Το Guilt Eraser έρχεται ένα χρόνο μετά το ομότιτλο  EP των commuter να επιβεβαιώσει ότι το post punk είναι μια… ζώσα ανάμνηση. Μένει να αποδειχτεί και μια ζώσα πρακτική και μία επιτακτική αναγκαιότητα. Δηλαδή, να αποδειχτεί ότι οι κοφτερές, σα λάμες, κιθάρες και ο συναγερμός στη φωνή είναι απαραίτητες στο σήμερα και όχι πολυτέλεια. Όχι μία τουριστική περιδιάβαση στους θριάμβους του παρελθόντος, τότε που το τσαντισμένο post punk όργωνε τη μουσική επικαιρότητα με την «στ’ άρματα» αισθητική του. Στο όριο λοιπόν ανάμεσα σε μια στιλιστική ενασχόληση και μια γνήσια θυμωμένη αντάρα, επιλέγω να στηρίξω το δεύτερο: διότι, εκτός από το ότι βρίσκω συμπαθέστατους τους commuter, επιπλέον, θέλω να τους βρίσκω συμπαθέστατους και ειλικρινείς και στοιχειωδώς -αν μη τι άλλο- γνήσιους.

Ο Διονύσης Κουταβάς (κιθάρα, φωνή) και οι Αλέξανδρος Κολοκυθάς (κιθάρα), Σπήλιος Κάκκας (μπάσο) και Δημήτρης Κουτσούλης (τύμπανα) κατά δική τους ομολογία εμπνέονται από την καναδική σκηνή του post punk (Preoccupations, Women) και κάποιους άγγλους (Shame, Squid) αλλά εγώ ακούω την πρώτη late 70s – early 80s φουρνιά του post punk πλαισίου στο μουσικό DNA τους – τους Fall και τους Pop Group και τους Wire. Νομίζω η εκκίνησή τους από κει κρατάει ως σκούφια, άσχετα με το ποιες είναι οι συνειδητές και εγνωσμένες από τους ίδιους, αναφορές τους. Και είναι θαυμάσιο το ότι κρατάει από κει η σκούφια τους, όπως και η σκούφια όλων εκείνων που αγάπησα την τελευταία δεκαετία από αυτή τη δεξαμενή ήχων (είτε είναι οι Savages αυτές, είτε οι Steams). Το ρεπερτόριο των commuter δεν ξεφεύγει καθόλου από την ηχητική θεματολογία της παραδοσιακής γραμμής του post punk, μένει πειθαρχημένο και πιστό στην οργανωμένη έκλυση ντεσιμπέλ, οι κιθάρες ταράζουν ρυθμικά το τοπίο, η rhythm section αφηνιάζει με εκείνο τον επαναστατικό τρόπο που σε κάνει να αγαπάς την νεοκυματική φρενίτιδα όταν έχει σωρό ενέργειας μέσα της. Δηλαδή, ακούστε στο πυκνό, αδιαπέραστο “Locksmith” πώς οργώνουν τον τόπο, όπως ίσως θα περίμενε κανείς να ακούσει το πώς το έκαναν οι πρώτοι Talking Heads στο CBGB της Νέας Υόρκης και οι Local Natives τριάντα χρόνια αργότερα σαν να μην πέρασε μια μέρα.

Ο ρυθμικός λόξιγκας της μουσικής των commuter έχει την αίσθηση παγοθραυστικού: συγκοπτόμενες, ταχύτατες ριπές οργανωμένου πανικού, με ελλειπτικές, κοφτές και αδιαπραγμάτευτες γραμμές και ευθύβολες τροχιές στην καρδιά του φροντισμένου θορύβου. Λείπει πράγματι μια βροντόφωνη κραυγή από το σήμερα, μία αίσθηση ρίσκου σχετικά με το σκληρό διακύβευμα της μοντέρνας ζωής στην πόλη και αυτή η μπάντα την παρέχει απλόχερα και γενναιόδωρα. Οι commuter ιδρώνουν την φανέλα όταν παίζουν, δίνουν την ψίχα τους, δεν κρατάνε και πολλά για καβάντζα. Και είναι η φωνή του Διονύση που κάνει την αίσθηση του καλέσματος στα όπλα -στα όποια όπλα, ψυχικά, κοινωνικά ή προσωπικά- πιο επιτακτική και είναι αυτή που παραπέμπει πράγματι στην πιο νέα γενιά του αγγλικού post punk, στον δραματικό και προκλητικό τρόπο του Ollie Judge των Squid.

Οι commuter έχουν ήδη μια αύρα ηρωική στην ατμόσφαιρά τους, τέσσερα παλικάρια που οργανώνουν ένα αφυπνιστικό αντάρτικο, όχι απαραίτητα πολιτικής δράσης -θα μπορούσαν και αυτό ίσως με την ορμή τους- αλλά σίγουρα προσωπικής διέγερσης. Τέσσερις τύποι που απορρίπτουν το πάσης φύσης σερβιρισμένο σανό και επιλέγουν να υπηρετήσουν με παρρησία τη δική τους αισθητική. Η ποιότητα των δέκα τραγουδιών τους παραείναι αυξημένη για να ξεμπερδέψει κανείς εύκολα μαζί τους – το single “Push Forward”, το “Relay” που φέρνει τους Magazine στο σήμερα, το “Pressure Points”… όλα λειτουργούν ενισχυτικά στην post punk εξέγερσή τους.

Και επαναλαμβάνω, μου αρέσουν και θέλω κιόλας να μου αρέσουν.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured