Στο ηλιοκαμένο Λος Άντζελες της δεκαετίας του 1960, ο Arthur Lee ξεχώριζε από τους συνομηλίκους του. Μοναχοπαίδι, γεννήθηκε στο Μέμφις από πατέρα λευκό μουσικό της jazz και μητέρα με αφροαμερικανικές και ιθαγενείς ρίζες. Ήταν ξεκάθαρος ως προς την εθνικότητά του. «Ήμουν μαύρος όλη μου τη ζωή», είπε στη δεκαετία του '70. Μέχρι τα πέντε του, οι γονείς του είχαν χωρίσει και είχε μετακομίσει με τη μητέρα του, Agnes, στην ιστορική συνοικία West Adams του Λος Άντζελες.
Ως έφηβος με παραβατική συμπεριφορά, τα μουσικά του γούστα περιλάμβαναν τον Nat King Cole και τον Johnny Mathis, τους Beatles, τους Who και τους Rolling Stones∙ κάποτε συνέκρινε τον εαυτό του με τον Mick Jagger – «ένας μαύρος Αμερικανός που μιμείται έναν λευκό Άγγλο που μιμείται έναν μαύρο Αμερικανό». Μια μεγάλη επιρροή ήταν οι Byrds, τους οποίους είδε για πρώτη φορά στο χολιγουντιανό κλαμπ Ciro's το 1964. «Άκουσα το “Mr Tambourine Man”, και δεν χρειάστηκε να ακούσω κάτι άλλο για να πειστώ», θα θυμόταν αργότερα. «Έγραφα τέτοια πράγματα για πολύ καιρό, αλλά δεν ταίριαζαν με τα υπόλοιπα που άκουγα γύρω μου, όλα αυτά τα πιο χορευτικά... Εδώ βρήκα κάτι παρόμοιο, κάτι κοντινό στο folk rock που είχα στο μυαλό μου».
Jimi Hendrix & Grass Roots
Οι πρώτες προσπάθειες του Lee στη μουσική αποδείχθηκαν ατελέσφορες. Ως Arthur Lee And The LAGs (το ακρωνύμιο σήμαινε «Los Angeles Group», με τον ίδιο τρόπο που το MG των Booker T & the MGS ήταν συντομογραφία του «Memphis Group») ηχογράφησε ένα single, το “The Ninth Wave”, για την Capitol Records. Κανένας δεν ενδιαφέρθηκε.
Ωστόσο ο Lee o δεν έγραφε μόνο τραγούδια για τον εαυτό του. Το 1964 άρχισε να συνθέτει για την τραγουδίστρια του R&B, Rosa Lee Brooks. Αναζητώντας μουσικούς για να παίξουν στο session, στρατολόγησε έναν ελάχιστα γνωστό τότε κιθαρίστα από το Σιάτλ, τον James Marshall Hendrix, ο οποίος έπαιζε πρόσφατα με τους Isley Brothers. «Ήθελα κάποιον που θα μπορούσε να ακούγεται σαν τον Curtis Mayfield», είπε αργότερα για τον Hendrix.
Οι δύο φίλοι έτρεφαν αμοιβαίο σεβασμό, αλλά η σχέση τος ήταν κάπως άβολη. Ο Lee θα ισχυριζόταν ότι ο μεγάλος κιθαρίστας πήρε μερικά από τα στοιχεία του από αυτόν. «Ο αδερφός του Jimi μού είπε ότι ο Hendrix έριξε μια ματιά στο πρώτο μου album και σκέφτηκε φωναχτά: “Νομίζω ότι θα το δοκιμάσω με αυτόν τον τρόπο”. Μου έκλεψε την συνταγή και δεν το εκτιμώ αυτό. Αλλά από την άλλη, δεν μπορώ να παίξω κιθάρα όπως αυτός».
Ο Lee έγραψε τραγούδια και για άλλους καλλιτέχνες του LA. Περιλάμβαναν τα “Everybody Jerk” και “Slow Jerk”, που ηχογραφήθηκαν το 1964 από τους Ronnie & The Pomona Casuals στο peak της παροδικής μόδας του χορού Jerk, και το “I Been Trying”, που κόπηκε σε 45άρι από τον Little Ray την επόμενη χρονιά.
Άλλα τραγούδια τα κράτησε για τον εαυτό του. Πιο αξιοσημείωτο ήταν το “Luci Baines”, ένα latino-garage punk με πρότυπο το “Twist And Shout” των Isley Brothers. Το κομμάτι ηχογραφήθηκε από το τελευταίο συγκρότημα του Arthur, τους American Four – ο Lee συν τον παιδικό του φίλο από το Μέμφις, τον κιθαρίστα Johnny Echols, και τους John Fleckenstein και John Jacobson, ένα ζευγάρι σχολικών φίλων που γνώρισαν στο Χόλιγουντ. Στο “Luci Baines” για πρώτη φορά απαθανατίζεται το σχεδόν ψυχωτικό, πρωτο-punky trash ερμηνευτικό ύφος του Lee. Είχε βρει επιτέλους τη δική του φωνή.
Οι American Four έκαναν πρόβες στο garage της μαμάς του Lee και τα βράδια έπαιζαν ζωντανά σε κακόφημα club στο Sunset Strip του LA, όπου συχνά ξέσπαγαν καυγάδες. Τον Απρίλιο του 1965, οι American Four εγκαταστάθηκαν στο Brave New World, ένα gay bar στη Melrose Avenue, που όφειλε την ονομασία του στο περίφημο βιβλίο του Aldus Huxley. Η σκηνή της Αντικουλτούρας του LA έχει αρχίσει να σχηματοποιείται. Συγχρόνως μετονομάστηκαν. σε Grass Roots, εμπνευσμένοι εν μέρει από το “Message To The Grass Roots”, ένα spoken word album του μαύρου Αμερικανού ριζοσπάστη πολιτικού διανοούμενου ηγέτη και ακτιβιστή Malcolm X.
Τους επόμενους μήνες, διάφοροι μουσικοί μπήκαν και βγήκαν από τους Grass Roots. Ένας από αυτούς ήταν ο κιθαρίστας Bobby Beausoleil, ο οποίος προσχώρησε όταν ο Lee αποφάσισε ότι ήθελε να επικεντρωθεί στο τραγούδι και στο ταμπουρίνο. Όταν ο Lee δεν μπόρεσε να πληρώσει τους μισθούς του, ο Beausoleil απολύθηκε. Στη συνέχεια εντάχθηκε στην «Οικογένεια» του Charles Manson και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη επειδή μαχαίρωσε έναν δάσκαλο μέχρι θανάτου το 1969.
Αντικαταστάτης του Beausoleil ήταν ο Bryan MacLean. Ο MacLean ήταν μοντέρνος μουσικός και σχετικά γνωστός σκηνοθέτης στους underground κύκλους του LA. Γεννημένος από εύπορους χολιγουντιανούς, είχε γίνει φίλος με τον Jack Nicholson, έβγαινε με τη Liza Minnelli και είχε σχέσεις με τον David Crosby, τους Byrds και τους Monkees. Η σύνθεση του γκρουπ ολοκληρώθηκε, υπήρχε όμως ένα εμπόδιο. Ένα άλλο, πιο επιτυχημένο συγκρότημα του LA χρησιμοποιούσε ήδη το όνομα Grass Roots. Έτσι, τον Αύγουστο του 1965, οι Grass Roots του Arthur Lee υιοθέτησαν το όνομα Love.
Elektra Records & the LA Scene
Παρ' όλο το ταλέντο του, ο Lee –και οι Love– θα μπορούσαν εύκολα να παραβλεφθούν αν ο Jac Holzman, πρόεδρος της Elektra Records της Νέας Υόρκης, δεν είχε αποφασίσει να κάνει ένα ταξίδι στη Δυτική Ακτή στα τέλη του 1965, αναζητώντας ταλέντα. Ο Holzman είδε ζωντανά τους Love στο Bido Lito's Club, έναν κλειστοφοβικό θύλακα από τούβλα σε ένα αδιέξοδο γνωστό ως Cosmo Alley. Ενθουσιάστηκε:
«Είδα τον Arthur στη σκηνή», λέει ο Holzman, «και ήξερα ότι αυτό ήταν το συγκρότημά μου και ότι θα έκανα ό,τι χρειαζόταν για να τους υπογράψω... Το Bido Lito's ήταν μια σκηνή από την “Κόλαση” του Δάντη: κορμιά συνθλίβονται μεταξύ τους, μεταξωτά κορίτσια με σιδερωμένα ξανθά μαλλιά. Οι Love στη σκηνή έπαιζαν μανιασμένα το “Hey Joe” και το “My Little Red Book”, ένα τραγούδι των Bacharach και David από την ταινία του Woody Allen “What's New Pussycat” – και ο Arthur τραγουδούσε με τρομερή ένταση».
Ειρήσθω εν παρόδω, χάρη στο μουσικό ένστικτο και τη μοναδική οξυδέρκεια του Jack Holzman, η Elektra Records θα υπέγραφε επίσης, μετά τους Love, τους Paul Butterfield Blues Band, τους Buffalo Springfield, τους Doors, τους Stooges, τους MC 5 και τον Tim Buckley, και θα γινόταν η πιο προοδευτική rock δισκογραφική ετικέτα των 60’s – με εξίσου αξιόλογο jazz κατάλογο.
Ο Love δεν είχαν manager, κάτι που επέτρεπε στον Holzman να συναλλάσσεται απευθείας με τον Lee. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, η Elektra τους είχε επισπεύσει στο Sunset Sound Studio για να ηχογραφήσουν το ντεμπούτο τους album, με τον Holzman να παράγει τον πρώτο του rock δίσκο μαζί με τον έμπιστο συνεργό του Mark Abramson και τον 21χρονο μηχανικό Bruce Botnick.
Τα περισσότερα από τα τραγούδια που αποτελούσαν το album βρίσκονταν ήδη στο live set του Love, συμπεριλαμβανομένου του “Softly To Me” που έγραψε ο MacLean.
Εκτός από τους Lee, Echols και MacLean, έπαιξαν στο album ο πρώην μπασίστας των Surfaris, Ken Forssi, και ο γεννημένος στην Ελβετία ντράμερ Alban 'Snoopy' Pfisterer. Ο τελευταίος αντικατέστησε τον Don Conka, ο οποίος είχε απολυθεί μετά την εξάρτηση από την ηρωίνη. O Conka ήταν το θέμα του “Signed DC”, απολογιστικού μονολόγου ενός χρήστη τόσο εφιαλτικού όσο και το “Heroin” των Velvet Underground, του οποίου προηγήθηκε έξι μήνες. Οι ίδιοι οι Velvets ήταν από τους πρώτους θαυμαστές των Love – ο κιθαρίστας τους Sterling Morrison μνημόνευε τις προσπάθειες της μπάντας του να διασκευάσει τη φασαρία των Love στο “My Little Red Book”. Το υπόλοιπο album των Love γεφύρωσε τους κόσμους της καλιφορνέζικης folk rock, της πρωτο-garage rock και τις πρώτες αναλαμπές ψυχεδέλειας, ακόμα κι αν δεν έφτασε στα ίδια ύψη με τους Byrds.
Με ένα χαρακτηριστικό λογότυπο που σχεδιάστηκε από τον Bill Harvey της Elektra, το εξώφυλλο του album απεικόνιζε το συγκρότημα στους χώρους του The Castle, της κόκκινης έπαυλης στο Beachwood Canyon του Λος Άντζελες που κάποτε ανήκε στον σταρ ταινιών τρόμου Bela Lugosi. Οι Love είχαν εγκατασταθεί ανεπίσημα στο Castle στις αρχές του 1966. Θα τους επισκέπτονταν φίλοι και συνάδελφοι μουσικοί, όπως ο Jim Morrison, η Nico, ο John Phillips των Mamas And The Papas και ο Brian Jones των Rolling Stones.
«Μπείτε στο Κάστρο με δική σας ευθύνη», θυμόταν ο Lee. «Οι πόρτες ήταν πάντα ανοιχτές. Ωστόσο, δεν υπήρχε βία στο Κάστρο, ούτε όπλα. Τα συγκροτήματα δεν μάλωναν ποτέ μεταξύ τους. Ω, αλλά μια μέρα έγειρα από το μπαλκόνι μου και είδα τον Bryan MacLean να περιτριγυρίζει τον Jim Morrison δίπλα στην πισίνα και ο Jim τον χαστούκισε στο πρόσωπο. Το πιο αστείο πράγμα που έχω δει ποτέ».
Κρυμμένοι στο δικό τους Xanadu, ο Lee και ο Love κατάπιναν άφθονο LSD και στη συνέχεια έρχονταν στην πόλη για να απολαύσουν το φως των αστεριών. Η φήμη τους εξαπλώθηκε. «Ήταν τρελό γιατί ζούσαμε σε ένα φτηνό δωμάτιο μοτέλ, αλλά τώρα είχαμε αυτοκίνητα και βγαίναμε με κουνελάκια του Playboy», λέει ο Johnny Echols. «Οτιδήποτε φαντάζεστε ότι συμβαίνει στο Playboy Mansion συνέβη στο The Castle. Το Κάστρο ήταν ένα Love Inn όπου οι ντόπιοι μουσικοί συναναστρέφονταν και γλεντούσαν».
Στον πραγματικό όμως κόσμο, τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά για την μπάντα. Μπορεί να γέμιζαν ασφυκτικά σε κάθε τους εμφάνιση το θρυλικό πια Whisky A-Go-Go (το πιο αγαπημένο club του Lee), όμως οι δίσκοι τους δεν τραβούσαν εμπορικά. Το album εκδόθηκε τον Μάρτιο του 1966 και έφτασε μετά βίας στο Νο. 57 στο Billboard chart. Το πρώτο single “My Little Red Book” δεν τα πήγε πολύ καλύτερα.
Ήταν στη σκηνή εκεί όπου οι Love έφτιαξαν τον θρύλο τους:
«Ο Arthur ήταν στολισμένος με τα πολύχρωμα ρούχα και γυαλιά ηλίου του, χτυπώντας στο διάολο το ντέφι του. Ο John Echols είχε ένα στυλ στην κιθάρα όπως κανένας άλλος: δυνατό και ξέφρενο, απαλό και μελωδικό. Jazz, rock, κλασική και φλαμένκο… μπορούσε να τα κάνει όλα. Έπαιζε με μια δίλαιμη Mosrite δωδεκάχορδη και εξάχορδη... Ο Bryan MacLean, με τα μάτια κλειστά, το κεφάλι γερμένο στο στήθος του, φαινόταν να κοιμάται ενώ έπαιζε».
Εκείνο το καλοκαίρι, η φήμη των Love εξαπλώθηκε στο Σαν Φρανσίσκο. Έπαιξαν τρεις παραστάσεις στο Avalon Ballroom's τον Μάιο, με τον Captain Beefheart και την Janis Joplin στο κοινό. Τον Ιούλιο συμμετείχαν στο Independence Ball Festival μαζί με τους σχετικά άγνωστους ακόμα Grateful Dead, ενώ έπαιξαν ζωντανά στο Avalon Ballroom με support τους επίσης άγνωστους τότε Big Brother And The Holding Company της Joplin. Τον Αύγουστο κατέπληξαν το αμφιθέατρο του Fillmore, προτού επιστρέψουν στο Λος Άντζελες για μια σειρά εμφανίσεων στο Whisky A Go Go – με special guests τους Doors.
Ο ντράμερ των Doors, John Densmore, ήταν από νωρίς θαυμαστής των Love και του Arthur Lee. «Ήμουν ένας σνομπ της jazz που έτρεχε στα club γύρω το Χόλιγουντ», λέει. «Μπήκα σε ένα από αυτά και ιδού αυτή η μπάντα που είναι ανάμεικτη φυλετικά, παίζει εκκωφαντικά δυνατά, φορώντας γελοία στενά παντελόνια και σακάκια με κρόσσια. Το μυαλό μου είχε φουσκώσει. Έδειχναν καταπληκτικοί και ήταν υπέροχοι στη σκηνή».
Η επιτυχία των Love τελικά ήρθε με το single “7 & 7 Is”, το οποίο έφτασε στο Νο. 33 στις ΗΠΑ τον Ιούλιο του 1966, χαρίζοντας τόσο στο γκρουπ όσο και στην Elektra, την πρώτη τους επιτυχία. Ηχητικά, ήταν ιλιγγιώδες punk δέκα χρόνια πριν από το punk, αλλά η έμπνευση ήταν καθαρά λυσεργική. Ο ντράμερ 'Snoopy' Pfisterer περιέγραψε το single ως «εικόνες με λάμψη οξέος - εγώ και ο Arthur πήραμε πολύ LSD μαζί εκείνη την περίοδο».
Da Capo
Οι Love ηχογράφησαν το δεύτερό τους album, το Da Capo, στο RCA Studio B τον Σεπτέμβριο του 1966. Το Da Capo ήταν ένα αριστούργημα που σκοτώθηκε από την υπερφόρτωση στον ήχο (κάμποσα σόλι με φλάουτο και τσεμπάλο που δεν καταλήγουν κάπου) - τουλάχιστον η πρώτη πλευρά του. Ένδοξα ψυχεδελικό και μελωδικά στολισμένο, με λατινοαμερικάνικούς τόνους επίδειξης στη μαύρη ακουστική Gibson του Lee. Έξι psyche-pop τραγούδια, ανάμεσά τους το ονειρικό “Stephanie Knows Who”, το πρωτο-punk “7 & 7 Is” και το “She Comes In Colors”, το οποίο ο Lee αργότερα θα παραδεχόταν ότι δανείστηκε από το “She's A Rainbow” από το Aftermath των Stones. Γενικά το ”Da Capo” προσιδιάζει κάπως στο τελευταίο – χωρίς να το φτάνει σε αξία. Με τον ίδιο τρόπο που στο Aftermath δεσπόζει το 13λεπτο, μπλουζίστικο “Going Home”, τη δεύτερη πλευρά του Da Capo καταλαμβάνει εξολοκλήρου το φευγάτο 19λεπτο “Revelation” (γνωστό και ως “John Lee Hooker”). Ο Echols, ο οποίος καθοδηγούσε με τα riff του την Αποκάλυψη, λέει: «Ένα υποτιμημένο τραγούδι. Η ζωντανή έκδοση είναι πολύ ωραία, ένα από τα πρώτα αληθινά fusion jam που επέτρεψε στους μουσικούς να απλωθούν και να παίξουν σόλο. Ηχογραφήθηκε ζωντανά στο στούντιο, με το κοινό από το χορό του Bido Lito καθώς παίζαμε […] Κάναμε τακτικά διαλείμματα για να καπνίσουμε το ξανθό αφγανικό του Arthur». Πάντως ο ίδιος ο Athur Lee ποτέ δεν ενθουσιάστηκε ιδιαίτερα με το “Revelation”.
Τα νούμερα πωλήσεων ήταν ξανά απογοητευτικά: το Da Capo έφτασε με το ζόρι στο Νο. 80 στα αμερικανικά charts. Το ραδιόφωνο έπαιζε το “Good Vibrations” των Beach Boys, όμως οι «ευχάριστες δονήσεις» δεν έφταναν το μέλη των Love. Ο Ken Forssi και ο Johnny Echols κατευθύνονταν προς τον εθισμό στην ηρωίνη. Ο πρώτος συνελήφθη επειδή οπλοφορούσε στον δρόμο μαστουρωμένος και πυροβολούσε στον αέρα. Ο Lee άφησε το Κάστρο και μετακόμισε στο Mulholland Drive – που απαθανατίστηκε από τον David Lynch, Έπαιρνε acid και άκουγε, πριν ακόμα κυκλοφορήσει, σε ντέμο εκδοχή, το πρώτο album τω Doors, σε κασέτα που του είχε δώσει ο Morrison, και «κοίταζε πάνω από την πόλη τα έντονα (λόγω LSD) χρώματα από τα ασθενοφόρα, και άκουγε καθηλωμένος τις σειρήνες τους».
Το μυαλό του Lee ήταν ήδη αλλού. To Da Capo είχε ξεχαστεί και στο μυαλό του στριφογύριζαν οι σουρεαλιστικές εικόνες και οι ήχοι που θα αποτελούσαν την πρώτη ύλη του αριστουργηματικού Forever Changes.
Love in Excelsis
Ηχογραφημένο σε 8 sessions από τον Ιούνιο έως τον Σεπτέμβριο του 1967, το Forever Changes κυκλοφόρησε την 1η Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου από την Elektra Records. Οι Love εδώ αγκαλιάζουν έναν λεπτότερο ήχο επηρεασμένο από τις λαϊκές παραδόσεις (π.χ. της Λατινικής Αμερικής), βασισμένο σε ακουστικές κιθάρες και ορχηστρικά μέρη, ενώ ο Arthur Lee εξερευνά στους στίχους πιο σκοτεινά θέματα που παραπέμπουν στη θνησιμότητα και την αυξανόμενη απογοήτευσή του από την Αντικουλτούρα.
Αν και το Forever Changes ακούγεται σήμερα σαν ένα αψεγάδιαστο κομψοτέχνημα, στην πραγματικότητα οι ηχογραφήσεις ήταν χαοτικές. Τα μέλη του γκρουπ έμεναν στο Castle, καταναλώνοντας παραισθησιογόνα μέχρι να φλιπάρουν. Πυροδοτήθηκαν επίσης εντάσεις ανάμεσά τους, κυρίως ανταγωνιστικές μεταξύ των δύο τραγουδοποιών Bryan MacLean και Arthur Lee. Ο τελευταίος είχε υποπέσει σε κατάθλιψη που ολοένα και χειροτέρευε και ασκούσε μια σχεδόν δικτατορική εξουσία στα υπόλοιπα μέλη. Όταν η Elektra υπέγραψε συμβόλαιο με τους Doors, ο Lee άρχισε να προσλαμβάνει ως ανταγωνιστή και τον έως τότε φίλο του Jim Morrison, και η κατάστασή του επιδεινώθηκε. Μέσα σε αυτό το ολοένα και πιο ανεξέλεγκτο χάος, το Forever Changes σώθηκε in extremis από τον παραγωγό Bruce Botnick που πήρε τα πράγματα στα χέρια του. Από το πλήθος των διαφορετικών παιξιμάτων σε κάθε track, επέλεξε τα πιο μεστά και εκλεκτικά (αφήνοντας στο συρτάρι τα πιο ακατέργαστα garage-punk ή τους αδιέξοδους αυτοσχεδιασμούς) και επιμελήθηκε λεπτομερειακά τις ενορχηστρώσεις.
Η εισαγωγή στο album είναι μια από τις πλέον συναρπαστικές στιγμές της μουσικής ιστορίας: “Alone Again Or”. Γραμμένο από τον Bryan MacLean, βασισμένο σε μια μεξικανική μπαλάντα χωρισμού, παρασύρεται από τις Mariachi κιθαριστικές συγχορδίες σε μια σαγηνευτική μπαρόκ ενορχήστρωση, όπου όλα είναι ιδιαίτερα προσεγμένα, λεπτεπίλεπτα, συναισθηματικά, κάθε νότα, κάθε λεπτομέρεια έχει τη σημασία της, κάθε μελωδία φαντάζει μαγική και ασυνήθιστη, σαν δώρο από τον ουρανό. Μουσικά, το “A House Is Not a Motel”, που ακολουθεί, φανερώνει τις εκλεκτικές συγγένειες, την κοινή μουσική αντίληψη που είχαν ο Lee και ο παλιός του προστατευόμενος Jimi Hendrix – οι κιθάρες εδώ είναι brutal και σκληρίζουν από την παραμόρφωση. Το τραγούδι ολοένα και φουντώνει μέχρι την αποθέωσή του – και το απότομο σβήσιμό του. Σε ό,τι αφορά τους στίχους, το “A House Is Not a Motel” είναι το τέλειο πορτρέτο του συγγραφέα Arthur Lee, βασανισμένου, χαοτικού, αλλά ιδιοφυούς. Αφηγηματικά, τηρουμένων των αναλογιών, αν ο Jim Morrison ήταν ένας «καταραμένος ποιητής», ο Arthur Lee ήταν ένας παθιασμένος άνθρωπος που προσπάθησε να ξεφύγει από τους δαίμονές του. Ο Lee αντιλαμβάνεται ως απειλή το ανθισμένο Λος Άντζελες: "Sitting on a hillside watching all the people die/ I'll feel very better on the other side".
Γι' αυτό όλα τα τραγούδια που έγραψε ο Lee σε αυτό το album δείχνουν μια κάποια διπολικότητα, μεταξύ αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας, χιούμορ και θυμού, ακόμα και μέσα στο ίδιο τραγούδι.
Το album συνεχίζεται με το “AndMoreAgain” μια όμορφη μπαλάντα ψυχεδελικής pop χαρμολύπης. Το “The Daily Planet” εισάγεται ομοίως ως ακουστική μπαλάντα, όμως βαθμιαία μπαίνουν ένας-ένας στο παιχνίδι οι μουσικοί της φιλαρμονικής, και κάπου στη μέση απογειώνεται. Το “Old Man” είναι μια μελωδικό folk pop διαμάντι που παραπέμπει αρκετά στους Beatles του “Rubber Soul”. Ενόσω οι ακουστικές κιθάρες και η ορχήστρα συγκρούονται, μια φόρμουλα baroque folk που λειτουργεί πάντα με εκπληκτική αποτελεσματικότητα, το “Red Telephone" καταλήγει σε spoken word απαγγελία. Οι στίχοι του έχουν συχνά χαρακτηριστεί «μυστηριώδεις» ή «υπερρεαλιστικοί», αν όμως τους αποκρυπτογραφήσει κανείς, θα διαπιστώσει ότι ο Lee αναφέρεται στους μαζικούς θανάτους που προαναγγέλλονται από κάποιο «κόκκινο τηλέφωνο», όμοιο μ’ αυτό που έχει ο Πρόεδρος των ΗΠΑ στο Οβάλ Γραφείο – κι ενώ ο βρώμικος Πόλεμος του Βιετνάμ οδεύει προς την κορύφωσή του.
Το “People Would Be the Times or Between Clark and Hilldale” συνιστά την αποθέωση της σουρεαλιστικής ποίησης του Arthur Lee, που εδώ ειδικά αντιπαραβάλλεται διακειμενικά στους στίχους του Dylan στο “Blonde On Blonde” και στο “Highway 61 Revisited”. Με το γρήγορο τέμπο και το συγκοπτόμενο ρυθμό του και με τα μεξικάνικα κόρνα να παράγουν μελωδίες ασταμάτητα, μοιάζει με το “Alone Again Or” σε διπλάσιες ταχύτητες. Από εκεί και πέρα, παρατηρούμε την τέλεια ισορροπία που προσφέρει το Forever Changes ανάμεσα σε ακουστικές μπαλάντες, περίτεχνες ενορχηστρώσεις και ζόρικα riff/soli στην ηλεκτρική κιθάρα, σε κομμάτια όπως το “Live And Let Live” (που αναδεικνύει επίσης τον τρόπο του Arthur Lee να προσφέρει ποιήματα με ποικίλες αποχρώσεις, που προσφέρουν ελευθερία στον ακροατή να προχωρήσει σε εξίσου ποικίλες ερμηείες) ή το “The Good Humor Man He Sees Everything Like” (όπου εμφανίζει μια πιο περιπαιχτική/χιουμοριστική πλευρά του). Στη συνέχεια, λίγο πριν από το γκραν φινάλε, εμπνευσμένος και πάλι από τον Dylan, ο Lee αρχίζει να πρωτο-ραπάρει στο θορυβώδες “Bummer In The Summer”.
Πριν να πέσουν οι κουρτίνες, ο Love έχει φυλάξει για το τέλος τη μίνι συμφωνία “You Set The Scene”, έξι λεπτά θεατρικής όπερας. Μουσικά, το "You Set the Scene" είναι απίστευτα πλούσιο και ανάγλυφο. Με μια σειρά από έγχορδα και κόρνα διατεταγμένα, που από την κλασική μεγαλοπρέπεια εκτρέπονται στον αυτοσχεδιασμό της jazz, ανήκει στα κομμάτια εκείνα είναι το είδος του κομματιού που απαιτούν επαναλαμβανόμενες ακροάσεις που αποκαλύπτουν νέα στοιχεία στο συνονθύλευμα του ήχου σε κάθε περιστροφή. Ενώ ολόκληρο το άλμπουμ ακούγεται πανέμορφο και πολύπλοκο, το "You Set the Scene" είναι το τέλειο απόσταγμα. Στους στίχους, ο Arthur Lee εκφράζει τις αμφιβολίες του για το «Καλοκαίρι της Αγάπης του ‘67», αμφισβητεί τους θιασώτες του – που οι περισσότεροι θα είναι ούτως ή άλλως περιστασιακοί. “Everything I’ve seen needs rearranging / and for anyone who thinks it’s strange / then you should be the first to want make this change / and for everyone who thinks that life is just a game / do you like the part you’re playing?”. Έχει γραφτεί ότι στο Forever Changes o Arthur Lee εμφανίζεται ως «ένας ποιητής που δεν πιστεύει πια στην αγάπη». Ίσως. Ίσως όμως απλώς εκτιμά ότι, σε αντίθεση με τη Χρονιά της Αγάπης του ’67, τα χρόνια που θα ακολουθήσουν θα είναι συγκρουσιακά, με πρώτο και καλύτερο το ’68.
Το Forever Changes είχε μόνο μέτρια επιτυχία στα chart, φτάνοντας στο Νο. 154 στις ΗΠΑ και στο Νο. 24 στο Ηνωμένο Βασίλειο. Μεταγενέστερα, αναγνωρίστηκε ως ένα πολύτιμο ντοκουμέντο της ψυχεδελικής σκηνής της δεκαετίας του 1960, ως ένα album με σπάνια επιρροή. Αργότερα προς τα χρόνια του 80/90 που οι καλλιτέχνες των διαφόρων νεοψυχεδελικών κυμάτων θα ανασύρουν από τη λήθη το Forever Changes σαν ένα χαμένο χάρτη απολύτως ζωτικής σημασίας για τον προσανατολισμό τους και τις εμπνεύσεις τους. Μερικά παραδείγματα: Dream Syndicate, Rain Parade, Triffids, Geen Pajamas, Yo La Tengo, The Vietnam Veterans, The Flaming Lips, XTC, Primal Scream, The Jesus and Mary Chain, Bob Mould, Belle and Sebastian, The Stone Roses∙ ένα από τα σπουδαιότερα album όλων των εποχών
Aftermath
Ήταν το τελευταίο album που ηχογραφήθηκε από την αρχική σύνθεση του συγκροτήματος. Μετά την ολοκλήρωσή του, ο κιθαρίστας Bryan MacLean αποχώρησε για αδιευκρίνιστους λόγους και ο Lee απέλυσε στη συνέχεια τα άλλα μέλη.
Ο MacLean αργότερα επανεμφανίστηκε ως αναγεννημένος χριστιανός καλλιτέχνης. Ο Ken Forssi και ο υπέκυψε στον εθισμό στα ναρκωτικά και στο έγκλημα και εξαφανίστηκε από τη μουσική σκηνή. Ο ντράμερ Michael Stuart επίσης αποσύρθηκε από τη μουσική. Ο Johnny Echols κατάφερε να ξεπεράσει τον εθισμό του, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και έγινε ένας περιζήτητος μουσικός στούντιο.
Ο Lee μάταια προσπάθησε να ανοικοδομοίησει το γκρουπ. Το άνισο Four Sail (1969) ήταν το τελευταίο τους album στην Elektra και το υλικό που είχε απομείνει αποτέλεσε τη βάση του διπλού LP του 1969, Out Here, στην ετικέτα Blue Thumb. Ένα άλλο line-up δημιουργήθηκε το 1970 και ηχογράφησε το album με τον -εύστοχο δυστυχώς- τίτλο False Start. Tο πιο αξιοσημείωτο είναι το ότι σε ένα κομμάτι παίζει κιθάρα ο παλιός φίλος του Lee, ο Jimi Hendrix. Λίγο μετά την κυκλοφορία του δίσκου ο Lee απέλυσε το συγκρότημα.
Ένα σόλο album, το Vindicator, το 1972 διχάζει τις απόψεις αλλά δεν υπήρξε ακόμα εμπορική ανακάλυψη. Ο Lee ηχογράφησε το Black Beauty για τη δισκογραφική Buffalo, αλλά η κατάρρευση της εταιρείας τορπίλισε την κυκλοφορία τoυ (εμφανίστηκε καθυστερημένα το 1997).
Στα επόμενα χρόνια ο Lee συνέχισε να επιμελείται επανεκδόσεις των δίσκων των Love, μερικές φορές με τον συνιδρυτή Bryan MacLean, αλλά η απήχησή τους γινόταν όλο και πιο νοσταλγική. Το 1987, το ενδιαφέρον για το γκρουπ αναθερμάνθηκε ‘όταν οι Damned είχαν επιτυχία στα βρετανικά chart με μια διασκευή του “Alone Again Or”.
Το 1996, ο Lee άρχισε να τζαμάρει με μια νεανική rock μπάντα του LA, τους Baby Lemonade. Ωστόσο, ο επιρρεπής σε μπελάδες τραγουδιστής συνελήφθη επειδή πυροβόλησε με όπλο έξω από το διαμέρισμά του. Προηγούμενες καταδίκες του τον οδήγησαν σε ποινή φυλάκισης 12 ετών στην κρατική φυλακή με την κατ’ ευφημισμό ονομασία Pleasant Valley, στην Καλιφόρνια, αλλά αφέθηκε ελεύθερος στις αρχές του Δεκέμβρη του 2001. Μετά την αποφυλάκισή του, ο Lee ανασυνδέθηκε με τους Baby Lemonade, που έγιναν τρόπον τινά η νεότερη εκδοχή των Love. Εκμεταλλευόμενος την τάση για την αναβίωση κλασικών album, στην οποία πρωτοστάτησε ο Brian Wilson με το Pet Sounds των Beach Boys, ο Lee συγκέντρωσε επίσης μια ορχήστρα 15 κομματιών για να παρουσιάσει ζωντανά ανά τον κόσμο το Forever Changes – στην Αθήνα τον είδαμε στο Ρόδον στις 15 Απριλίου του 2005.
Σε μια από τις τελευταίες και πιο ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις του στον Guardian, o Lee υποστήριξε ότι όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο περισσότερο στρεφόταν στην κλασική μουσική και στην jazz – στοιχεία που εξάλλου συναντάμε και στη μουσική των Love ειδικά στο Forever Changes. Είπε μεταξύ άλλων:
«Ο Beethoven ξεχωρίζει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον – όταν τον άκουσα για πρώτη φορά ένιωσα ότι θα μπορούσε να είναι ο αδερφός μου. Ο Beethoven πάντα προσπαθούσε να δημιουργήσει κάτι το διαφορετικό έχοντας όμως την επίγνωση ότι δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο κάτω από τον ήλιο. Προσπαθώ κι εγώ να κάνω κάτι παρόμοιο με τη μουσική μου […] Ο Charlie Parker είναι ο άλλος αγαπημένος μου μουσικός. Πάντα μου άρεσε πολύ η jazz και όταν ήμουν έφηβος ζωγράφιζα στο πρόσωπό μου μουστάκια για να περνάω για μεγάλος και να μ για να πηγαίνω και να με αφήνουν να μπαίνω στα club και να βλέπω ανθρώπους όπως ο John Coltrane και ο Elvin Jones να παίζουν ζωντανά […] κανένας όμως δεν με συνεπήρες όπως ο Charlie Parker με τον τρόπο που το έκανε».
Το 2006 ο Arthur Lee διαγνώστηκε με μυελογενή λευχαιμία. Mια ομάδα θαυμαστών-διασημοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των Robert Plant, Ian Hunter και Ryan Adams, συγκεντρώθηκαν σε μια συναυλία φόρου τιμής για να συγκεντρώσουν χρήματα για τους ιατρικούς του λογαριασμούς. Μια πειραματική μεταμόσχευση βλαστοκυττάρων απέτυχε να σταματήσει την ασθένεια του Lee.
«Ανοίξαμε την πύλη για τους Doors, τους Buffalo Springfield και όλα τα γκρουπ που ακολούθησαν», είπε κάποτε ο Lee. «Ήμασταν η αρχή, αυτοί που ανάψαμε τη φλόγα στη σκηνή στο Σαν Φρανσίσκο. Ήμασταν μόνο μια μικρή σπίθα στο Sunset Strip στην αρχή, αλλά γίναμε μια πυρκαγιά».
Arthur Lee (07/03/1945 – 03/08/2006)
Πηγές:
Michael Hicks, Sixties Rock: Garage, Psychedelic, and Other Satisfactions (University of Illinois Press, 1999)
Nick Bromell, Tomorrow Never Knows: Rock and Psychedelics in the 1960s (University of Chicago Press, 2000)
Barney Hoskyns, Arthur Lee: Alone Again Or (Canongate Books, 2001)
Peter Doggett, There's a Riot Going On: Revolutionaries, Rock Stars, and the Rise and Fall of the '60s (Canongate, 2009)
John Einarson, Forever Changes: Arthur Lee and the Book Of Love - The Authorized Biography of Arthur Lee (Jawbone Press, 2010)