Ένα από τα κινηματογραφικά genres που «άνθησαν» κυρίως στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα υπήρξαν εκείνο που έβαλε στο μικροσκόπιο του την αρχαία Ρωμαϊκή και Ελληνική εποχή, φτάνοντας αισίως, γεωγραφικά και θεματικά, μέχρι τα κείμενα της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Κάπως έτσι, οι ταινίες «χλαμύδας» (ή ταινίες «peplum» ή «sword and sandal» ) έγιναν το είδος που ένωνε το μνημειώδες υπέρ-θέαμα, την ελαφρώς ρεβιζιονιστική ιστορική φαντασίωση και την έντονη δραματουργική ένταση, με έναν απόκοσμο θρησκευτικό μυστικιστικό – όλα αυτά εντός του στενού πλαισίου ενός σινεμά εμπορικών βλέψεων και μαζικής υπέρ-κατανάλωσης.

Τα πρώτα βήματα του είδους ανιχνεύονται ήδη στην εποχή του βωβού κινηματογράφου, αλλά κάνουν έντονη αίσθηση για πρώτη φορά στην Ιταλία των αρχών του 20ου αιώνα, όπου έργα όπως το Cabiria (1914) του Giovanni Pastrone φέρεται να επηρεάζουν καθοριστικά τον τρόπο με τον οποίο θα «κατασκευαζόταν» το μοντέλου της «επικής αφήγησης» στον mainstream παγκόσμιο κινηματογράφο. Παρ’ όλα αυτά, ήταν το Αμερικανικό σινεμά που έδωσε στο είδος την αίγλη του, καθώς το μετά-πολεμικό Hollywood έψαχνε τρόπους να ανταγωνιστεί την ανερχόμενη τότε τηλεόραση – και το larger than life Βιβλικό έπος υπήρξε η απάντηση: ταινίες γυρισμένες σε CinemaScope (όπως τα πχ τα Ben-Hur (1959), The Ten Commandments (1956), Spartacus (1960)) κατασκευάζουν πελώρια σκηνικά, χρησιμοποιούν πλήθη κομπάρσων και με τις αφηγηματικές τους δομές συνδυάζοντας το δράμα με την θρησκευτικότητα, αγγίζοντας ένα αρκετά ετερόκλητο μα πολυάριθμο κοινό που αναζητούσε τα «υψηλά ιδανικά» της πίστης - θυσίας – λύτρωσης σε ένα υπερθέαμα που έμοιαζε καθολικό και πανανθρώπινο.

Βέβαια, σε γενικές γραμμές το genre δεν έχαιρε ποτέ ιδιαίτερης κριτικής εκτίμησης, πλην σχετικά λίγων περιπτώσεων: o εργαλειακός χαρακτήρας των περισσότερων ταινιών του είδους ήταν ενοχλητικά προφανής -με αιχμές του δόρατος την άκρως «επιθετική» και άκομψη θρησκευτική κατήχηση και κάποιες καλά συγκεκαλυμένες εθνικιστικές κορόνες- ενώ δεν έλειψαν ποτέ και τα έντονα μελοδραματικά στοιχεία, η προβλεψιμότητα της βασικής σεναριακής γραμμής και το υπερβολικό-στο-όρια-του-κωμικού αισθητικό κιτς. Η σαφής αναπαραγωγή στερεοτύπων και η έντονη πολιτική προπαγάνδα ήταν κάτι σύνηθες για το λαϊκό σινεμά της εποχής του Ψυχρού Πολέμου – και το θρησκευτικής θεματολογίας σινεμά, δεν θα μπορούσε να μείνει αμέτοχο από τις τάσεις.

Ωστόσο, μια μεταγενέστερη ανασκόπηση και κριτική ανάλυση - επανεκτίμηση κάποιων ταινιών της εποχής (αλλά και άμεσων επίγονών τους) αποκάλυψε μια πιο πολύπλοκη ιδεολογική διάσταση πίσω από τον βαθύ τους πυρήνα: εμβληματικές ταινίες του είδους απεικόνισαν  πετυχημένα διαχρονικές συγκρούσεις εξουσίας και τα διάφορα ηθικά διλήμματα αυτών, σε άμεση κοινωνικοπολιτική αντιστοιχία με το παρόν και κάτω το πρίσμα μιας πιο προοδευτικής πολιτικής θεώρησης. Άλλες ταινίες άσκησαν ευθέως κριτική στον άκρατο ιμπεριαλισμό και τις σύγχρονες καπιταλιστικές δομές της περιόδου, ενώ υπήρξαν και εκείνες που προχώρησαν ακόμα περισσότερο προς την κατεύθυνση ενός ρητά υπογραμμισμένου ριζοσπαστικού και «επικίνδυνου» πολιτικού σχολιασμού. Ο Spartacus γράφτηκε από τον Dalton Trumbo ως μια εν μέρει απάντηση στο Μακαρθισμό, ενώ O Τελευταίος Πειρασμός του Scorsese άγγιξε τα όρια του βλάσφημου για μια σημαντική μερίδα του κοινού, ακριβώς επειδή τόλμησε να προσεγγίσει την πιο ανθρώπινη πλευρά του Χριστού.

Μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’60 το είδος έχασε τη δημοφιλία του, καθώς η έλευση του Νέου Hollywood έκανε στροφή σε πιο ρεαλιστικές, προσωπικές αφηγήσεις. Ωστόσο, το είδος συνέχισε να επανέρχεται σταδιακά μέσω αναθεωρητικών προσεγγίσεων, μεταμοντέρνων σχολίων και εναλλακτικών αναγνώσεων κάποιων πυρηνικών θεματικών της παγιωμένης θρησκευτικής παράδοσης, ως προς την σχέση τους με την σύγχρονη πολιτισμική συνείδηση -ενδεικτικές ταινίες είναι μεταξύ πολλών άλλων τα Life of Brian των Monty Python, το προαναφερθέν The Last Temptation of Christ του Martin Scorsese, η rock opera - musical Jesus Christ Superstar ή το μινιμαλιστικό και αναστοχαστικό Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο του άθεου Μαρξιστή σκηνοθέτη Pier Paolo Pazolini. Εσχάτως δε, μεγάλοι σκηνοθέτες όπως οι Ridley Scott κτλ έχουν καταπιαστεί ποικιλοτρόπως, τόσο με την συγκεκριμένη ιστορική περίοδο όσο και με την θρησκευτικότητα – με το αμφιλεγόμενο The Passion του 2004 από τον Mel Gibson να σπάει ταμεία και να καθιερώνεται ως η πιο εμπορική θρησκευτική ταινία όλων των εποχών στο παγκόσμιο box office. 

Με αυτά και εκείνα λοιπόν, παρακάτω ακολουθούν σε τυχαία σειρά 10 αγαπημένες ταινίες «Χλαμύδας» - ή αλλιώς, 10 αγαπημένες ταινίες για την Πασχαλινή περίοδο:

Ben Hur (1959)

Το Ben Hur του William Wyler αποτελεί ένα από τα πιο μεγαλειώδη επικά film στην ιστορία του σύγχρονου κινηματογράφου – και ένα από τα milestones του μεταπολεμικού Hollywood. Βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Lew Wallace, αφηγείται την ιστορία του Ιούδα Ben Hur, ενός Ιουδαίου πρίγκιπα που προδίδεται από τον παιδικό του φίλο και καταλήγει σκλάβος - μέχρι να έρθει η στιγμή της εκδίκησης. Παρά όμως την άκρως εντυπωσιακή παραγωγή – η περίφημη σκηνή της αρματοδρομίας παραμένει μέχρι και σήμερα μια από τις πιο καθηλωτικές σκηνές που έχουν αποτυπωθεί ποτέ στο πανί – το Ben Hur κερδίζει τις εντυπώσεις με «κρυφό» χαρτί, τον βαθιά ανθρώπινο του χαρακτήρα: η πορεία του πρωταγωνιστή προς τον στόχο του, έρχεται μέσω μιας διαδρομής γεμάτης απώλειας και τον πόνου. Η ερμηνεία του Charlton Heston στον πρωταγωνιστικό ρόλο είναι αρκούντως στιβαρή και εξόχως συναισθηματικά φορτισμένη, ενώ η μουσική του Miklós Rózsa ντύνει υποβλητικά κάθε μεγαλοπρεπές της ταινίας. Το Ben Hur συνολικά δεν περιορίζεται στον στενό χαρακτηρισμού ενός θρησκευτικού - ιστορικού έπους και καταλήγει σε ένα βαθύ, διαχρονικό υπαρξιακό ταξίδι γύρω από το δίπολο εκδίκησης και λύτρωσης. Η όποια του θρησκευτική διάσταση δεν επιβάλλεται ποτέ στον θεατή αλλά λειτουργεί διακριτικά, σαν το θεματικό background μιας οικουμενικής ιστορίας πίστης και συγχώρεσης. Βραβευμένο με 11 Oscars αποτελεί την πιο πολυβραβευμένη ταινία του παγκόσμιου σινεμά, μαζί με τον Τιτανικό (1997) και το The Lord of the Rings: The Return of the King (2003)

Life of Brian (1979)

Η περίφημη ταινία των Monty Python, μέσα από την τόλμη της καταφέρνει συνολικά ένα καυστικό σχόλιο απέναντι στην οργανωμένη θρησκεία, αλλά και μια σπαρταριστή σάτιρα γύρω από την ιλαροτραγωδία της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ταινία αφηγείται την ιστορία του Bryan, ενός άνδρα που γεννιέται την ίδια μέρα με τον Ιησού και, κατά λάθος, θεωρείται ως ο Μεσσίας. Οι Monty Python, γνωστοί για το σουρεαλιστικό και ανατρεπτικό τους χιούμορ, χρησιμοποιούν την αφήγηση ως όχημα για να σατιρίσουν τη μαζική υστερία, τον φανατισμό, την τυφλή πίστη και την αυθαιρεσία της εξουσίας, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις σε πολλές χώρες την εποχή, όταν και η ταινία έκανε την πρεμιέρα της στους κινηματογράφους. Οι Βρετανοί κωμικοί βέβαια χειρίζονται με αξιοθαύμαστη ισορροπία και σοβαρότητα τις πάμπολες «καυτές» θεματικές ενότητες που ανοίγουν στην ταινία -καταλήγοντας σε μια, τόσο υπαρξιακή όσο και ανατρεπτική θεώρηση της ίδιας της ύπαρξης, με το γέλιο ως ύστατη πράξη ελευθερίας απέναντι στην τραγωδία της ζωής. 

Spartacus (1960)

Το Spartacus του Stanley Kubrick βασίζεται στην ιστορία του ομώνυμου θρυλικού δούλου που ηγήθηκε εξέγερσης εναντίον της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η ερμηνεία του Kirk Douglas στον ρόλο του Σπάρτακου είναι γεμάτη ένταση και πάθος, παρουσιάζοντας έναν ήρωα που δεν είναι άτρωτος, αλλά βαθιά ανθρώπινος. Το Spartacus κινείται διακριτικά αλλά και δυναμικά παράλληλα ανάμεσα στην ιστορική αφήγηση και την πολιτική αλληγορία, αναδεικνύοντας θέματα όπως η ελευθερία, η αξιοπρέπεια, η ταξική καταπίεση και η δύναμη της συλλογικής αντίστασης. Η σκηνοθεσία του Kubrick είναι αναμενόμενα επιβλητική και προσεγμένη στη λεπτομέρεια, ενώ το σενάριο του Dalton Trumbo – γραμμένο κατά τη διάρκεια της Μακαρθικής περιόδου – κουβαλά ένα ισχυρό και διαχρονικό πολιτικό στίγμα. Το Spartacus είναι εν τέλει κάτι παραπάνω από ένα επικό δράμα εποχής - ένα γενναίο μανιφέστο για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την αστείρευτη δίψα για ελευθερία. 

Quo Vadis (1951)

Το Quo Vadis του Mervyn LeRoy, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Henryk Sienkiewicz, αφηγείται την ιστορία του Ρωμαίου στρατηγού Μάρκου Βινίκιου και του έρωτά του για τη χριστιανή Λυγία, καθώς γύρω τους μαίνεται η σύγκρουση μεταξύ του παγανιστικού ρωμαϊκού κόσμου και της ανερχόμενης χριστιανικής πίστης. Με μια φαντασμαγορική παραγωγή σαν κύριο όπλο, η ταινία αποτυπώνει με τον πιο γλαφυρό τρόπο (για τα δεδομένα της εποχής) την απόλυτη χλιδή αλλά και την απόλυτη σήψη της Ρώμης της περιόδου. Η ερμηνεία του σπουδαίου Peter Ustinov ως Νέρωνας είναι αναμενόμενα καθηλωτική, καθώς πλάθει μια γκροτέσκα αλλά και πολύπλευρη απεικόνιση ενός αυτοκράτορα παγιδευμένου σε έναν παραλογισμό εξουσίας και ματαιοδοξίας. Το Quo Vadis είναι ένα έργο που, αν και ακολουθεί τις φόρμες του κλασικού επικού σινεμά της περιόδου, καταφέρνει να θέσει ερωτήματα για την ηθική, τη θρησκεία και την ίδια την βαθύτερη ουσία της ανθρώπινης φύσης. Ώντας ένας πετυχημένος συνδυασμός ρομαντικού δράματος με ψήγματα φιλοσοφικού στοχασμού και επικού σινεμά μεγάλης κλίμακας, η ταινία παραμένει ένα από τα κορυφαία έργα του είδους. 

Jesus Christ Superstar (1973)

Το ροκ μιούζικαλ των Andrew Lloyd Webber και Tim Rice που παρουσιάζει τις τελευταίες μέρες του Ιησού Χριστού μέσα από ένα αναχρονιστικά μοντέρνο, έντονα πολιτικοποιημένο και άκρως συναισθηματικά φορτισμένο πρίσμα. Η μουσική, γεμάτη ενέργεια και δυναμισμό, παντρεύει τα κυρίαρχα μουσικά ρεύματα της δεκαετίας του '70 με το θρησκευτικό δράμα, δημιουργώντας ένα έργο που αμφισβήτησε τα καλλιτεχνικά και κοινωνικά όρια της εποχής του. Η αφήγηση εστιάζει κυρίως στην ανθρώπινη πλευρά του Ιησού και τις συγκρούσεις του με τους μαθητές του, ιδιαίτερα τον Ιούδα. Η απεικόνιση του Ιούδα ως τραγικού χαρακτήρα, με αμφιβολίες και ενοχές, προσδίδει ένα πρωτόγνωρο βάθος σε μια χιλιοειπωμένη ιστορία, ενώ σκηνοθεσία, αν και δεν βρίθει κάποιας ιδιαίτερης βιρτουόζε, τολμάει αρκετά και συνεισφέρει τα μάλα στον άχρονο χαρακτήρα του σεναρίου, γεφυρώνοντας ιδανικά παρελθόν, παρόν και μέλλον. Η ταινία δεν φοβάται να θίξει θέματα εξουσίας, προδοσίας και πίστης και τελικά, Το Jesus Christ Superstar, παρότι αμφιλεγόμενο για κάποιους, παραμένει μέχρι και σήμερα καλλιτεχνικά πρωτοποριακό και βαθιά ανθρώπινο – με ένα soundtrack που έχει κερδίσει, συν τοις άλλοις, επάξια τη θέση του στα πιο κλασσικά soundtracks του 20ου αιώνα. 

Demetrius and the Gladiators (1954)

Το Ο Δημήτριος και οι Μονομάχοι είναι η συνέχεια της ταινίας Ο Χιτώνας και συνεχίζει την ιστορία του Δημητρίου, πρώην σκλάβου και χριστιανού που έρχεται αντιμέτωπος με τις δοκιμασίες της πίστης του μέσα στο βάναυσο και ηδονιστικό περιβάλλον της ρωμαϊκής αρένας. Η ταινία, σκηνοθετημένη από τον Delmer Daves, κινείται με γρήγορους ρυθμούς και εστιάζει περισσότερο στη δράση και την ψυχολογική σύγκρουση του ήρωα παρά στη θεολογική διάσταση του αρχικού έργου. Ο Victor Mature, στον ρόλο του Δημητρίου, αποδίδει με επιτυχία την εσωτερική πάλη ενός ανθρώπου που προσπαθεί να συμφιλιώσει την πίστη του με τα ανθρώπινα πάθη και τις βίαιες συνθήκες στις οποίες καλείται να επιβιώσει. Αν και στερείται της βαθύτερης φιλοσοφικής διάθεσης του Χιτώνα, η ταινία παραμένει αρκούντως αξιόλογη και πληθωρική -τόσο θεματικά, όσο και οπτικά- φωτίζοντας την ανθρώπινη πλευρά της πίστης και την αμφιβολία που εμπεριέχει εκείνη απέναντι στο άγνωστο

The Ten Commandments (1956)

Η επική ταινία του Cecil B. DeMille είναι ένα από τα σύγχρονα αριστουργήματα του κλασικού Hollywood των '50ς, το οποίο συνδυάζει το θρησκευτικό δέος με τη μεγαλειώδη αφήγηση και το ακόμα μεγαλύτερη οπτικό υπερθέαμα. Η γνωστή ιστορία του Μωυσή, από τη σωτηρία του ως βρέφος μέχρι την ηγεσία του λαού Ισραήλ και την παράδοση των εντολών από τον Θεό, αποτυπώνεται με έντονο το στοιχείο της θεατρικότητας και πλούσια για την εποχή οπτικά εφέ. Ο Charlton Heston στον ρόλο του Μωυσή πλάθει μια μορφή που είναι ταυτόχρονα τόσο ανθρώπινη, όσο και ηρωική – με την συναρπαστική του εσωτερική μεταμόρφωση από πρίγκιπας της Αιγύπτου σε προφήτη του Θεού να είναι ο πυρήνας του δράματος. Ο Yul Brynner ως Ραμσής δίνει μια tour de force ερμηνεία και σκηνοθεσία του DeMille επιβάλλεται στον θεατή με τον έντονο θεατρικό της τόνο, ενώ σκηνές όπως το άνοιγμα της Ερυθράς Θάλασσας παραμένουν κλασσικές μέχρι και σήμερα. Η ταινία ξεφεύγει από το θρησκευτικό της πλαίσιο και μετατρέπεται σταδιακά σε μια ιστορία για την απελευθέρωση, τη δικαιοσύνη και την ηθική ευθύνη απέναντι στην τυραννία. Με την επιβλητική μουσική του Elmer Bernstein και την εικαστική της δύναμη, Οι Δέκα Εντολές είναι μια αδιαμφισβήτητα ο ορισμός του κλασσικού Hollywood-ιανού έπους της εποχής του. 

The Last Temptation of Christ (1988)

Το πολυσυζητημένο The Last Temptation of Christ του Martin Scorsese τολμά μια βαθιά υπαρξιακή και τολμηρή προσέγγιση πάνω στην παγιωμένη μορφή του Ιησού. Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη, η ταινία απομακρύνεται από τον παραδοσιακό θρησκευτικό κινηματογράφο και επικεντρώνεται πάνω στον Ιησού (ερμηνευμένο εξαιρετικά από τον Willem Dafoe) όχι ως «θείο πρόσωπο», αλλά ως έναν άνθρωπο γεμάτο αμφιβολία, φόβο και πειρασμό. Η πάλη του Χριστού ανάμεσα στο «θεϊκό» του καθήκον και τις ανθρώπινες επιθυμίες είναι το επίκεντρο της ταινίας– η φαντασιακή του «τελευταία του δοκιμασία» ανάμεσα σε μια ζωή απλή και γεμάτη αγάπη, απέναντι σε μια ζωή γεμάτη αμφιβολία και τρόμο γύρω από την διαφαινόμενη «αποστολή» του. Η σκηνοθεσία του Scorsese είναι γεμάτη ένταση, ενώ η μουσική του Peter Gabriel προσθέτει έναν πρωτότυπο μυστικιστικό τόνο στην «βλάσφημη» φύση της ταινίας. Η ταινία επιχειρεί έναν ειλικρινή διάλογο με την πίστη, την ανθρώπινη φύση και το βάρος της θυσίας – και για αυτό το λόγο προκάλεσε ισχυρές αντιδράσεις και λογοκρίθηκε όσο ελάχιστες ταινίες της εποχής της, σε αρκετές χώρες του κόσμου. 

The Robe (1953)

Ο Χιτών του Henry Koster είναι ένα επικό ιστορικό δράμα με θρησκευτικές αποχρώσεις, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Lloyd C. Douglas. Πρόκειται για την πρώτη ταινία που γυρίστηκε σε CinemaScope, προσφέροντας έτσι ένα πρωτόγνωρα εντυπωσιακό οπτικό θέαμα στο κοινό της εποχής. Η υπόθεση ακολουθεί τον Ρωμαίο στρατιωτικό Μάρκελλο Γάλλιο (Richard Burton), ο οποίος συμμετέχει στη σταύρωση του Ιησού και στη συνέχεια στοιχειώνεται από την ενοχή του, όταν αποκτά τον χιτώνα του. Το ταξίδι του ήρωα από την πίστη στη μεταμέλεια και τελικά στη λύτρωση, αποδίδεται με έντονο συναίσθημα που καλύπτει ολόκληρο το φάσμα του ηθικού προβληματισμού γύρω από το συμβάν, όπως το βιώνει ο πρωταγωνιστής της ταινίας. Η σκηνοθεσία του Koster είναι στιβαρή, αν και σε σημεία ακολουθεί τα συμβατικά σχήματα του είδους, ενώ η μουσική του Alfred Newman ενισχύει διαρκώς τη συγκινησιακή φόρτιση του θεατή απέναντι στα πεπραγμένα επί οθόνης. Τα σκηνικά και τα κοστούμια δε, σε συνδυασμό με τη φωτογραφία της ταινίας και το CinemaScope δημιουργούν ένα αυθεντικό ρωμαϊκό κλίμα – blueprint για τις μελλοντικές ταινίες του είδους.

Il Vangelo secondo Matteo (1964)

Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο του Pier Paolo Pasolini είναι μια από τις πιο λιτές, ειλικρινείς και συγκλονιστικές απεικονίσεις της ζωής του Ιησού Χριστού στη μεγάλη οθόνη. Ο Ιταλός σκηνοθέτης, μαρξιστής και άθεος ο ίδιος, προσεγγίζει την ευαγγελική αφήγηση με απλότητα, σεβασμό και αφοσίωση, δημιουργώντας μια ταινία που ισορροπεί ανάμεσα στο θρησκευτικό δέος και το κοινωνικό όραμα. Ο Ιησούς του Pasolini (ερμηνευμένος από τον άγνωστο τότε Enrique Irazoqui) είναι αυστηρός, επαναστατικός, με βλέμμα φλογερό και πύρινο λόγο. Η αφήγηση ακολουθεί σχεδόν πιστά το κείμενο του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, αποφεύγοντας προσθήκες ή δραματοποιήσεις. Η σκηνοθεσία είναι επηρεασμένη από το νεορεαλιστικό σινεμά: φυσικά τοπία, ερασιτέχνες ηθοποιοί, γυρίσματα σε φτωχά ιταλικά χωριά – προσδίδοντας στο τελικό αποτέλεσμα ακατέργαστη, αυθεντική πνοή. Η χρήση δε της μουσικής – από τον Μπαχ ως αφρικανικά πένθιμα άσματα – ενισχύει τη διαχρονικότητα και την παγκοσμιότητα των θεματικών της. Ο Pasolini δημιουργεί έναν Χριστό που είναι ταυτόχρονα θεϊκός και ανθρώπινος, επαναστάτης και ποιμένας, μεταφέροντας ένα μήνυμα αγάπης και κοινωνικής δικαιοσύνης πέρα από τα αυστηρά θρησκευτικά όρια.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured