Μετά από δεκαπέντε χρόνια διακριτικής μεν αλλά σταθερής μουσικής πορείας, τον Σεπτέμβρη που μας πέρασε ο Logout κυκλοφόρησε τον όγδοο δίσκο του τα της επιστροφής. Επιλέγοντας συνειδητά μία DIY προσέγγιση, ο Logout επιστρέφει από το εξωτερικό, όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια, πίσω στην Ελλάδα, και διαπραγματεύεται με το παιδί μέσα του, σχολιάζει την επίδραση της τεχνολογίας στη ζωή μας, μοιράζεται ανασφάλειες και καταλήγει πως, στο τέλος, όλα όσα βιώνουμε παραμένουν ολοζώντανα μέσα μας, παρά τις αλλαγές.
Το άλμπουμ αυτό ισχυρίζεται πως θα πει μια ιστορία επιστροφής, μα στην πραγματικότητα, μέσα από αυτή, αφηγείται μια ιστορία αναμέτρησης. Αναμέτρησης εσωτερικής, με φόβους, ελπίδες και αναμνήσεις. Μια ιστορία ενηλικίωσης σε δύο πράξεις και δώδεκα κομμάτια.
Όλα ξεκινούν με το «Αθήνα είσαι τέλεια», ένα κομμάτι για την εξιδανικευμένη μα ταυτόχρονα γλυκιά όψη της Αθήνας, μιας πόλης μαραμένης, που από την «τέλεια» εικόνα της παραμένει μόνο η πληγωμένη της ψυχή. Το «Αλγόριθμε» απευθύνεται σαφώς στον διαδικτυακό αλγόριθμο που εγκλωβίζει τον καλλιτέχνη στα μοτίβα που είχε πριν την επιστροφή του στην Ελλάδα. Στο «Όνειρο» συναντάμε μερικούς από τους πιο γλυκούς στίχους του Logout, αλλά και τον lo-fi χαρακτήρα του άλμπουμ.
Ακολουθούν οι «Τσούχτρες», που είχαν ήδη αγαπηθεί από τις ζωντανές εμφανίσεις του μουσικού, με τα ονειρικά τους, παιχνιδιάρικα synths και τις πολύχρωμες εικόνες που αντιπαρατίθενται με τις λέξεις τους. Εδώ ξεχωρίζει ο ψίθυρος «Κι όταν σας τα λέω όλα αυτά νιώθω σα να ερχόμαστε έτσι λίγο πιο κοντά» και η επιθυμία του Logout μέσα από αυτό το δίσκο όχι μόνο να αφηγηθεί το βίωμά του, αλλά και να επικοινωνήσει με όσα άτομα βρίσκονται εκεί έξω, πρόθυμα να συναισθανθούν.
Το «Τισέρτ» αναδεικνύεται στο δεύτερο, πιο γεμάτο και ηλεκτρονικό μέρος του, και με το στίχο «ας μεγαλώσαμε σε μια γειτονιά που τα καροτσάκια αυξάνονται εκθετικά» μας προετοιμάζει για τη δεύτερη πλευρά του δίσκου – βέβαια, πριν από αυτή έχουμε το «Κοντρόλ», μια τρυφερή παράθεση (όχι και τόσο) σκόρπιων σκέψεων. Και λέω όχι και τόσο, μιας και μέσα στην παραδοχή πως «το κοινό μου έχει ξεχάσει να με μάθει» ο Logout μοιάζει σαν να θέλει να προσκαλέσει τους ακροατές να ακούσουν πιο προσεκτικά και με περισσότερη ενσυναίσθηση τα όσα έχει να πει.
Η δεύτερη πλευρά ξεκινά με το δυναμικό «Παλιατζίδικα» που για μια στιγμή αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου, και συνεχίζει με αναπάντεχο spoken word, στο οποίο δεν μας έχει συνηθίσει ο καλλιτέχνης. Εδώ κατηφορίζουμε μαζί του την «Αγίου Ιωάννου», την κεντρική οδό της Αγίας Παρασκευής. Εδώ ο Logout βάζει τον ενήλικο εαυτό του να συνομιλήσει με τον έφηβο, κοιτάζοντας όμως πάντα με νοσταλγία το δρόμο που συμβολίζει τη δική του διαδρομή προς την ενηλικίωση.
Στο κομμάτι «Κούκη» ονειρικά synths και spoken word διατηρούν το αυτοβιογραφικό, lo-fi tempo κι η σκυλίτσα ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας, μέσα από τους ιδιαίτερα περιγραφικούς στίχους.
«Τα μωρά μας» είναι το πιο σκοτεινό κομμάτι του δίσκου, και πέραν του σαφή προβληματισμού για το πραγματικό μέλλον της ανθρωπότητας, μοιάζει να μιλά αλληγορικά και για την αυτονομία της τεχνολογίας και τα όρια της.
Η τεχνολογία, τα μοτίβα και τα συναισθήματα, αλλά και η πιο μελαγχολική ατμόσφαιρα συνεχίζονται στις «Πέμπτες», που λειτουργούν ως μια ωραιότατη γέφυρα για το κλείσιμο του δίσκου και το τραγούδι «Καμία Κάμερα», που με την γλυκόπικρή του αίσθηση ολοκληρώνει ένα κύκλο που ξεκίνησε σχεδόν σαράντα λεπτά νωρίτερα, ακριβώς με το ίδιο συναίσθημα.
Η lo-fi, «σπιτική» προσέγγισή του Logout σε αυτό το δίσκο υπενθυμίζει ότι η μουσική του δεν φοβάται τις ανατροπές και την ακατέργαστη δημιουργία. Νοσταλγία, ευφυής (αυτό)σαρκασμός και σπιρτάδα διαπερνούν όλο το άλμπουμ, που ακούγεται από την αρχή ως το τέλος ως μια μουσική εξομολόγηση για τις αντιφάσεις που ζούμε καθημερινά. Το πιο δυνατό στοιχείο, βέβαια, του άλμπουμ τα της επιστροφής είναι τα στιχουργικά κρεσέντα, μέσα στα οποία βρίσκονται οι μεγαλύτερες αλήθειες αυτών των δώδεκα κομματιών.