Το τρίτο album (από τα τέσσερα συνολικά) που κυκλοφόρησαν οι Feelies κατά τη διάρκεια της ιστορικής τους περιόδου (1980-1991), αδικήθηκε στην εποχή του για δύο κυρίως λόγους:

Πρώτον, επειδή κυκλοφόρησε κάπως αργά, οκτώ ολόκληρα χρόνια μετά το ντεμπούτο τους, όταν η ορμή των underground/college groups της αμερικανικής αναβίωσης είχε κάπως κοπάσει. Ως προς αυτό, οι Feelies αδικήθηκαν διπλά, κυρίως εμπορικά καθώς δεν κατόρθωσαν να καρπωθούν τα οφέλη που επέφερε συνολικά στις μπάντες της εν λόγω σκηνής η εκτίναξη των R.E.M. στις υψηλότερες θέσεις των charts (το άλμπουμ των Feelies έφτασε μόλις στο Νο. 173 του Billboard 200).  

Δεύτερον, επειδή υπήρχε μια τάση τα album των Feelies που ακολούθησαν το Crazy Rhythms, που εκδόθηκε από την Stiff τον Φλεβάρη του 1980, να κρίνονται σε σχέση με το τελευταίο. Ελάχιστα δεύτερα ή τρίτα album από την οποιαδήποτε μπάντα θα άντεχαν στη σύγκριση με ένα τέτοιο κατακλυσμιαίο ντεμπούτο. Μια πιο ψύχραιμη όμως θεώρηση των πραγμάτων θα μπορούσε να καταλήξει στο εξής συμπέρασμα: με δεδομένο ότι οι Feelies ήταν μάλλον η πιο άμεσα βελβετική (περισσότερο και από τους Dream Syndicate) απ’ όλες τις μπάντες της αμερικανικής αναβίωσης, αν το Crazy Rhythms ήταν η «δική τους Μπανάνα» τότε το Only Life ίσως θα πρέπει να λογίζεται ως το δικό τους «Τρίτο Άλμπουμ». Ανάμεσα στα δύο, μεσολάβησε η κυκλοφορία του πιο πρωτόγονου και συνάμα πειραματικού The Good Earth (1986), όπου κυριαρχεί ο ήχος της βιολονίστα Brenda Sauter – με παρόμοιο τρόπο μ’ αυτόν που κυριαρχούσε η βιόλα του John Cale στο  “White Light/White Heat”.   

Οι Feelies είχαν σχηματιστεί στο New Jersey από τους αιώνιους φοιτητές Glenn Mercer και Bill Million∙ δύο κιθαρίστες που έγραφαν απλά και πανομοιότυπα riff, που το παίξιμό τους τυλίγεται το ένα γύρω από το άλλο, φτιάχνοντας, σε συνδυασμό με τα κοφτά χτυπήματα του απίθανου ντράμερ Stan Demeski, διακριτά στρώματα ήχου, πάνω από τα οποία ο Mercer μουρμουρίζει με υπνωτικό τρόπο, θυμίζοντας Lou Reed στην απομόνωση ή έναν πιο βαρύθυμο Jonathan Richman.

To Only Life περιλαμβάνει εννέα πρωτότυπες συνθέσεις και ολοκληρώνεται με μια διασκευή στο “What Goes On” από το…τρίτο άλμπουμ των Velvets. Η εισαγωγή με το ομώνυμο κομμάτι είναι αργή και μινιμαλιστική, παραπέμποντας κάπως στο “Little Johnny Jewel” των Television, ενώ ολόκληρο το υπόλοιπο album ακούγονται σαν σπουδή στην νευρώδη γκαραζιέρικη ποπ του “There She Goes” των Velvets και του “She Cracked” των Modern Lovers ή ακόμα και στο “Murmur” των REM – ο Peter Buck εξάλλου είχε κάνει παραγωγή στον δεύτερο δίσκο των Feelies. Σε αυτά τα μονοπάτια κινούνται κομμάτια όπως το “Too Much”, το “For Awhile” και το “Deep Fascination”, με το πανέμορφο power-pop ρεφρέν του, για ν΄ ακολουθήσει το “Higher Ground”, όπου οι κιθάρες σκοτεινιάζουν, το distortion ανάβει και η παραμορφωμένη μελωδία οδηγείται σ’ ένα απρόσμενο σημείο όπου το “That’s What You Always Say” των Dream Syndicate συναντά το “Disorder” των Joy Division,

To “The Undertow” κανοναρχούν τα κυμβαλίσματα στα percussion, εδώ ο ρυθμός γίνεται πιο επικός και το post punk κατά βάση κομμάτι προσλαμβάνει τη δυναμική ενός επαναστατικού εμβατηρίου.   

Οι ταχύτητες ανεβαίνουν επικίνδυνα στο “A Final World” και το “Too Far Gone”, οι εντάσεις τσιτώνονται, ο Mercer υποδύεται άλλοτε τον νευρωτικό εραστή κι άλλοτε τον ψυχωτικό δολοφόνο, είτε τα πεις βελβετικά-πανκ, είτε κάντρι-πανκ, είτε ποστ-πανκ, πάλι μέσα θα πέσεις. Στο “Too Far Gone” ειδικά, ο Mercer φτύνει με μένος τις λέξεις στους στίχους, παρόμοια με τον Gordon Gano στο “Kiss Off” από το πρώτο album των Violent Femmes.   

Προτελευταίο κομμάτι το εκπληκτικό “Away”, το βίντεο του οποίου σκηνοθέτησε τότε ο Jonathan Demme. Ξεκινά κάπως παραπλανητικά, με μια αργόσυρτη μπλουζάτη μελωδία που θυμίζει το “Albatross” των Fleetwood Mac, προτού δομηθεί σταδιακά σ’ ένα κομμάτι υψηλής ενέργειας και ξεσπάσει σε ένα μπαράζ από φασαριόζικες κιθάρες σαν το “Real Cool Time” των Stooges. Είναι ένας ελιγμός απόλυτης αυτοπεποίθησης που προμηνύει εντυπωσιακά τη διασκευή στο "What Goes On" των Velvets. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν οι Feelies είχαν ακούσει τότε τις διάφορες live/bootleg εκδοχές του κομματιού (από εμφανίσεις των Velvets στο Electric Ballroom του Σαν Φρανσίσκο, στο Whiskey A-Gο-Gο του L.A, κ.ά.), όπου οι Velvets γκαζώνουν τον ρυθμό και σχεδόν διπλασιάζουν τη διάρκεια της εκτέλεσης, δίνοντας άπλετο χώρο και χρόνο στο ηλεκτρικό πιάνο του Doug Yule (που είχε αντικαταστήσει τον Cale)∙ πάντως η διασκευή των Feelies αυτό το “What Goes On” φέρνει περισσότερο στο μυαλό και λιγότερο την πιο συμμαζευμένη, στούντιο εκδοχή του τραγουδιού.

Επιστρέφοντας στο σημείο εκκίνησης αυτού του κειμένου, τo Only Life μπορεί να μην είναι ένα τόσο συνταρακτικό album όσο το Crazy Rhythms, όμως για τη σκηνή που αντιπροσωπεύει, στέκεται επάξια ανάμεσα στα καλύτερα album που έκαναν την ίδια εποχή οι σύγχρονοι των Feelies, γκρουπ όπως οι R.E.M. ή οι Dream Syndicate. Λίγες μπάντες και λίγοι δίσκοι από τα 80s αξιώνουν μια τέτοια θέση.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured