Εδώ και χρόνια η Charli XCX - ή Charlotte Emma Aitchison όπως είναι το πραγματικό της όνομα - χτίζει ένα δυνατό cult status ανάμεσα στις τάξεις των πιο εναλλακτικών και χιπ παιδιών των ύστερων millennials. Τόσο γι’ αυτό το κοινό, όσο και για τα γνωστά media με τον αντίστοιχο χαρακτήρα, είναι η αδικημένη pop star της καρδιάς τους, εκείνη που έχει όλο το πακέτο - και τις ευχές τους - για να πετάξει περήφανα από την αγκαλιά τους και να κατακτήσει τον κόσμο. Το προηγούμενο της άλμπουμ Crash φτιάχτηκε με αυτή τη φιλοδοξία, και ενώ ήταν πράγματι το πιο επιτυχημένο εμπορικά άλμπουμ της φάνηκε πως η Βρετανίδα δεν ένιωθε άνετα με τον καλογυαλισμένο electro pop ήχο του χάνοντας μέρος της αυθεντικότητας της που είναι και το βασικό στοιχείο της ταυτότητας της. 

Φτάνουμε στο σήμερα και αφού διαβάζετε αυτή την κριτική πιθανώς έχετε αντιληφθεί τον ανεπανάληπτο χαμό γύρω από το #bratsummer που ζούμε. Αφήνοντας πίσω την δισκογραφική Asylum και κυρίως την ψευδαίσθηση πως μπορεί να γίνει μία ακόμη παραλλαγή της pop star κονσέρβας που οραματίζεται η μουσική βιομηχανία, η Charli XCX κατάφερε να κυκλοφορήσει επιτέλους έναν κορυφαίο pop δίσκο, παίζοντας το παιχνίδι με τους δικούς της όρους. To BRAT ακούγεται σαν να ξεπήδησε από την εποχή 2015-2018, των mixtapes και του Vroom Vroom EP, με τη διαφορά πως αφενός το songwriting είναι κλάσεις ανώτερο και, αφετέρου ο mainstream μουσικός κόσμος έχει συγκλίνει ακόμη περισσότερο προς την underground αισθητική και έχει αγκαλιάσει το προσιτό και γήινο πρότυπο pop star που πρεσβεύει η Charli.  

Club bangers με rave ενέργεια που ήδη μοιάζουν κλασικά, αφτιασίδωτες μπαλάντες που αγγίζουν σύνθετα ζητήματα με ειλικρινή τρόπο και στιγμές εθιστικής, καθαρόαιμης, sing-along pop χαρίζουν στο BRAT τέλεια ισορροπία και απολαυστική ροή. Το ζευγάρι κομματιών “360” και “365” που κλείνουν και ανοίγουν το δίσκο αντίστοιχα, το “Club Classics” και το “Von Dutch” ανήκουν στην πρώτη κατηγορία και συλλαμβάνουν πλήρως το zeitgeist της αναβίωσης των ηλεκτρονικών πάρτι μέσα από τον σύγχρονο ηχητικό σχεδιασμό πληθώρας μουσικών παραγωγών όπως οι A.G Cook, Gesaffelstein, Hudson Mohawke κ.α. Τα δυνατά μπάσα σε χαμηλές συχνότητες κλείνουν το μάτι στην dubstep και το ηχητικό περιβάλλον έχει acid ύφη, δύο genres που έχουν επανέλθει δυναμικά στο τοπίο της ηλεκτρονικής μουσικής και η ομάδα της Charli XCX είχε την έμπνευση να τα ενσωματώσει στον κορμό του δίσκου. Αυτές είναι οι πινελιές που χαρίζουν αντοχή στο χρόνο και στιγματίζουν την pop ιστορία. 

Παράλληλα τα παραπάνω κομμάτια, που εκπέμπουν σέξι αυτοπεποίθηση και δυναμισμό (“I wanna dance to me, me, me, me…”, “I am your favourite reference baby” “I’m your number one” είναι μερικά από τα αυτάρεσκα -σαν τατού- τσιτάτα), έρχονται σε έντονο, μα και γοητευτικό, κοντράστ με την ανασφάλεια και την ευθραυστότητα άλλων στιγμών του δίσκου όπως η πιανιστική μπαλάντα “I Might Say Something Stupid” ("I don’t feel like nothing special / I snag my tights out on the lawn chair / Guess I’m a mess and play the role") και “Sympathy Is A Knife" ("This one girl taps my insecuritie s/ Don’t know if it’s real or if I’m spiralling"). Αυτή η τόσο ανθρώπινη κυκλοθυμική διάθεση εναλλαγής ανάμεσα στις διάφορες Charli XCX που υπάρχουν σε αυτό τον κόσμο, είναι επίσης βασικό μέρος της επιτυχίας του δίσκου, μιας και περνάει ένα mood αλήθειας στις διάφορες στιγμές του που σπανίζει στο απρόσιτο pop stardom. 

Σε αυτό το πνεύμα η Βρετανίδα μας συστήνει σε αρκετούς από τους ανθρώπους της ζωής της, όπως το αγόρι της - τον George Daniel drummer των The 1975 - που μνημονεύεται ουκ ολίγες φορές με πιο γλυκιά εκείνη στο ποιητικό ρομάντσο με φόντο τη Νάπολη “Everything is romantic” και τη Sophie στο “So I” μέσα από το οποίο εξερευνά την ιδιαίτερη σχέση που είχε μαζί της πριν πεθάνει. Όσο για το “Girl, so confusing”, τι να πει κανείς: 50% γράμμα εκτίμησης στο alter ego της και 50% καμουφλαρισμένο dis ενάντια του - για τη Lorde μιλάμε πάντα -  που έλαβε το μάρκετινγκ τρικ που του άξιζε με τη συμμετοχή της τελευταίας στη νέα και ακόμη πιο τέλεια εκδοχή του κομματιού. 

Σκέφτομαι πως το BRAT ίσως να είναι και το Melodrama αυτής της δεκαετίας. Η βασική ομοιότητα τους έγκειται στο ότι και τα δύο προήλθαν από το εναλλακτικό στρατόπεδο καταφέρνοντας να εμβολίσουν εμφατικά το mainstream, αλλά θεωρώ πως το πρώτο θα μεγαλώσει πολύ πιο όμορφα καθώς ο ήχος του βασίζεται σε μία καθιδρυμένη μουσική κουλτούρα - αυτή της ηλεκτρονικής μουσικής. Το BRAT είναι εύφλεκτη ύλη που πρόκειται να βάλει φωτιά στα πάρτι των επόμενων μηνών και ήρθε την κατάλληλη στιγμή για να μεταφράσει μουσικά τη δυναμική επάνοδο της φάσης των raves στην αφρόκρεμα της mainstream διασκέδασης.

Το ΒRAT summer έχει μπει για τα καλά στις ζωές μας και φροντίστε να το απολαύσετε γιατί τέτοιοι pop δίσκοι βγαίνουν πλέον με το σταγονόμετρο. 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured