Η πρώτη και η πιο έντονη ανάμνηση που έχω από το Bordeline Festival είναι από το 2016. Σε εκείνη τη βραδιά στο Ρομάντσο, μεταξύ άλλων, είχε εμφανιστεί μία φοβερή noise/metal Ινδονησιακή μπάντα ονόματι Senyawa και αμέσως μετά ο ιδιοφυής βρετανός παραγωγός ηλεκτρονικής μουσικής Sam Shackleton, σε μία συναυλιακή διαδοχή που είχε συνεπάρει άπαντες για τη συγκρουσιακή της πρωτοτυπία και με ένα line-up που εξερευνούσε τα ακουστικά όρια του δυτικότροπου κανόνα και των αποπλήξεων του. Έκτοτε το φεστιβάλ έχει καθιερωθεί στην πολιτιστική ατζέντα της πόλης ως εκείνο με το πιο αντισυμβατικό και αιχμηρό καλλιτεχνικό πρόγραμμα, φέρνοντας στην ίδια σκηνή και αναδεικνύοντας στο εγχώριο κοινό μουσικούς που κινούνται στις μεθοριακές ζώνες του ηχητικού χάρτη.

Fast forward στο σήμερα. Η αιφνίδια αναβάθμιση του brand Borderline μαρτυρά πως η διοργάνωση είχε τη φιλοδοξία να σπρώξει το φεστιβάλ στον επόμενο κύκλο ζωής του με συνδυαστικές κινήσεις τη μεταφορά του σε ένα «εργοστάσιο εμπειριών» - όπως επικοινωνείται το πρώην εργοστάσιο πλαστικών της εταιρείας KOCH που μετατράπηκε στον καλλιτεχνικό χώρο Onassis Ready στη βιομηχανική ζώνη του Ρέντη - και την ένταξη τρανταχτών, φεστιβαλικών ονομάτων στο πρόγραμμα του (βλ. Joy Orbison) σε συνδυασμό πάντα με πιο περιθωρικές και απαιτητικές μουσικές αποστολές. Με άλλα λόγια, το brief θα μπορούσε να ήταν κάπως έτσι: Ας ανανεώσουμε το φεστιβάλ μας με τέτοιο τρόπο που θα ικανοποιήσει τις αυξανόμενες επιθυμίες rave εκτόνωσης, χωρίς όμως να αποκλίνει από το ανήσυχο όραμα που υπηρετεί τόσα χρόνια.

Όπως είναι λογικό, οι πρώτες ώρες νωρίς το βράδυ της Παρασκευής είχαν αναγνωριστικό χαρακτήρα σε αυτή την αρχική περιήγηση στο ισόγειο του εξευγενισμένου βιομηχανικού κτιρίου. Εκεί το αραιό κοινό περιπλανιόταν με ένα ποτό στο χέρι, νωχελικά και διερευνητικά, σα να βρίσκεται σε εγκαίνια εικαστικής έκθεσης, ανάμεσα στα αρχετυπικά και συμμετρικά τοποθετημένα μεταλλικά έργα του θρυλικού καλλιτέχνη Takis, οι τίτλοι των οποίων θα μπορούσαν να περιγράφουν οποιοδήποτε αφαιρετικό ή μη ήχο αιωρήθηκε από τους έξι συνολικά καλλιτέχνες που εμφανίστηκαν εκεί κατά τις δύο μέρες του φεστιβάλ.

Με την Ακρόπολη και το φεγγάρι να προσφέρονται ως θείο δώρο της απρόσκοπτης θέας που προσφέρει η άδεια βιομηχανική ζώνη, αρκετοί προτίμησαν τα αναπαυτικά πουφ στις δύο αντίθετες άκρες του ευρύχωρου παραλληλογράμμου για να απολαύσουν τις διαλογιστικές και ονειρικές αναζητήσεις του Ehohroma το πρώτο βράδυ και την πολυμεσική έκφραση της Pinna Bounce το δεύτερο. Ενώ σε άλλο πατάρι-σκηνή συγκεντρώθηκε περισσότερο κοινό για τις πολύ ιδιαίτερες ηχητικές συμπτύξεις ηλεκτρονικών και ακουστικών κόσμων της αναγνωρισμένης τσελίστριας Viki Steiri και πειραματικές λοξοδρομήσεις του DJ SEX, πρώτο και δεύτερο βράδυ αντίστοιχα. Τα κινούμενα από το beat πλέον sets των Mr. Clarinet και Turbo Teeth είχαν μεταβατικό χαρακτήρα προετοιμασίας προς την κατάδυση στο υπόγειο και ήταν επιτυχημένα τόσο ως προς αυτό τον σκοπό όσο και από τις διαφορετικές προσεγγίσεις αλλόκοτων μουσικών κολάζ και αποδομήσεων που επιχείρησαν.

Προτού κατέβουμε οριστικά στο μείον ένα (η φύση του venue και το πρόγραμμα δεν ενέπνεε για πολλά ανεβοκατεβάσματα) και στο επίκεντρο της δράσης, η συνολική εμπειρία του ισογείου μπορεί να συμπυκνωθεί στον ανοιχτό διάλογο που στήθηκε ανάμεσα στη σύγχρονη τέχνη, τις ελεύθερες μουσικές εξερευνήσεις και τα ερεθίσματα στους ενδιάμεσους «μεθοριακούς» χώρους, μία συνθήκη που ανάλογα την ερμηνεία της κινείτο ανάμεσα σε μία στοχαστική εσωτερίκευση του βιώματος ή σε σκηνικό-καρικατούρα βγαλμένο από ταινία του Ruben Östlund.

Αντίθετα, η εμπειρία στο υπόγειο ήταν αρκετά διαφορετική μεταξύ των δύο βραδιών. Καθοδηγούμενοι από τον βιομηχανικό θόρυβο που δέσποζε στο set της AMR, περάσαμε μέσα από την κουρτίνα για να εισέλθουμε στα ενδότερα, συνειδητοποιώντας τη ποιότητα του ηχοσύστηματος και γενικότερα των τεχνικών υποδομών του χώρου. Με τα sets στο ισόγειο να έχουν ολοκληρωθεί το κοινό άρχισε να πυκνώνει σιγά σιγά για την εμφάνιση του Βραζιλιάνου Iggor Cavalera ο οποίος μας παρέσυρε μεθοδικά στο πυκνό του σύμπαν. Υγροί ήχοι, ανθρώπινες φωνές και μηχανήματα σε αστοχία σε συνδυασμό με την προβολή αινιγματικών πλάνων από την αρχέγονη φύση, προσέδιδαν κάτι το δυσοίωνο και υπερβατικό, ενώ και μπλουζάκι του ίδιου του μουσικού έγραφε “are you bathed in the blood of lamb?” Το set ήταν γεμάτο θεολογικές και οικολογικές αναφορές, μία ηχητική ανατομία της ανθρώπινης αμαρτίας απέναντι στο περιβάλλον, που κορυφώθηκε όταν ο Βραζιλιάνος απομακρύνθηκε από τις κονσόλες του για να παίξει drums πάνω σε ηλεκτρονικούς βόμβους και μετέπειτα να μας αφήσει μέσα από το άκουσμα απόκοσμων μοιρολογίων, ταιριαστά με το πνεύμα της εποχής. 

Είχε γίνει φανερό πως ο κόσμος ήταν έτοιμος πλέον να χορέψει, όταν ο Donato Dozzy εμφανίστηκε στα decks. Ο πολύπειρος Ιταλός μουσικός παραγωγός παρέδωσε ένα αριστοτεχνικό set υψηλής κλάσης από αυτά που πρέπει να θεωρούνται δωρεάν σεμινάρια για επίδοξους DJ. Το ηχητικό διάγραμμα δεν είχε απότομα ύψη και βάθη, αλλά μία σταθερή ανοδική πορεία, καταφερνόντας να διασχίσει αμέτρητα genres (από λατίνα tech μέχρι ανατολίτική progressive techno) χωρίς να χαθεί δευτερόλεπτο η αισθητική ομοιογένεια και ο κόσμος τον οποίον έχτιζε. Αν και αρχικά από τη μέση και πίσω, το κοινό ήταν κάπως μουδιασμένο καθώς περίμενε κάτι πιο προφανές χορευτικά, στη συνέχεια μπήκε στο παιχνίδι κι αυτό, παρασυρόμενο από την εγκεφαλική στρατηγική του προφέσορα της ambient και dub techno. Κάθε δευτερόλπετο ήταν καλύτερο από το προηγούμενο, στην καλύτερη εμφάνιση του διημέρου που τελείωσε μέσα σε κλίμα ευφορίας και εκτίμησης. Η in your face techno της Mad Miran που ακολούθησε φάνηκε πως ζητούσε περισσότερη προσοχή από αυτή που υπήρχε η διάθεση να της δοθεί, ενώ στο κλείσιμο η Aurora Halal συντονίστηκε ξανά με τις επιθυμίες του πλήθους παίζοντας ένα κομψό, εύθραυστο μα πάντα προορισμένο για σωματική εκτόνωση, set.

Το δεύτερο βράδυ στο υπόγειο ήταν αρκετά πιο επεισοδιακό. Όπως αναμενόταν με βάση το πρόγραμμα, το κοινό ήταν πολύ περισσότερο και είχε καταφθάσει ήδη από νωρίς, βιώνοντας με αφοσίωση την πολυαισθητηριακή περφόρμανς των Forensis και Bill Kouligas. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα εναλλακτικό ντοκιμαντέρ το οποίο προβάλλει θραύσματα μνήμης και μαρτυρίες ανθρώπων για τον αποικιακό εφιάλτη της Γερμανίας στη Ναμίμπια, με τα θηριώδη sub-bass να λειτουργούν ως σωματικοί προσομοιωτές της φρίκης με στόχο τη βιωματική μετάδοση και αφομοίωση της πληροφορίας. Άπαντες φάνηκαν να απολαμβάνουν το εμβυθιστικό εγχείρημα, σε αντίθεση με αυτό που ακολούθησε, μία από τις πιο αξιομνημόνευτες αστοχίες καλλιτεχνικής επιμέλειας που θυμάμαι τα τελευταία χρόνια. Ο λόγος για την υπερφιλόδοξη σκέψη να τοποθετηθεί η ιδιαίτερα απαιτητική καλλιτεχνική άποψη του θρυλικού Moritz Von Oswald στη χρονική ζώνη Σάββατο 11-12, που όλος ο γνωστός δυτικός κόσμος με βάση το καπιταλιστικά σμιλεμένο βιολογικό του ρολόι, τη νιώθει ως την ώρα που ζεσταινόμαστε για το πάρτι.

Φυσικά υπήρξε μία αναπόφευκτη σύγκρουση συμφερόντων: ο Γερμανός ήταν εδώ για να μας παρουσιάσει την ιερατική ηλεκτρονική οπερέτα “Silencio”, με μαέστρο, ψάλτες και όλα τα καλά, ενώ το κοινό ήθελε απλώς να ξεκινήσει επιτέλους να χορεύει. Μία απλή τοποθέτηση του συγκεκριμένου, εξαιρετικού και υποβλητικού κατά τ’άλλα, περφόρμανς στο ισόγειο, με ένα παράλληλο χορευτικό set στο υπόγειο θα άφηνε άπαντες ικανοποιημένους, ενώ αντ’ αυτού όλοι οι εμπλεκόμενοι σε αυτό το κουλό πείραμα διαπεραστήκαμε από ένα ηλεκτροσόκ αμηχανίας και ετεροντροπής. Άκουσα δε και κάποια φοβερά σχόλια στις διαδρομές ανάμεσα στο πλήθος με κορυφαίο το «Γιατί νιώθω πως σε λίγο θα θυσιαστούμε;». Λες και περιφερόταν μέρες σε έρημο, το διψασμένο κοινό αναζητούσε μία χορευτική όαση την οποία βρήκε εν μέρει ως άλλο βάλσαμο στον Echo Canyon, με τον Δημήτρη Πατσάρο να επωφελείται πλήρως από αυτή τη συγκυρία: χωρίς να θέλω να αδικήσω καθόλου το πολύ καλό και γεμάτο συναρπαστικές ανατροπές set του, το κοινό θα ψώνιζε ευχαρίστως οτιδήποτε με ψήγμα beat εκείνη τη στιγμή.

Από εκεί και πέρα, οι ισορροπίες αποκαταστάθηκαν και το επιμελητικό τραύμα επουλώθηκε άμεσα. Ο μεγάλος σταρ του διημέρου, Joy Orbison, ήταν ακριβώς αυτό που περιμέναμε: σφυροκοπώντας με όσο άλλο δεν πάει βρώμικη garage μετέτρεψε το υπόγειο σε ένα ιδρωμένο, κακόφημο κλαμπάκι του Νότιου Λονδίνου. Όπως αναμενόταν το αεροπλανικό drop στο “flight fm” ήταν η απόλυτη στιγμή του set, με τις ακουστικές συνθήκες του χώρου να είναι οι ιδανικές για τη μεγιστοποίηση της απόλαυσης του. Και ενώ η μιάσιση ώρα έμοιαζε λίγη στα χαρτιά, ο Joy το πήγε τόσο τάπα που στο τέλος ο χρόνος έμοιαζε υπεραρκετός. Και αν για την αξία του Βρετανού δεν χωρούσαν στοιχήματα, το πιστό στις τζαμαϊκανές του ρίζες dubstep set της underground ηρωΐδας Madam X ήταν μία θριαμβευτική νίκη που μας πήγε ακόμη βαθύτερα στα υπόγεια του Bixton και του Peckham και σε μία εποχή που οι Mala και Loefah σφυρηλατούσαν το genre. Στο set βέβαια χώρεσε αρμονικά όπως και πολυρυθμική tribal techno, όπως η αδιανόητη cumbia-techno του Verraco στο “Godspeed”, δημιουργώντας μία έκρυθμη μουσική βόμβα. To τέλος του Borderline 2025 βρήκε τους εναπομείναντες να έχουν ανέβει στη σκηνή  και χορεύουν εκστατικά δίπλα από τη Madam X που το απολάμβανε με την ψυχή της. 

Παρά το στραβοπάτημα, και το δεύτερο βράδυ άφησε γλυκιά επίγευση, με αυτή τη νέα μορφή του φεστιβάλ να κερδίζει συνολικά το στοίχημα που έθεσε. Σε μία προσπάθεια αναβάθμισης ενός brand είναι λογικό να γίνουν λάθη, το θέμα είναι να αφουγκράζεσαι τις επιθυμίες του κοινού και να τις συνεκτιμάς μέσα στο όποιο όραμα χωρίς διδακτισμούς και υποδείξεις. Υπό αυτή την έννοια, το Borderline έπαιξε στα όρια και κέρδισε, όπως μας έχει συνηθίσει.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured