Ακόμα και το κοινό εκείνο που δε δίνει δεκάρα για τις εξελίξεις στον χώρο της pop (πόσο μάλλον της λεγόμενης «εμπορικής» και δη της ελληνικής), είναι δύσκολο να μην έχει πάρει χαμπάρι κάπου/κάπως τις πρόσφατες αναζητήσεις της Τάμτα σε πιο εναλλακτικές ατραπούς, τόσο σε ηχητικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο εικόνας.
Το πρόσχαρο κορίτσι από τη Γεωργία, που συστήθηκε στο εγχώριο τηλεοπτικό κοινό πριν από δύο δεκαετίες και κάτι μέσα από γνωστό talent show, είχε δείξει από τότε τα πρώτα ψήγματα μιας διάθεσης για κάτι πιο δημιουργικό και πιο «κόντρα», έστω μέσω των (συχνά) εκκεντρικών στιλιστικών της επιλογών -και όχι μέσω των μουσικών, οι οποίες ήταν σχεδόν πάντοτε ασφαλείς. Τα πάντα άλλωστε επιβαλλόταν να γίνουν σε μια «τόσο όσο» λογική, η οποία δεν θα την πετούσε έξω από το καθιερωμένο πλαίσιο, όσο εκείνη ακολουθούσε την πεπατημένη του ελληνικού pop stardom (νυχτερινές πίστες, lip-syncing σε μουσικά βραβεία, Eurovision, κτλ). Μια πεπατημένη η οποία, ως κάποιου είδους άτυπη δικτατορία της ντόπιας μουσικής βιομηχανίας, έχει στραγγαλίσει την ελεύθερη καλλιτεχνική έκφραση και στραγγίξει κάθε σταγόνα υγιούς δημιουργικότητας από ένα σωρό ταλαντούχα παιδιά που συμβιβάστηκαν –και έχει φράξει την είσοδο σε άλλα τόσα που δεν το έκαναν.
Όσοι είχαν αντιληφθεί, όμως, ότι όλα αυτά τα χρόνια η Τάμτα είχε ανησυχίες για κάτι περισσότερο, δεν εξεπλάγησαν ιδιαίτερα όταν την άκουσαν να συμμετέχει στο “Face” μέσα από το techno project του Die Arkitekt το 2022 (το οποίο πρωτοπαρουσιάστηκε το 2021), ούτε όταν την είδαν να διασκευάζει το γνωστό και λατρεμένο “Freestyler” σε γνωστό τηλεοπτικό event την ίδια χρονιά, σε μια εμφάνιση με late 1990s cyber αναφορές, rave αισθητική και αρκετή αβανγκαρντίλα. Ήταν η απαρχή μιας νέας φάσης αλλά και η γέννηση μίας περσόνας η οποία, με κάποιες παραλλαγές, έχει οδηγήσει την τραγουδίστρια στο σήμερα, με τις ανάρπαστες εμφανίσεις στο SMUT και την κυκλοφορία του καινούριου αυτού EP.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε ότι στο μεταξύ μεσολάβησε το άλμπουμ Identity Crisis (2023), το οποίο, αν και φιλόδοξο, εμφανίστηκε εντέλει κάπως φοβικό και άτολμο, διανύοντας μόνο τη μισή διαδρομή, ενώ κυκλοφόρησε και το EP THE VILLAIN (2024), «σκοτεινό αδερφάκι» του νέου EP, το οποίο είχε να επιδείξει εξαιρετικά ενδιαφέρον υλικό, στο οποίο όμως η παραγωγή σήκωνε δυσανάλογα μεγάλο φορτίο, με τις συνθέσεις και τους στίχους να επισκιάζονται από αυτήν.
Η γνώση όλου του background που περιγράψαμε παραπάνω έχει τη σημασία της για να αντιληφθεί κανείς πόσο σπουδαίο είναι το βήμα που κάνει η Τάμτα και η ομάδα της με το THE HEROINE, μια κυκλοφορία που δίνει την αίσθηση πως αποτελεί τον προορισμό στον οποίο επεδίωκε να φτάσει όλα αυτά τα χρόνια. Μια δουλειά πιο ολοκληρωμένη και πλούσια από ποτέ, στην οποία η εντυπωσιακή παραγωγή συναντά την υπέροχη μελωδικότητα, σε ένα σύνολο 6 κομματιών που ηχεί απελευθερωμένο, εμπνευσμένο και αδιαπραγμάτευτα fun.
Ο κόσμος του THE HEROINE είναι φωτεινός, ευφορικός, ψηφιακός και αναπολογητικά Japanese. Ο ήχος του αντλεί τις επιρροές του από την Grimes της Art Angels περιόδου, τον περσινό rave pop σίφουνα του Brat και τις προσβάσιμες hyperpop στιγμές της SOPHIE, την ίδια στιγμή που η ιαπωνική κουλτούρα δίνει και παίρνει, με αναφορές στη Sailor Moon, τον Goku και το… Hello Kitty, γαργαλώντας κάθε νευρική απόληξη otaku νοσταλγίας των millennials αυτού του κόσμου.
Η δε παραγωγή του, δια χειρός TEO.x3 (είναι ο ίδιος παραγωγός που κυκλοφορεί μουσική ως Die Arkitekt και αποτελεί ξεκάθαρα ένα από τα βασικότερα assets στο πλευρό της Τάμτα τα τελευταία χρόνια), ακολουθεί το δόγμα layers over layers (over layers). Είναι ολόφρεσκη, ποικιλόμορφη και προσεγμένη μέχρι κεραίας. Όπου και να εστιάσεις την προσοχή σου μέσα στο ντελίριο ήχων που κατακλύζουν τα ακουστικά ή τα ηχεία σου, διαπιστώνεις πόσο εξοντωτικά δουλεμένη είναι η κάθε ηχητική λεπτομέρεια του project, χωρίς ωστόσο εκείνο να πέφτει στην παγίδα του παραγυαλισμένου ή να γίνονται εκπτώσεις στον αυθορμητισμό, τη ροή ή την όλη ψυχή του εγχειρήματος.
Το EP δείχνει την ποιότητά του από το πρώτο κομμάτι “A TRUE HEROINE”, το οποίο θυμίζει εισαγωγή που συναντά κανείς σε instant classic δίσκους της εναλλακτικής pop σοδειάς. Δεν είναι κάποιου είδους προβλέψιμο, δυναμικό μπάσιμο, αλλά μια σύντομη, αμιγώς μελωδική έναρξη (με απλή μα φανταστική μελωδία), η οποία παίζει με διάφορους τρόπους με την ανθρώπινη φωνή (pitch, autotune, κτλ) και σε παίρνει γλυκά από το χέρι για να σε βάλει στο σύμπαν του δίσκου.
Από εκεί και πέρα, συμβαίνουν πολλά και διάφορα. Το “CHROME HEARTS”ακούγεται σαν βόλτα στo Harajuku για sugar rush μέρα μεσημέρι, την ώρα που σε καίει κάποιο πολύχρωμο φως. Το ότι πετυχαίνει να φέρει τον Saske στα hyperpop μέτρα του είναι το λιγότερο το πιο εντυπωσιακό είναι ότι δεν ακούγεται σαν οτιδήποτε άλλο έχει παραχθεί ποτέ στην Ελλάδα –συμπεριλαμβανομένης και της βασικής μελωδικής του γραμμής που αρνείται να βγει από το μυαλό από την πρώτη κιόλας ακρόαση, σαν να ζούσε στο ασυνείδητό σου από πάντα και κάποιος να την ανέσυρε.
Είναι ίσως το καλύτερο κομμάτι του EP μαζί με το “MONOTONIA”, ένα μπριζωμένο trance/eurodance-but-make-it-gen-z γλύκισμα που σε βουτάει και δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα μέχρι να τελειώσει η τρίλεπτη ένεση ντοπαμίνης που προσφέρει. Από κοντά και το “HELLO KITTY”, με μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ηχητικές προτάσεις στην tracklist, όπως και η Atari trap του “ΤΟΚΥΟ ΑΤΗΙΝΑ”. Και βέβαια το έξοχο κλείσιμο του δίσκου με το “XOMA”, στο ίδιο low tempo ύφος με την έναρξή του, με τη διαφορά ότι εδώ επέρχεται μια ονειρική κλιμάκωση που οδηγεί σε μια μεγαλειώδη ανθεμική κάθαρση, καθώς η Τάμτα ξεστομίζει εικονοπλαστικούς στίχους που παραπέμπουν στην ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπολου και θυμίζουν το διάσημο «και τι δεν κάνατε για να με θάψετε / όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος» -να το αποδώσουμε άραγε στη συμμετοχή του Γεράσιμου Ευαγγελάτου στα στιχουργικά credits;
Κοινώς, έχουμε ένα 6 στα 6, ένα απολαυστικό tour de force με πυκνή δομή και αστείρευτη δημιουργική διαύγεια, που εναλλάσσει ύφη και διαθέσεις χωρίς να κάνει την παραμικρή «κοιλιά» σε κανένα σημείο της κούρσας και που μετά το πέρας του σε αφήνει διψασμένο για περισσότερο. Είναι ένας νέος πήχης για την τραγουδίστρια, που γεννά προσδοκίες για το μέλλον της δισκογραφίας της, αλλά και ελπίδες πως θα εμπνεύσει και άλλους μουσικούς να σπάσουν τις νόρμες που η ίδια τόσο επιτυχημένα θρυμματίζει.
Μετρώντας το συνολικό αποτύπωμα του THE HEROINE, θα αποφύγουμε βαρύγδουπες δηλώσεις του τύπου «φέρνει τη hyperpop στην Ελλάδα» -πρόκειται άλλωστε για αρκετά niche ιδίωμα και οπωσδήποτε δύσκολο για την εγχώρια αγορά. Αυτό που μπορούμε να πούμε με σιγουριά είναι ότι ακόμα και εμείς που στα 2000s γεμίζαμε τα iPod μας με indie rock και ξινίζαμε γεμάτοι υπεροψία στο άκουσμα των Mad Awards, του Super Idol και όλης της σχετικής συνομοταξίας, πλέον κοντοστεκόμαστε, ακούμε Τάμτα με προσοχή και σπάμε το κεφάλι μας να θυμηθούμε πότε ήταν η τελευταία φορά που η ελληνική pop υπήρξε τόσο φρέσκια, ιδιοσυγκρασιακή και –κυρίως– συναρπαστική. Δεν το λες και λίγο.