Ο θυμός του Δημήτρη Πολιούδη στέλνει στον αγύριστο την εφησυχασμένη κοινωνία που ευδαιμονεί ληθαργικά στην άνεση μιας μιζέριας γεμάτης καταναλωτικές μπουκιές με γεύση βιομηχανικής σοκολάτας. Νοιώθεις ότι ο Mazoha αρπάζει από τους ώμους τον καθένα μας και μας ταρακουνάει να ξυπνήσουμε από την νάρκη. Ή να φτύσουμε την τοξική σοκολάτα μας.
Αυτή η post punk επίθεση θα είχε θέσει στην αναρχο-punk εκατόμβη των Crass, ωστόσο ο Πολιούδης έχει ακούσματα που εξασφαλίζουν τη δομημένη, πειθαρχημένη εκτόξευση των ριπών του. Και μάλιστα βελτιώνεται με το χρόνο. Μέσα στην ραγδαία παραγωγική μανία του, ασυναίσθητα ή μη, εξελίσσεται, προχωράει τεχνικά, σέβεται τους μελωδικούς νόμους στις βάσεις των τραγουδιών του και το μόνο που παραμένει σταθερό στην παρουσία του είναι ο συντριπτικός θυμός του, μέχρι που στο κομμάτι που κλείνει το δίσκο, “Μάνα” αποδέχεται «ότι μπορεί να μην τα καταφέρει» απευθυνόμενος στη μητέρα του: «Μια ζωή νοιώθω σαν να αποχαιρετώ τον κόσμο»…
Η ευαισθησία είναι αυτή που κάνει τη διαφορά και σε αυτή τη δουλειά. Ο Πολιούδης έχει αποθέματα. To “Δεν Προσκυνάμε Εδώ” ξεκινάει με ένα πλέγμα κιθάρας που παραπέμπει κατευθείαν στο “Changeling” των Simple Minds πριν εξελιχθεί σε ένα ρολλαριστό banger των Diiv και ολοκληρωθεί επαναφέροντας ξανά την πυκνή κιθάρα του “Changeling”. Η συνέχεια των τραγουδιών στο άλμπουμ ακολουθεί την uptempo ορμητικότητα που στο δρόμο παίρνει φαλάγγι φασαίους, συνάφια, τσιφτετέλια, Ελλάδα Ελλήνων Χριστιανών, μια κοινωνία ιδρυματοποιημένη στην αναισθησία της.
Έχει μια εκτονωτική υπεροχή η Χώρα Των Νεκρών, ένα κάλεσμα στην αλήθεια που μοιραία περνάει από στεντόρειες κραυγές και καταγγελία.