αρκετά απελευθερωτικό, γιατί το να αισθάνεσαι άνετα με τη φωνή σου, σου επιτρέπει να πας πολύ πιο εύκολα σε μέρη που δεν έχεις ξαναπάει -γιατί νιώθεις σίγουρος, ξέρεις ποιός είσαι. Αυτό συνέβη, κι έτσι οδηγηθήκαμε σε νέα μέρη, τα οποία ακούγονται πολύ διαφορετικά από οτιδήποτε έχει υπάρξει σε άλμπουμ μας μέχρι σήμερα. Το “Tell Me I Should Stay” ή το “Birds”, αυτά τα τραγούδια δεν μοιάζουν με τίποτα που έχουν κυκλοφορήσει οι Franz Ferdinand, αλλά ταυτόχρονα ακούγονται τελείως Franz Ferdinand! Το ίδιο και το “Black Eyelashes”, για το οποίο θα σου πω πολλά περισσότερα.
Αυτό το τραγούδι λοιπόν μιλά για εμένα που προσπαθώ να βρω την ελληνική μου ταυτότητα. Πράγμα που όντως έκανα, στις αρχές του 2019, χώρισα από μια πολύ μακροχρόνια σχέση και δεν με δέσμευε τίποτα πια στο Λονδίνο, έτσι σε ένα κενό που είχα, ήρθα στην Αθήνα, στον Πειραιά. Είμαι ένα τυπικό παιδί μετανάστη: Ξέρω από πού είμαι, αλλά ξέρω ότι δεν είμαι από εκεί. Για αυτό μιλάει και αυτό το τραγούδι. Ξέρω ότι είμαι Έλληνας, ξέρω την ταυτότητά μου, αλλά. Παλιά πήγαινα στην Ελλάδα κάθε χρόνο. Περνούσα χρόνο με τον παππού και τη γιαγιά μου στη Νίκαια και μετά στον Κορυδαλλό. Δεν επισκεπτόμουν την Ελλάδα ως τουρίστας, ζούσα με την ελληνική μου οικογένεια. Βίωσα λοιπόν το τι σημαίνει να είσαι Έλληνας τελείως διαφορετικά από το πώς θα το είχε βιώσει οποιοσδήποτε από τους Άγγλους φίλους μου από το σχολείο αν επισκεπτόταν την Ελλάδα. Και, φυσικά, με μεγάλωσε Έλληνας μπαμπάς… Και τώρα όταν επιστρέφω στην Ελλάδα, παθαίνω τα ίδια, ξέρετε, ενθουσιάζομαι και γνωρίζω κόσμο, ξέρεις, και λέω: «Είμαι κι εγώ Έλληνας!» για να μου πούνε «μπράβο, μπράβο!» Είναι μια μοναδική ταυτότητα. Δεν υπάρχει άλλη χώρα, με τέτοια ιστορία, που να έχει παίξει τόσο σπουδαίο ρόλο στην παγκόσμια ιστορία -η κουλτούρα της, η γεωγραφία της, είναι όλα τόσο μοναδικά. Οπότε από παιδί ήθελα να νιώθω πως αυτή ήταν η χώρα μου, αλλά δεν ήμουν παρά ένα μικρό ξανθό αγόρι και ερχόμουν στην Ελλάδα και δήλωνα «Είμαι Έλληνας!» και μου λέγανε «Μα δεν μοιάζεις Έλληνας!» Κι ο μπαμπάς μου δεν με έμαθε ποτέ ελληνικά όταν ήμουν παιδί. Μου λέγανε «Μιλάς ελληνικά;» Έλεγα «Poly ligo, poly ligo». «Δεν μιλάει ελληνικά. Δεν είναι Έλληνας». Όλα είναι μέρος της ίδιας, λοιπόν, αίσθησης: «Ναι, είμαι Έλληνας, αλλά ξέρω ότι Έλληνας δεν θα γίνω ποτέ.»
Έτσι που λες, λοιπόν, το 2019 πήγα στην Καστέλλα κι αγόρασα κι ένα καινούργιο μπουζούκι. Πάντα μου άρεσε να παίζω μπουζούκι, από τότε που ήμουν παιδί. Πήρα λοιπόν ένα καινούργιο, πολύ ωραίο, κι έναν μπαγλαμά επίσης. Όταν ήμουν έφηβος, ένας τρόπος να βρω την ελληνικότητά μου ήταν να αγοράζω παλιούς δίσκους με ρεμπέτικα. Κατέβαινα στην Πλάκα και στο Μοναστηράκι στα δισκοπωλεία -έχω μεγάλη συλλογή με ελληνικά ρεμπέτικα. Τρελαίνομαι! Στα ρεμπέτικα, λοιπόν, είναι μια θεματική που εμφανίζεται πολύ συχνά: υπάρχουν τόσα πολλά τραγούδια που μιλούν για μαύρα μάτια! Ξέρεις, «μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια». Ή για μαύρες βλεφαρίδες! Κι εγώ έχω μπλε μάτια, ξέρεις! Και έτσι το τραγούδι είναι μια μεταφορά για εμένα, που προσπαθώ να βρω την ελληνική μου ταυτότητα, και μια αναφορά βέβαια σε ένα είδος μουσικής που αγαπώ.
Πριν μερικά χρόνια είχα την ανέλπιστη τύχη να πάρω μέρος σ’αυτή την υπέροχη παράσταση που πραγματοποιήθηκε στο Barbican του Λονδίνου και ήταν ένα tribute στην ιστορία και τη ζωή του Μάρκου Βαμβακάρη. Αφηγήθηκα την ιστορία του και τραγούδησα λίγο με τους μουσικούς, ήταν και ο Στέλιος εκεί, ο γιος του. Αλήθεια στο λέω, ήταν μια από τις καλύτερες εμπειρίες της ζωής μου!
Είμαι ακόμα σε επαφή με την Αναστασία που διοργάνωσε αυτή την εκδήλωση, της έστειλα να ακούσει το “Black Eyelashes” και μου είπε «Είναι πολύ ωραίο, αλλά δεν ακούγεται και πολύ ελληνικό!» Και σκέφτηκα: Ακριβώς! Ακριβώς! Και όντως! Είναι ατελές, έχει ατέλειες. Δεν ήθελα να ακούγεται σαν να θέλω να αντιγράψω τον Βαμβακάρη ή τους ρεμπέτες, γιατί προφανώς δεν μπορώ, αλλά να ακούγεται σαν εμένα! Κατά κάποιον τρόπο είναι η δική μου, αλλόκοτη προσέγγιση στο ρεμπέτικο, ούτε ο ρυθμός δεν είναι σωστός. Στην αρχή υπάρχει ένα έξτρα μέτρο. Και πίσω από το μπουζούκι υπάρχει και synthesizer γιατί αρχικά μου φαινόταν υπερβολικά «ελληνικό» σκέφτηκα ότι ήθελα να θυμίζει περισσότερο εμένα.
Ανυπομονώ τρελά να δω πώς θα αντιδράσουν οι Έλληνες fans των Franz Ferdinand σε αυτό το κομμάτι.
Και εγώ είμαι πολύ περίεργος τι θα σκεφτούν οι Έλληνες. Νομίζω θα υπάρξουν κάποιοι που θα το λατρέψουν και κάποιοι που θα το μισήσουν, γιατί όπως συμβαίνει με όλα τα είδη μουσικής, παντού θα βρεις και πιουρίστες. Σίγουρα δηλαδή υπάρχουν λάτρεις του ρεμπέτικου που είναι της άποψης πως «όχι, δεν μπορείς να το αγγίξεις αυτό». Εμένα όμως μου αρέσουν οι τύποι που πάνε και γαμάνε λίγο τα πράγματα για να φτιάξουν κάτι νέο -εξάλλου αυτό έκανε και ο ίδιος ο Βαμβακάρης. Το ρεμπέτικο δεν υπήρχε από πάντα. Ήταν μια νέα μορφή μουσικής τη δεκαετία του 1920. Μια μίξη. Ήρθαν μαζί όλοι αυτοί οι άνθρωποι, από τα νησιά και τις ακτές της σημερινής Τουρκίας και την Σμύρνη, ενώθηκαν και ανακάτεψαν μαζί όλους αυτούς τους διαφορετικούς ήχους, για να τραγουδήσουν για τη ζωή τους στον Πειραιά εκείνη την εποχή. Το βρίσκω συναρπαστικό. Συγνώμη! Θα μπορούσα να μιλάω για αυτό για ώρες!
Δεν είχα ιδέα πως έχεις τόση αγάπη για το ρεμπέτικο!
Ξέρεις, μεγάλωσα ακούγοντας αυτή τη μουσική. Νομίζω ότι επηρέασε πραγματικά τον τρόπο που παίζω κιθάρα. Μερικά κομμάτια, ακόμα και στο πρώτο μας άλμπουμ, κάποια riff, γεννήθηκαν λόγω αυτών των επιρροών. Αυτόν τον ήχο δεν τον συναντάς στη δυτική ροκ μουσική. Πολλές μελωδίες και πολλά τραγούδια μας έχουν ρεμπέτικο μέσα στο DNA τους. Και δεν ξέρω αν μπήκε υποσυνείδητα ή συνειδητά, αλλά σίγουρα βρίσκεται κάπου εκεί μέσα και ακούγεται με τρόπους που ίσως δεν είναι τόσο κραυγαλέα εμφανείς όσο το “Black Eyelashes”.
Ας μιλήσουμε για μουσική άλλων. Είδα τη διασκευή σας για το "Good Luck, Babe" της Chappel Roan για το BBC. Διάβασα σε συνεντεύξεις σου να αναφέρεις συχνά τους English Teacher, τους Sprints και τους Fontaines D.C. ως αγαπημένες σου μπάντες του σήμερα. Καταλαβαίνω ότι παρακολουθείς πολύ τις νέες κυκλοφορίες και τις νέες μπάντες…
Ναι, ψάχνομαι συνέχεια με νέα μουσική! Πάντα θα πάω να δω μια νέα μπάντα να παίζει live, αν έχω ακούσει κάτι για εκείνους, και γενικά αναζητώ το νέο και συναρπαστικό. Στο Λονδίνο πριν από μερικές μέρες είδα ένα συγκρότημα που λέγεται Home Counties. Ένας φίλος μου μού είχε πει ότι μπορεί να μου αρέσουν, κι έτσι κατέβηκα στο the 100 club στο Soho και τους είδα. Ήταν φανταστικοί. Και το προηγούμενο βράδυ, επέστρεψα από το Βερολίνο και πήγα κατευθείαν στο Garage για να δω ένα συγκρότημα -Αυστριακοί που τραγουδάνε στα γερμανικά- που ονομάζεται Bilderbuch. Πολύ ωραίοι επίσης. Άκου, υπάρχει μια μπάντα από το Ρότερνταμ που λατρεύω, και θέλω να πω σε όλους γι’αυτούς, γιατί αυτή τη στιγμή νομίζω είναι το αγαπημένο μου συγκρότημα και κανείς δεν τους ξέρει: Λέγονται Lewsverg. L e w s v e r g. Και είναι -για να τους περιγράψω έτσι παιχνιδιάρικα- πώς θα ακούγονταν οι Velvet Underground αν ήταν cool και άκουγαν Smog.
(γέλια). ΟΚ, το σημειώνω!
Πάντα θέλω να ακούω νέα μουσική. Ξέρεις, στη δεκαετία του '90, ήμουν promoter. Ήμουν υπεύθυνος ενός κλαμπ δύο φορές την εβδομάδα και έκλεινα συγκροτήματα, τουλάχιστον τέσσερις μπάντες κάθε βράδυ. Για τουλάχιστον 8 χρόνια συνέβαινε αυτό, οπότε είδα εκατοντάδες συγκροτήματα. Μου φαίνεται περίεργο όταν δεν μεταβολίζω κάτι καινούργιο. Μου αρέσει να ανακαλύπτω νέα ερεθίσματα.
Ταυτίζομαι ξανά. Τώρα που έγινες μπαμπάς, θα ήθελες το παιδί σου να γίνει μουσικός; Το βρίσκεις καλή ιδέα;
Του εύχομαι να κάνει ό,τι τον συναρπάζει και τον εμπνέει. Βέβαια, είναι και η γυναίκα μου μουσικός, οπότε, ξέρεις, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να γίνει κι εκείνος. Η πρώτη του λέξη ήταν «Όχι», η δεύτερη ήταν «Maman», η τρίτη ήταν «Dada» και η τέταρτη ήταν… «Κιθάρα». Οπότε παίζει, παίζει πολύ! Δεν ξέρω, τι να πω!
Στα γρήγορα, για να κλείσουμε: Τι ελπίζεις για το 2025;
Τι ελπίζω; Χμ! Fuck! Ελπίζω μόνο να μην γαμήσουν τη χρονιά μας οι ηλίθιοι που διοικούν διάφορες χώρες σε όλο τον κόσμο. Αυτή είναι η μεγαλύτερη ευχή μου.
Άκου, απόλαυσα τη συζήτησή μας πάρα πολύ, θα μπορούσα να συνεχίσω για ώρες. Αλλά έχω το BBC να περιμένει σε άλλη κλήση.
Ευχαριστώ πάρα πολύ, χάρηκα πολύ που μιλήσαμε. Κάτι ακόμα: Αθήνα θα ‘ρθείτε για live;
Από όσο ξέρω, ο booker μας προσπαθεί να μας κλείσει για Αθήνα. Το καλοκαίρι. Μακάρι να γίνει, θα είναι καταπληκτικό.
Σας είδα στο Primavera πριν χρόνια, είχα περάσει φανταστικά. Μακάρι να σας δω ξανά. Καλή χρονιά!
Yassou!
Το νέο άλμπουμ των Franz Ferdinand The Human Fear κυκλοφορεί ψηφιακά, αλλά και σε LP, Deluxe LP και κασέτα από την Domino με την υποστήριξη της The Hubsters.