Ο χαρακτηρισμός «μεγάλος μουσικός» δεν εξαντλείται αναγκαστικά στην εκτελεστική δεινότητα με την οποία χειρίζεσαι το όργανο σου. Στα σίγουρα όχι. Σημαίνει επίσης να οσμίζεσαι το καινούργιο και ακόμα περισσότερο να δίνεις χώρο και λόγο σε αυτούς που το εκπροσωπούν. Η στόφα του Γιώργου Κοντραφούρη είναι γνωστή σε όσους ασχολούνται με την jazz, ακόμα και σε όσους αρέσκονται σε άλλες εκφάνσεις από αυτές που υπηρετεί ο εν λόγω μουσικός. Ο Κοντραφούρης όχι μόνο έχει λόγο ύπαρξης ως μουσικός (συγχωρείστε τον εστετισμό, όμως υπάρχει αυτή η διαφοροποίηση), αλλά έχει καταφέρει να κάνει ξεχωριστή την ύπαρξη του στην Ελλάδα και (τι περίεργο αλλά ως γνωστόν ο προφήτης κλπ…) κυρίως στο εξωτερικό, όπου το hammond του θεωρείται ως μία σοβαρή δύναμη - ειδικότερα του ευρωπαϊκού κόσμου της jazz. Στην προκειμένη περίπτωση - ένα EP το οποίο κυκλοφόρησε σε 777 αριθμημένα αντίτυπα και μπορείτε να προμηθευτείτε μόνο online, μέσω της PlayOurMusic (www.playourmusic.net) - ο Γιώργος Κοντραφούρης επέλεξε να μετάσχει σε ένα τρίο με άλλους δύο Έλληνες μουσικούς (Αλέξανδρος Βήχος στην ηλεκτρική κιθάρα / Βαγγέλης Κοτσαμπάσης στα drums). Μουσικούς νεαρότατους σε ηλικία, που κάτω από το όνομα Baby Trio μας παραδίδουν 4 rolling & groovy συνθέσεις και - αυτό όσο και αν ακούγεται κοινότοπο - δεν είναι καθόλου εύκολο. Μιας και το είδος έχει, τυπικά, εξαντληθεί από τη δεκαετία του 1960 και ουσιαστικά ελάχιστες πνοές από τα κινήματα της jazz και της μουσικής γενικότερα κατάφεραν να αφομοιωθούν μέσα στα σπλάχνα του. Και εδώ ακριβώς έγκειται η επιτυχία του Baby Trio. Οι συνθέσεις “The Insane Attack Of The Komodo Waran” και “Daddy Giorgos”, μέσω των νεώτερων μελών της μπάντας, καταδεικνύουν το επιχείρημα με το οποίο ξεκινήσαμε αυτή την κριτική: ο Κοντραφούρης δηλαδή, αν και υπογράφει τις δύο από τις τρεις συνθέσεις, βάζει την υπογραφή του μόνο στις μελωδικές γραμμές ενώ στις ενορχηστρώσεις αφήνει τους συμπαίκτες του να κινηθούν όπως νομίζουν αυτοί - και μάλιστα σε μερικές περιπτώσεις να αναλάβουν αυτοί το ρόλο του αγκιτάτορα. Ο Αλέξανδρος Κοτσαμπάσης στη batterie κινείται με έναν αξιοθαύμαστο τρόπο, μιας και δεν εγκλωβίζεται ούτε σε ρόλο συνοδευτικό, αλλά ούτε προσπαθεί να δώσει rock ή fusion αέρα στις συνθέσεις (επιλογές εύκολες που πολλές φορές ακολουθούνται από ομότεχνους του στις ημέρες μας). Η χρήση των πιατινιών από μέρους του είναι μεστή και δίνει στα σωστά σημεία ένταση, ενώ μνεία πρέπει να γίνει για το στακάτο ταμπούρο του, το οποίο απηχεί περισσότερο post rock δρόμους παρά jazz. Η κιθάρα, παράλληλα, του Βήχου έχει μεν μια πιο παραδοσιακή προσέγγιση, αλλά δεν στερείται εκπλήξεων, με όμορφα και αναπάντεχα ριφαρίσματα σε στιγμές έντασης - επίσης δείγματα αφομοίωσης άλλων τεχνοτροπιών και ήχων στο όργανο του.  Για τον Γιώργο Κοντραφούρη οι περιγραφές περί του hammond ήχου και του τρόπου παιξίματός του μπορεί να μην χρειάζονται, για άλλη μια φορά, ανάδειξη στο βάθρο που ήδη έχει κατακτήσει ο Έλληνας μουσικός. Αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να μην κάνουμε μνεία στην αναπάντεχη (σχεδόν, αλλά αναγκαία) επίθεση που ορίζει ο Κοντραφούρης στο τέλος του δίσκου.  ηχογράφηση και μίξη είναι πραγματικά σωστές, αναδεικνύοντας τον ήχο και τις δυναμικές των οργάνων, αλλά ακόμα πιο όμορφα ηχεί στα αυτιά μας το mastering του Γιώργου Πρινιωτάκη, το οποίο μεταφέρει τη «ζεστασιά» των πηγών της ηχογραφήσεις στα αυτιά μας, με ζυγισμένες συχνοτικές στάθμες. Θα ήταν ευχής έργο η συγκεκριμένη μπάντα να έχει και άλλες ηχογραφήσεις στο μέλλον και ακόμα περισσότερο να συνειδητοποιήσει ότι έχει περισσότερους δρόμους να διαβεί, ακόμα πιο επιθετικούς αν το διαλέξει και χωρίς να αλλάξει οτιδήποτε στην ταυτότητα της. Γιατί τότε ακόμα πιο πολύ θα είναι μέσα στο πνεύμα των καιρών και των απαιτήσεων (ηχητικών, αρχιτεκτονικών και εν τέλει δομικών). Όπως και να έχει μπράβο πάντως.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured