Άννα Γεωργάτου

«Μία μαύρη κωμωδία-ένα σύγχρονο παραμύθι με δύο ανθρώπους που προσπαθούν να βρουν τον εαυτό τους και την θέση τους στον κόσμο».

Μετά τις βραβευμένες μικρού μήκους και το διακεκριμένο και μοναδικό ντοκιμαντέρ Αεραλάνδη, ο Χάρης Ραφτογιάννης παρουσιάζει Το Ποτάμι μία πρωτότυπη, λοξή κομεντί, με τον Μάκη Παπαδημητρίου και την Στεφανία Σωτηροπούλου, σε μια διεθνή συμπαραγωγή της View Master Films.

Ζητήσαμε από τον Χάρη Ραφτογιάννη να μας μιλήσει για «Το Ποτάμι» του.

Το ποτάμι μπορεί να χωρίζει δύο κόσμους, μπορεί όμως και να τους ενώνει. Τι συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση;

Και τα δύο. Σταδιακά οι δυο κόσμοι αντιλαμβάνονται ότι έχουν περισσότερα κοινά. Από την άλλη, κάποιοι προβάλλουν τις αντιδράσεις τους, όταν τους βλέπουν να έρχονται κοντά.

Ένας πολιτικός μηχανικός σε σύγκρουση με μια κοινότητα περιθωριακών που αντιστέκεται στο έργο που έχει αναλάβει. Από την μια πλευρά ο «μοντέρνος», αμερικανοποιημένος και επεκτατικός κόσμος του Μάκη, του νέου αεροδρομίου, των fast food, των πλαστικών φυτών και των μεγάλων εμπορικών κέντρων και από την άλλη, ο παλιομοδίτικος και φτωχικός κόσμος της Μαρίας, κοντά στην περιοχή του Ασπρόπυργου. Οι δύο κόσμοι αυτοί αντανακλούν ρεαλιστικά τη σύγχρονη πραγματικότητα, αλλά δεν ξέρω κατά πόσο το φλερτ που σταδιακά ανθίζει ανάμεσα στους δύο αυτούς ήρωες θα μπορούσε να έχει διάρκεια στην πραγματική ζωή. Πώς γίνεται δύο τόσο διαφορετικές ιδεολογίες να έρθουν κοντά; 

Τα σενάρια που υπάρχουν στην έξω ζωή είναι πολύ πιο τρελά και ευφάνταστα από αυτά που εμφανίζονται στο χώρο της μυθοπλασίας. Το διαπιστώνουμε από την καθημερινή εμπειρία, που αν την βάλουμε κάτω, έχει μεγάλη δόση ειρωνείας. Οπότε σίγουρα βρίσκονται παραδείγματα, από έρωτες απαγορευμένους, καταραμένους, καταδικασμένους που άλλοτε έχουν ένα αίσιο και λειτουργικό φινάλε και όχι τόσο τραγικό. Το τι τους φέρνει κοντά, είναι ένα μυστήριο.

Στο «Ποτάμι» του Αντώνη Σαμαράκη, το ποτάμι ενώνει δύο αντίθετους κόσμους, όμως, η δυσπιστία και ο φόβος του ενός αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για το απαισιόδοξο τέλος της ιστορίας. Το «Ποτάμι» είναι μια αισιόδοξη ταινία. Από πού πηγάζει αυτή η αισιοδοξία;

Ίσως στο ότι υπάρχει μια προσωπική ανάγκη να συνδεθείς με κόσμο και να συμπορευτείς έστω για 2 μέτρα για το οτιδήποτε. Και αυτό δίνει μεγάλη πληρότητα. Είναι σαν ένα μικρό, άτυπο πάρτυ. Δεν υπήρχε πάντα αυτή η ευκαιρία και υπάρχουν ασφαλώς και περίοδοι που πιστεύεις ότι δεν υπάρχει τίποτα για να συνδεθείς. Και κάπου κάπου, μπορεί να υπάρχει ένα αόρατο μεσαίο δάχτυλο προς ό,τι μπορεί να σε πληγώσει. Ή ένα απλό γύρισμα της σελίδας προς καταστάσεις που μπορείς να ανασάνεις καλά. Και ειδικά απέναντι σε πράγματα που δυσκολευόμαστε να διαχειριστούμε όπως στο ενδεχόμενο μιας απώλειας, εκεί που νιώθεις έντονα κάποιες φορές ότι είσαι τιποτένιος, αναλώσιμος, νομίζω ότι χρειάζεσαι να πιαστείς από κάπου. Ο κύριος Μάκης βιώνει την απώλεια με ένα μόνιμο πένθος. Έχει ανάγκη μια διέξοδο. Και παράλληλα, μπορείς να δεις τον θάνατο με μια άλλη οπτική, όπως τον αντιμετωπίζει ο κόσμος της Μαρίας. Και εκεί, όμως, μπορεί να χρειάζεσαι μια διέξοδο. Και ο έρωτας είναι πάντα ένα σημείο υπερβατικό και κομβικό για να επαναπροσδιορίσεις την ζωή. Και τον θάνατο βεβαίως. Κατά τα άλλα, νομίζω ότι ταυτόχρονα με τα αισιόδοξα και κωμικά της στοιχεία, η ταινία έχει και αρκετή μελαγχολία και απελπισία.

Μπορούν τα Mad Nuggets να ενώσουν δύο αντίθετους κόσμους; Είναι τα νάγκετς αυτό ακριβώς που είναι ή κρύβεται πίσω από αυτά κάποιος συμβολισμός;

Υπάρχουν τα νάγκετς, που είναι τα «πλαστικοποιημένα» πουλιά, τα επεξεργασμένα που λέμε και είναι η αγαπημένη τροφή του κυρίου Μάκη και υπάρχουν και τα πουλιά που πέφτουν απευθείας πάνω στα διάφανα τζάμια, τα «οργανικά», τα ανεπεξέργαστα και είναι η κύρια τροφή των ανθρώπων του οικισμού και της Μαρίας. Και υπάρχουν και τα πουλιά στα τζάμια, τα αυτοκόλλητα, τα μαύρα ομοιώματα αρπακτικών πουλιών. Όλα αυτά μπορείς να τα δεις με όποιο πρίσμα θες. Κάποιες φορές ενώνουν, κάποιες όχι. Σίγουρα η ταινία παίζει ως ένα βαθμό με τα κλισέ και με τους ενδεχόμενους συμβολισμούς και τις μεταφυσικές διαστάσεις που μπορούν να προκύπτουν.

Ποιος ο ρόλος των δευτερευόντων χαρακτήρων στο δικό σου «Ποτάμι»;

Είναι εκείνοι που δίνουν πιο έντονα τον γκροτέσκο τόνο, που οδηγούνται από τα στενά τους συμφέροντα, έχουν πονηριά, είναι αυτό που θα λέγαμε πολύ χονδρικά, οι ‘κακοί’. Με τη φωτεινή εξαίρεση του πνευματικού δασκάλου της Μαρίας, που έχει έναν ενωτικό και οικουμενικό τόνο. Ο Μάκης και η Μαρία είναι ίσως οι λιγότερο γκροτέσκοι, είναι οι άνθρωποι που λειτουργούν ως μάρτυρες, έτοιμοι να υπηρετήσουν τους κόσμους τους, ακόμα και να θυσιαστούν για αυτούς.

Είναι σκόπιμα γκροτέσκοι και απόκοσμοι;

Ειδικά το κακό για μένα είναι πάντα γκροτέσκο, σα να έχει έλθει από τον κόσμο των τεράτων.

Dark, punk, weird, underground, χιούμορ, δράμα, split screen, σοβαρό, γελοίο, πομπώδες, καθημερινό, αλλόκοτο, ρομαντικό, απρόβλεπτο είναι κάποια από τα συστατικά που εγώ τουλάχιστον μπόρεσα να διακρίνω στην νέα σου ταινία. Τι άλλο θα πρόσθετες;

Σε αυτό το τύπου λούνα παρκ, βοήθησαν και τα χαρακτηριστικά του οικισμού, ο οποίος κουβαλά αυτό το ατίθασο και ελευθεριακό πνεύμα, που θυμίζει τσιγγάνικο καταυλισμό. Αν υπάρχει κάτι άλλο, θα έλεγα ίσως την διάθεση για την υπέρβαση που κάνουν οι κεντρικοί χαρακτήρες. Και ίσως και η διάθεση της ταινίας να παίξει με τα κλισέ.

Μετά από ντοκιμαντέρ και ταινίες μικρού μήκους, έρχεται η πρώτη μεγάλου μήκους. Είναι αυτό που θα έλεγε κάποιος «η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων»;

Υπάρχουν άνθρωποι που έκαναν ή κάνουν μόνο μικρή φόρμα ή μόνο ντοκιμαντέρ. Τους ταιριάζει, το κάνουν συνειδητά. Ή ακόμη δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να πάνε στο μεγάλο φορμά. Γιατί θέλει αρκετή υπομονή και αρκετός χρόνος για να γίνει. Και πρέπει να έχεις και τύχη, γιατί εξαρτάσαι από αποφάσεις άλλων που κρίνουν αν θα περάσεις σε αυτό το στάδιο, αν τυχόν πας από τον ‘επίσημο’ δρόμο παραγωγής. Προσωπικά δεν έχω θέματα με το μέγεθος ή με άλλα αναλυτικά στοιχεία. Ταινίες είναι, όπως και να κατηγοριοποιηθούν. Κάποιες ιδέες για διάφορους λόγους μπορεί να είναι πιο κατάλληλες να υλοποιηθούν  στο ένα ή στο άλλο φορμά.  Το μόνο σίγουρο είναι το μικρό φορμά είναι πιο προσβάσιμο γενικότερα ως προς την υλοποίηση του.

Σε τι διαφέρει κατά βάση η δημιουργική διαδικασία στην περίπτωση μια ταινίας μικρού μήκους και μιας μεγάλου μήκους; Αντιμετώπισες κάτι που δεν το είχες καθόλου στο μυαλό σου, όταν είπες θα ξεκινήσω μια ταινία μεγάλου μήκους;

Με την ευκαιρία να γίνει μια ιδιαίτερη μνεία της παραγωγούς, στην Ελένη Κοσσυφίδου που ήταν τόσα χρόνια σε αυτό το σχέδιο και στον Γιώργο Κυριάκο και την Έφη Σκρομπόλα που ανέλαβαν την εκτέλεση της παραγωγής σε μια ταινία με πιεσμένο προϋπολογισμό. Πέρα από ζητήματα αφορούν το ποσοτικό και το μακρόσυρτο σκέλος της διαδικασίας, το κυριότερο ήταν ότι η ταινία αυτή ήταν μια συμπαραγωγή τριών χωρών, οπότε είχε αρκετά ζητήματα συσχετισμών που απαιτούν τέτοιου είδους παραγωγές. Έπρεπε να φτιαχτεί σε σύντομο διάστημα, μια ομάδα από τρεις χώρες. Αντίθετα, οι ταινίες που έκανα μέχρι πολύ πρόσφατα δεν είχαν τέτοιες δεσμεύσεις, ήταν παραγωγές σχεδόν οικογενειακού τύπου, με ελάχιστα πρόσωπα, χωρίς μπάτζετ ή έστω με κάποιο συμβολικό μπάτζετ και για αυτό υπήρχε μια άλλου τύπου ευελιξία, με πολύ λιγότερα μέσα ασφαλώς.

Ανάμεσα σε άλλα στην ταινία ακούμε Dead Moon, Celia Cruz, Mary and the Boy, Σταύρου Ζώρα (σε διασκευές του Κτίρια τη Νύχτα). Δικές σου επιλογές και πώς προέκυψαν;

Είμαστε σε κόσμους που έχουν διαφορετικά ακούσματα. Η σάλσα και τα πιο εκλεπτυσμένα ακούσματα είναι στο πιο ‘κυριλέ’ σύμπαν του κυρίου Μάκη, ο τραχύς ήχος των Dead Moon στον ‘ξεχασμένο’ κόσμο της Μαρίας. Και υπάρχουν και ρομαντικά ακούσματα όπως του Σταύρου Ζώρα, των Mary and the Boy, της Χρυσάνθης Τσουκαλά. Διαφορετικές εποχές μπλέκουν, διαφορετικά είδη, αλλά έχουν όλοι τους κάτι πολύ προσωπικό και αυθεντικό, είναι καλλιτέχνες που θαυμάζω και είναι ευτύχημα να έχουμε τα τραγούδια τους στην ταινία.

Το Ποτάμι προβλήθηκε στο 65Ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το Φθινόπωρο του 2024. Ποια η ανταπόκριση του κοινού εκεί;

Ανέλπιστα θερμή, εννοώ πέρα από το ποσοτικό του πράγματος, ότι ήταν γεμάτη η αίθουσα κλπ κλπ, καθώς είναι κάτι που συμβαίνει σε αρκετές προβολές του Φεστιβάλ. Θυμάμαι το σχόλιο μιας κυρίας που ήρθε και μου είπε εμφανώς συγκινημένη, χαμογελώντας πικρά, σα να είχε καταλάβει την μελαγχολία της,  ότι αυτή η ταινία έχει κάτι ιδιαίτερα γλυκό, χωρίς της να έχει ζάχαρη στα συστατικά της. Ότι είναι φτιαγμένη από άλλα υλικά. Η διατύπωση της, ήταν πολύ καλύτερη από αυτό που μεταφέρω. Αλλά την ξεχνώ δυστυχώς.

Στο ΑΣΤΟΡ έχουμε παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια αγαπημένους Έλληνες σκηνοθέτες όπως  Βούλγαρη, Ρηνιώ Δραγασάκη, πιο πρόσφατα Βεσλεμέ. Είναι ο λόγος που και «Το Ποτάμι» ξεκινά το ταξίδι του στην Αθήνα από εδώ;

Είναι σίγουρα μια από τις πιο φιλικές και οικείες αίθουσες για τους δημιουργούς του Ελληνικού σινεμά, ανοιχτό σε προτάσεις που δεν είναι τόσο καθιερωμένες. Και αυτό οφείλεται στον Μπάμπη Κονταράκη και την ομάδα του.

Το καλό τελικά θα νικήσει ή κάτι θα γίνει τελευταία στιγμή και πάλι θα τα φέρει τούμπα; 

Δεν τίθεται θέμα ανταγωνισμού ή μάχης. Ελπίζω.

Η ταινία του Χάρη Ραφτογιάννη «Το Ποτάμι» προβάλλεται Δευτέρα 17 και Τρίτη 18 Μαρτίου στον κινηματογράφο ΑΣΤΟΡ. Τη Δευτέρα θα ακολουθήσει Q&A με τους συντελεστές και με συντονιστή τον σκηνοθέτη Παναγιώτη Παπαφράγκο. Διανομή: Weird Wave. Προπώληση εισιτηρίων εδώ.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured