Το, First In / First Out, είναι ίσως η προσπάθειά τους να «μιλήσουν» για τις δυσκολίες και τις ανατροπές που τους έφερε η πανδημία, αφού αποτελεί μια κυκλοφορία που ζυμωνόταν αρκετό καιρό πριν καταφτάσει στις ψηφιακές πλατφόρμες. Ρετρό αισθητική και meta-μοντέρνα indie παντρεύονται σε κομμάτια που υψώνουν ανάστημα και καταφέρνουν να γράψουν μια κάπως πιο funk ιστορία επαναπροσδιορισμού κι αναζήτησης. Είναι όμως αυτός ο επαναπροσδιορισμός κι η ευκαιρία τους να αφήσουν ένα ατομικό αποτύπωμα στην εγχώρια εναλλακτική σκηνή; 

Από την πρώτη ακρόαση, γίνεται ξεκάθαρο ότι η μπάντα έχει δουλέψει εντατικά για να διαμορφώσει έναν ήχο που ακούγεται ταυτόχρονα αναδρομικός και σύγχρονος. Και ναι, αυτό που εισπράττεις είναι “Bonnie”, με παραλλαγές ηρεμίας, μελαγχολίας και ρομαντισμού κι εκεί ακριβώς έχουν πετύχει το στόχο τους να ακουστούν ως ένα σημείο. 

Η ροή του άλμπουμ κινείται κατά βάση σε μια κοινή γραμμή, με κομμάτια όπως το "Simple As That", να εμπερικλείουν μέσα τους μια σιωπηλή ενέργεια που αν και παλεύει να εκτονωθεί, τελικώς παραμένει ανέπαφη καθώς οι απαλές φωνητικές διακυμάνσεις του Διονύση δομούν ένα συναισθηματικό υπόβαθρο γλυκύτητας κι ερωτικής νιότης. Ένα από τα highlights κατ’ εμέ το συναισθηματικό “Different Sides”, ένα κομμάτι που μοιάζει να ξεπήδησε από τη χρυσή εποχή των Stone Roses αλλά ταυτόχρονα ντύνει τον δίσκο με μια διάθεση ερωτισμού κι υπαινικτικών στίχων για το πως ο έρωτας μας βρίσκει σε αντίθετες πλευρές. Το “Fed Up” λειτουργεί ως μια αυτοτελής εισαγωγή με αξιομνημόνευτα κρουστά, ενώ το “Flying Overall” εξακολουθεί να παραδίδει επάξια τη σκυτάλη στην βρετανική ψυχεδέλεια των ‘90s που εδώ οι Bonnie ενσαρκώνουν με επιτυχία σε ένα φουτουριστικό outro με τις κιθάρες και τα synths να παίρνουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Η ικανότητα της μπάντας να μεταβαίνει από την εσωστρέφεια σε μια πιο απελευθερωμένη εκδοχή με ήπιες μεταστροφές ανάμεσα σε ατμοσφαιρικά κουπλέ, αισθαντικά φωνητικά και χορευτικές συνθέσεις είναι κάτι που συναντάμε να συμβαίνει σε μια διαρκή λούπα εδώ, σίγουρα όμως αφήνει χώρο και περιθώρια για έναν πιο εντατικό πειραματισμό προσβλέποντας ενδεχομένως προς μια κατεύθυνση μελλοντικά που θα «επέτρεπε» παραπάνω στον raw ήχο των οργάνων να λάμψει. 

Έχω την αίσθηση πως το ηχητικό ταξίδι των Bonnie Nettles δεν τελειώνει εδώ. Εδώ, ίσως να οριοθετούν τρόπον τινά το δημιουργικό τους πλαίσιο αλλά παράλληλα ανασυγκροτούν και την ταυτότητά τους, με μια δόση αυθεντικότητας που πιστεύω ότι έλειπε απ’ την προηγούμενή τους δισκογραφική απόπειρα. Ο δρόμος προς τη δική τους αυτοπραγμάτωση ωστόσο που θα τους χαρίσει μια στιβαρή θέση στον εγχώριο μουσικό χάρτη, νιώθω πως παραμένει ακόμα ανοιχτός. Και τώρα που αρχίσαν να βάζουν τα θεμέλια, επόμενο βήμα είναι να τα χτίσουν με τις πιο ενδόμυχες καλλιτεχνικές τους ανησυχίες.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured