Οι δημιουργοί του Νονού δεν είχαν να αντιμετωπίσουν μόνο τις κλασικές δυσκολίες που υπάρχουν στα γυρίσματα μιας ταινίας, αλλά βίωσαν στιγμές που θα μπορούσαν να είναι μέρος του σεναρίου. Πάλεψαν με την ίδια τη Μαφία. Οι άδειες για τις τοποθεσίες που είχαν εξασφαλίσει ανακλήθηκαν ανεξήγητα, το αυτοκίνητο του παραγωγού Αλ Ράντι ένα βράδυ γέμισε σφαίρες και άνθρωποι της Μαφίας προσπάθησαν να συμμετάσχουν στην ταινία σε τρίτους ρόλους ή ως κομπάρσοι.
Αυτά ήταν τα πρώτα σημάδια για το ότι κάποιοι δεν ήθελαν να γυριστεί η ταινία, ανάμεσά τους και ο Φρανκ Σινάτρα, ο οποίος είχε άγριο καυγά με τον συγγραφέα Μάριο Πούζο. Οι κόντρες δεν περιορίστηκαν μόνο στους εξωτερικούς παράγοντες, αλλά ο Φράνσις Φορντ Κόπολα έπρεπε να δώσει μάχες για τους ηθοποιούς, για τους συνεργάτες του, ακόμη και για τη μουσική.
Η ιστορία της δημιουργίας του Νονού είναι τόσο δραματική, οπερατική και διασκεδαστική όσο και η ίδια η ταινία. Στο πέρασμα των χρόνων έχουν ειπωθεί πολλά και οι εκδοχές μερικές φορές είναι αντικρουόμενες, αλλά πάντα συναρπαστικές. Ο δημοσιογράφος Mark Seal διάβασε κάθε βιβλίο και έρευνα που είχε γίνει, ανέκρινε τον σκηνοθέτη Φράνσις Φορντ Κόπολα, τους ηθοποιούς Αλ Πατσίνο, Τζέιμς Κάαν, Τάλια Σάιρ, αλλά και μια σειρά ανθρώπων που έζησαν από κοντά όλες τις πτυχές της δημιουργίας της. Αυτό το βιβλίο έρχεται να γράψει «την οριστική ιστορία της ταινίας που άλλαξε τον κινηματογράφο».
Οι Αταίριαστοι
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Νονός γυρίστηκε κόντρα σε κάθε πιθανότητα, αν αναλογιστεί τις ιδιαιτερότητες των βασικών συντελεστών ή τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν τότε. Ο ίδιος ο Κόπολα είχε στο βιογραφικό του ως σκηνοθέτης τέσσερις ασυνήθιστες ταινίες μεγάλου μήκους και μια χούφτα ελαφρά πορνό. Ο σταρ της ταινίας (Μάρλον Μπράντο) ήταν μια παρηκμασμένη θεότητα, θεωρείτο πλέον αναξιόπιστος και δεν μπορούσε να απομνημονεύσει τις γραμμές του, συν ότι ήταν βαθιά χρεωμένος και σκεφτόταν το τρίτο του διαζύγιο. Ο συμπρωταγωνιστής του (Πατσίνο) είχε πάρει μέρος σε φιλμ που δεν γνώρισαν επιτυχία και εργαζόταν ως νταξιθέτης σε θέατρο και κλητήρας για τα προς το ζην∙ τα στούντιο τον θεωρούσαν πολύ κοντό, πολύ μεγάλο σε ηλικία για τον ρόλο το Μάικλ και πολύ άπειρο για τον ρόλο του – ο Πατσίνο είχε κυρίως προϋπηρεσία στο θέατρο. Και ο άντρας που επέβλεπε την παραγωγή (Ρόμπερτ Έβανς) ήταν ένας ανυπόφορος ναρκισσιστής, εθισμένος στην κοκαΐνη, με μια λαμπερή σύζυγο (Άλι ΜακΓκρο) που ετοιμαζόταν να τον παρατήσει για τον Στιβ Μακουίν.
Όλοι οι προαναφερθέντες συγκρούστηκαν μεταξύ τους αλλά και με τους εαυτούς τους, καθώς και με τους επιβλέποντες executives της Paramount Pictures, ξεπερνώντας τον προϋπολογισμό τους, τις προθεσμίες τους και την υπομονή όλων των εμπλεκομένων. Αλλά στο τέλος, αυτό το πλήρωμα των επιβεβαιωμένα απροσάρμοστων παρέδωσε ένα ανεπανάληπτο αριστούργημα: το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου κατατάσσει τον Νονό ως τη δεύτερη καλύτερη αμερικανική ταινία όλων των εποχών, ακριβώς πίσω από τον Πολίτη Κέιν του Όρσον Γουέλς.
The Kid stays in the picture
Η ταινία του 1972 αναζωογόνησε το Χόλιγουντ, ανέβασε τον Φράνσις Φορντ Κόπολα στις τάξεις των μεγάλων σκηνοθετών, έσωσε την καριέρα του Μάρλον Μπράντο και βοήθησε στη δημιουργία μιας νέας γενιάς αστέρων του κινηματογράφου: Αλ Πατσίνο, Τζέιμς Κάαν, Ρόμπερτ Ντιβάλ και Νταϊάν Κίτον. Απέκτησε δύο συνέχειες, το ένα από αυτά αριστουργηματικό, ίσως ανώτερο κι από το πρώτο (The Godfather Part II), το άλλο αξιοπρεπέστατο (The Godfather Part III).
Η ιστορία πίσω από τα γυρίσματα του Νονού έχει ειπωθεί αρκετές φορές. Από τη σχετική βιβλιογραφία, αναφέρω ενδεικτικά το The Godfather Journal του Ira Zuckerman (Manor Books, 1972), το The Godfather Notebook του ίδιου του Κόπολα (Regan Arts. 2016), τη βιτριολική βιογραφία του Ρόμπερτ Έβανς με τίτλο The Kid Stays In The Picture (Newstar, 1975) και την καταπληκτική μελέτη Easy Riders & Raging Bulls του Peter Biskind (Simon & Schuster, 1998), που καταπιάνεται διεξοδικά με τη φοβερή φουρνιά σκηνοθετών του αμερικανικού κινηματογράφου του 1960-1970 (Κόπολα, Σαμ Πέκινπα, Τζον Κασσαβέτης, Μάρτιν Σκορσέζε, Πίτερ Μπογκντάνοβιτς, Γουίλιαμ Φρίντκιν, Ρόμπερτ Όλτμαν, Μπράιαν ντε Πάλμα, κλπ.) Τα βιβλία όμως αυτά, παρά την αδιαφιλονίκητη αξία τους, εστιάζουν στους πρωταγωνιστές και στις ιστορίες τους. Στο πώς, για παράδειγμα, ο Μπράντο, προκειμένου να μεταμορφωθεί σε Ντον Βίτο Κορλεόνε, έβαψε την αλογοουρά του με μαύρο βερνίκι παπουτσιών, γέμισε τα μάγουλά του με βαμβακερά μπαλάκια και χαμήλωσε τη φωνή του δύο οκτάβες για το δοκιμαστικό που του έδωσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ή στον μνημειώδη καυγά ανάμεσα στον Κόπολα και στον παραγωγό Ρόμπερτ Έβανς σχετικά με το αν είναι κατάλληλος ο άγνωστος Πατσίνο για τον ρόλο του Μάικλ Κορλεόνε, με τον παραγωγό τελικά να κερδίζει τον σκηνοθέτη, εκτοξεύοντας στο πλατό την θρυλική πια ατάκα «The Kid stays in the picture». Θα δούμε όμως, λίγο πιο κάτω, ότι ο Mark Seal, παραθέτει μια διαφορετική εκδοχή πάνω στο ίδιο θέμα.
Το άτεχνο έπος σεξ & βίας του Πούζο
Είναι οι δεύτεροι, οι πιο ξεχασμένοι χαρακτήρες που κάνουν συχνά συναρπαστικές τις αφηγήσεις στα βιβλία με θέμα τον κινηματογράφο. Ο Mark Seal επιλέγει να εστιάσει, μεταξύ άλλων, στον ξεχασμένο συγγραφέα του Νονού: τον Μάριο Πούζο, τον παραιτημένο, απογοητευμένο συγγραφέα με χρόνιο εθισμό στον τζόγο και τα ζυμαρικά με υψηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες, ο οποίος αποφασίζει να γράψει ένα μυθιστόρημα για τη μαφία σε μια προσπάθεια να ξεπληρώσει τα υπέρογκα χρέη του. Δεν είναι τυχαίο ότι πιο αγαπημένο μυθιστόρημα του Πούζο ήταν Ο Παίχτης του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι. Παρά την ιταλοαμερικανική καταγωγή του, ο Πούζο δεν ήξερε σχεδόν τίποτα για το Mob όταν ξεκίνησε τη συγγραφή του βιβλίου και έκανε πολλή έρευνά, μιλώντας με καλά ενημερωμένους ντίλερς και κρουπιέρηδες στα καζίνο των ξενοδοχείων Sands και Tropicana στο Λας Βέγκας (τα οποία ελέγχονταν από τη Μαφία από την εποχή του Λάκι Λοτσιάνο και του Μέγιερ Λάνσκι). «Ποτέ δεν συνάντησα έναν πραγματικά ειλικρινή γκάνγκστερ», παραδέχθηκε αργότερα.
…Κάτι που φαίνεται ξεκάθαρα στο βιβλίο. Το φερόμενο ως έπος του Πούζο, που εκτείνεται σε περισσότερες από 400 σελίδες, πέρα από το είναι λογοτεχνικά παντελώς άτεχνο, στερείται επιπλέον και κάθε ίχνος ρεαλισμού. Υποτίθεται ότι αποτυπώνει την αυθάδη σκληρότητα και τη βαναυσότητα των μαφιόζων που απεικονίζει, αλλά και την αφοσίωσή τους στις οικογένειές τους και την αίσθηση τιμής. Τίποτα από αυτά φυσικά δεν ισχύει – πέρα από την δίχως όρια βαναυσότητα. Ο Πούζο προσπάθησε να μεταλαμπαδεύσει σε κοινούς, ανελέητους φονιάδες τους ηθικούς κώδικες που συναντάμε στους ήρωες στα έπη της εποχής του Βιργιλίου (Αινειάδα)∙ με τον τρόπο του εξευγένισε τους μαφιόζους, τους κατέστησε πιο γοητευτικούς, ήταν τύποι που μέχρι και να τους συμπαθήσει μπορούσε κανείς.
Το μυθιστόρημα φυσικά περιέχει και άφθονες αισθησιακές σκηνές, το είδος των γλυκερών αισθησιακών σκηνών που θα έφτυναν ακόμα και το χειρότερα σοφτ-πορνό βιβλιαράκια τσέπης που κυκλοφορούσαν στην Αμερική του ’60, τα επονομαζόμενα sleazy erotic paperbacks. Ενδεικτικό απόσπασμα: «Οι μηροί της εξέπεμπαν ένα ελαφρύ ροζ και τα μάτια της έλαμπαν, ενώ τον κοιτούσε. Ο Τζόνι ώθησε προς τα κάτω το σώμα της, κρατώντας με το χέρι του σταθερό το κεφάλι της, ώστε το στόμα του να φυλακίσει το δικό της σε ένα βάναυσα τιμωρητικό φιλί. Με το άλλο χέρι του έσκισε με μανία το μεταξωτό εσώρουχό της ώστε να αποκτήσει μεγαλύτερη πρόσβαση στη ζεστή, υγρή βελούδινη σάρκα της…»
Όλες οι λογοτεχνικές ατέλειες του μυθιστορήματος ευνόησαν όμως την κινηματογραφική μεταφορά του και την τελική τεράστια εισπρακτική του επιτυχία. Σε ό,τι αφορά την καλλιτεχνική, η Άγρια Συμμορία των πρωταγωνιστών αυτής της ιστορίας μετάτρεψε την ακατέργαστη πρώτη ύλη του βιβλίου σε ένα βίαιο δράμα σαιξπηρικών αξιώσεων.
«Ήταν ιδιοφυή η ιδέα του Πούζο να τους μετατρέψει σε οικογενειάρχες», έγραψε η κριτικός Μαρία Λαουρίνο στη Wall Street Journal. Ακόμη πιο εμφατικά, ο Πούζο μετέτρεψε τη Μαφία σε μεταφορά για την ίδια την Αμερική - την απληστία, τη βία, τις αξιώσεις και τις προδοσίες της. Το μυθιστόρημα, που δημοσιεύτηκε το 1969, έγινε τεράστιο μπεστ σέλερ. Ο Ρόμπερτ Έβανς, ο νεαρός, επιθετικός, όμορφος και οξυδερκής επικεφαλής παραγωγής του Playboy, ο οποίος είχε επιφορτιστεί να διαχειριστεί την περιουσία της Paramount, είχε ήδη αγοράσει τα δικαιώματα για μόλις 12.500 δολάρια.
Η Paramount δεν ήταν ενθουσιώδης. Η πρόσφατη σύλληψη του αρχιμαφιόζου Τζο Κολόμπο, αρχηγού της φαμίλιας Λουτσιάνο, είχε προκαλέσει μεγάλο θόρυβο στην κοινή γνώμη. Δεκάδες βίαια εγκλήματα είχαν αποκαλυφθεί, τα πρωτοσέλιδα του Τύπου είχαν καταληφθεί από πηχυαίους τίτλους και αιματηρές φωτογραφίες. Όταν ανακοινώθηκε ότι η Paramount σκοπεύει να γυρίσει ένα φιλμ που θα απεικονίζει «το πραγματικό πρόσωπο της Μαφίας», τα στούντιο άρχισαν να δέχονται απειλητικά τηλεφωνήματα. Όμως ο Έβανς θεώρησε ότι το πρόβλημα θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί καλύτερα με την πρόσληψη ενός Ιταλοαμερικανού σκηνοθέτη – που μπορεί να είχε άκρες με τα wiseguys. Επέλεξε τον 30χρονο Φράνσις Φορντ Κόπολα. Ο τελευταίος αρχικά ήταν δύσπιστος και δεν έδειξε ενθουσιασμό. Ο Κόπολα, ο οποίος αναδείχθηκε από τη σχολή του πατριάρχη του αμερικανικού ανεξάρτητου κινηματογράφου Ρότζερ Κόρμαν, ήθελε να γυρίζει αρτίστικα, πειραματικά φιλμ. Ωστόσο, όπως ο Πούζο και ο Μπράντο, έτσι και αυτός ήταν βαθιά χρεωμένος, καθώς είχε ανοίξει το δικό του ανεξάρτητο στούντιο. Έβαλε στην τσέπη την αμοιβή του σκηνοθέτη των 175.000 δολαρίων και απρόθυμα άρχισε να δουλεύει.
Το αντισυμβατικό κάστινγκ
Ο Κόπολα κατάφερε να ξεπεράσει τις αναστολές του, όμως οι αρχικές επιλογές του Έβανς για το κάστινγκ κρίνονται σήμερα κάπως εμπορικές, κλισαρισμένες και συγχρόνως ακατανόητες - ο Έρνεστ Μποργκνάιν ως Νονός, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ ως Μάικλ Κορλεόνε, ο Ράιαν Ο’ Νιλ ως Σαντίνο Κορλεόνε….Τελικά επικράτησε ο Κόπολα, που επέβαλε τον Μπράντο, τον Πατσίνο και τον Τζείμς Κάαν για τους παραπάνω ρόλους.
Σε ό,τι αφορά τον Μπράντο, πάντως, ο σκηνοθέτης χρειάστηκε να συγκρουστεί και με τα αφεντικά της Paramount Pictures. Τα μεγαλοστελέχη του στούντιο μισούσαν την ιδέα να στηρίξουν τον Μπράντο, ο οποίος είχε σπαταλήσει την προηγούμενη δεκαετία κάνοντας κυρίως αποτυχημένες ταινίες. Τον έβαλαν να καταβάλει εγγύηση ενός εκατομμυρίου δολαρίων για να διασφαλίσουν ότι δεν θα καθυστερούσε τα γυρίσματα της ταινίας και επέμειναν ότι θα παραιτηθεί από τον συνήθη μισθό του για μια ευκαιριακή αμοιβή 50.000 δολαρίων. Συμφώνησε απρόθυμα – και έδωσε την ερμηνεία της ζωής του (μαζί με το Λιμάνι της Αγωνίας), κερδίζοντας το Όσκαρ Α’ Αντρικού Ρόλου.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε ο Mark Seal στον δημοσιογράφο Paul Davis, που επιμελείται τη στήλη On Crime στους Washington Times, ο συγγραφέας του βιβλίου μίλησε για τις διαμάχες στα κινηματογραφικά πλατό. Ο Mark Seal πιστώνει στον Κόπολα και όχι στον Έβανς την επιλογή του καστ:
«Ο Έβανς και ο Κόπολα πολέμησαν σχεδόν για κάθε πτυχή της ταινίας. Ο μεταξύ τους πόλεμος ήταν πιο σφοδρός από τον πόλεμο της οικογένειας Κορλεόνε στην οθόνη. Μάλωναν για τη μουσική, τη διάρκεια της ταινίας, το τελικό μοντάζ και πολλά άλλα. Ευτυχώς, το καστ που οραματίστηκε ο Κόπολα από την αρχή - Αλ Πατσίνο, Τζέιμς Κάαν, Νταϊάν Κίτον, Ρόμπερτ Ντιβάλ και Μάρλον Μπράντο - ήταν το τελικό καστ. Αλλά χωρίς την σκληρή αποφασιστικότητα του σκηνοθέτη, θα μπορούσε εύκολα να είχε πάει αλλιώς».
Ο ρόλος της Μαφίας
Ενώ ο Κόπολα φιλονικούσε με τα κινηματογραφικά αφεντικά, ο παραγωγός Αλ Ρούντι διαπραγματευόταν με ένα αληθινό: τον Τζόζεφ Κολόμπο τον πρεσβύτερο, τον επικεφαλής μιας από τις πέντε φαμίλιες (Μπονάνο, Κολόμπο, Γκαμπίνο, Τζενοβέζε, Λουκέζε), τις πέντε κύριες οικογένειες του οργανωμένου εγκλήματος της Νέας Υόρκης και ιδρυτή της Ιταλοαμερικανικής Ένωσης Πολιτικών Δικαιωμάτων. Η Ένωση προσπάθησε να σταματήσει την ταινία με μια εκστρατεία επιστολών, διαμαρτυριών και απειλών. Στη συνέχεια, ο Ράντι συναντήθηκε με τον Τζο Κολόμπο, ο οποίος ζήτησε ένα πράγμα: τη διαγραφή μιας λέξης που ένιωθε ότι συμβόλιζε τη στερεοτυπική απεικόνιση των Ιταλοαμερικανών στα μέσα ενημέρωσης, τη λαϊκή κουλτούρα και τον κινηματογράφο: Μαφία. Ο Ράντι συμφώνησε να διαγράψει τους όρους «Μαφία» και «Κόζα Νόστρα» από το σενάριο της ταινίας και να μεταφέρει τα έσοδα από την πρεμιέρα στη Νέα Υόρκη στο ταμείο νοσοκομείων της προαναφερθείσας Ένωσης. Σε αντάλλαγμα, ο Κολόμπο έδωσε την ευλογία του στο φιλμ και εξασφάλισε την αγαστή συνεργασία ενός από τα πιο ισχυρά εργατικά συνδικάτα της πόλης – που ελεγχόταν από τη φαμίλια του.
Απαντούν πολλές τέτοιες συναρπαστικές μικροϊστορίες στο βιβλίο του Mark Seal. Για παράδειγμα, η σκηνή στον Νονό ΙΙ, όπου ο νεαρός Βίτο Κορλεόνε βαστάει τσίλιες στη διάρρηξη μιας οικίας και αμείβεται μ’ ένα χαλί από τα κλοπιμαία, βασίζεται στα νεανικά βιώματα του συγγραφέα που αλήτευε στους δρόμους της συνοικίας του Hell’s Kitchen.
Η επιλογή του ονόματος Κορλεόνε προέρχεται από το ομώνυμο σικελικό χωριό. Ο Πούζο το ανακάλυψε στις σελίδες του βιβλίου The Honoured Society: The Sicilian Mafia Observed του Norman Lewis (1964), έναν μη μυθοπλαστικό οδηγό στο γενεαλογικό δέντρο της σικελικής Μαφίας.
Στο ανεπανάληπτο λουτρό αίματος στο γκραν-φινάλε του πρώτου Νονού, όπου ο Μάικλ Κορλεόνε ξεπαστρεύει έναν προς έναν τους ανταγωνιστές του, η σκηνή της δολοφονίας του αφεντικού του Λας Βέγκας, του διοπτροφόρου Μο Γκριν, βασίζεται στην πραγματική δολοφονία του μεγαλομαφιόζου Αλμπέρτο Αναστάζε σ’ ένα μπαρμπέρικο δίπλα στο Sheraton της Νέας Υόρκης το 1954.
Ο χαρακτήρας του γλυκανάλατου Ιταλοαμερικανού τραγουδιστή Τζόνι Φοντέιν, προστατευόμενου του Νονού, προφανώς είχε ως πρότυπο τον Φρανκ Σινάτρα – που είχε με τη σειρά του γνωστούς δεσμούς με τη Μαφία. Όπως όμως εκμυστηρεύτηκε ένας κρουπιέρης που ήταν στα κόλπα στον Μάριο Πούζο όταν ο τελευταίος έκανε έρευνα για να γράψει το βιβλίο, «(οι μαφιόζοι) σέβονται τον Σινάτρα, όμως αγαπούν περισσότερο τον Ντιν (Μάρτιν)».
Μια από αυτές τις ιστορίες αφορά φυσικά τον πρωτότυπο τίτλο του βιβλίου. Αποκαλύπτει τον κυνισμό και την απουσία ηθικών φραγμών που χαρακτηρίζει τους μαφιόζους, συν την έφεσή τους στην καλοπέραση και στην εκλεκτή -ιταλική γαρ!- γαστρονομία. Σε κάποιο σημείο, προς τη μέση της ταινίας, ο τροφαντός κάπο Πίτερ Κλεμέντζα, τον οποίο υποδύεται ο Ρίτσαρντ Καστελάνο, πρόκειται να βγάλει από τη μέση τον χαφιέ Πόλι Γκάτο που έχει διεισδύσει στην οικογένεια Κορλεόνε. Η εκτέλεση γίνεται σε κάποιον προαστιακό δρόμο. Ο Κλεμέντζα λέει στον χαφιέ ότι τάχα έχουν να πάνε για μια δουλειά έξω από την πόλη. Οδεύοντας προς τον υποτιθέμενο προορισμό, ο μαφιόζος ζητά από τον σοφέρ-συνεργό του να κάνουν στάση στο αγαπημένο του ιταλικό ζαχαροπλαστείο για να αγοράσει ένα κουτί κανόλι – παραγγελιά της συζύγου του. Οδηγούν λίγα μίλια μακριά από την πόλη και…μπαμ! Αφού έχει τελειώσει η δουλειά, αφού έχoυν πυροβολήσει πισώπλατα το θύμα στον σβέρκο, καθαρίζουν το αυτοκίνητο από τα ίχνη και το παρατάνε. Ο Κλεμέντζα λέει στον οδηγό: Leave the gun, take the cannoli.
Mark Seal, Γυρίζοντας τον Νονό
Εκδόσεις Δίχτυ, 2024
Μετάφραση: Δημοσθένης Χριστόπουλος
σελ: 486
Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Mark Seal εντάχθηκε στο περιοδικό Vanity Fair ως συντάκτης το 2003, καλύπτοντας ιστορίες τόσο ποικίλες όπως το σκάνδαλο Bernie Madoff, η ιστορίες όπως αυτές του Ghislaine Maxwell, του Tiger Woods, αλλά και του Ολυμπιονίκη Όσκαρ Πιστόριους.
Εκτός από τον Νονό, έχει ασχοληθεί και με τα παρασκήνια και άλλων κλασικών ταινιών όπως το Pulp Fiction. Υπήρξε δύο φορές φιναλίστ των National Magazine Awards. Το 2016 το άρθρο του στο Vanity Fair «The Over the Hill Gang», για μια συμμορία συνταξιούχων κλεφτών που πραγματοποίησε τη μεγαλύτερη ληστεία κοσμημάτων στη βρετανική ιστορία, ήταν η βάση της ταινίας του 2018, King of Thieves, με πρωταγωνιστή τον Michael Caine.
Έχει γράψει ακόμα τα βιβλία Wildflower, για την συναρπαστική ζωή και τη βάναυση δολοφονία της Κενυάτισσας φυσιοδίφη και κινηματογραφίστριας Joan Root, και The Man in the Rockefeller Suit, για τον διαβόητο απατεώνα Clark Rockefeller.