Έχοντας στις πλάτες του μια καριέρα που ξεκίνησε πριν από περίπου 45 χρόνια και η οποία είχε μια σταθερή συνέπεια, ο Roy Ayers ήταν ένας από τους τελευταίους μεγάλους στην πιάτσα του  jazz funk. Η επιρροή του στον σύγχρονο χορευτικό ήχο είναι δεδομένη και αδιαμφισβήτητη. Αρκεί να μετρήσει κανείς το πλήθος των ονομάτων που έχουν κατά καιρούς σαμπλάρει το υλικό του (A Tribe Called Quest, Public Enemy, Jill Scott, Mos Def, Ice Cube…), συνυπολογίζοντας και τις ιδιαίτερα επιτυχημένες συνεργασίες του σε projects όπως αυτά των Jazzmatazz και των Nyorican Soul τον έφεραν σε επαφή με τα νεότερα ακροατήρια. Βεβαίως, είχαν προηγηθεί οι ηχογραφήσεις του στη δεκαετία του 70, οι οποίες άνοιξαν τον δρόμο για τη συνάντηση της jazz με τον χορευτικό ήχο και την κουλτούρα των djs στα χρόνια από τις αρχές του 90 και μετά. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, ο Roy Ayers,  χρησιμοποιώντας έναν χαρακτηρισμό-κλισέ που του έχει αποδοθεί επανειλημμένα, αποτελεί έναν από τους αδιαφιλονίκητους «προφήτες της acid jazz».

O Roy Ayers γεννήθηκε στο Λος Άντζελες τον Σεπτέμβριο του 1940 και μεγάλωσε σε ένα μουσικό περιβάλλον, καθώς ο πατέρας του έπαιζε τρομπόνι και η μητέρα του πιάνο. Ο ίδιος, πάντως, επέλεξε το βιμπράφωνο, επηρεασμένος, όπως παραδέχεται, από τους δίσκους και το παίξιμο του μέγιστου Milt Jackson. Όπως αναφέρεται, μάλιστα, ο Lionel Hampton του δώρισε τo πρώτο του σετ από vibes, όταν ο Ayers ήταν περίπου 17 ετών… 

Στα 20 του άρχισε να κάνει τα πρώτα του βήματα στην ακμαία τότε jazz σκηνή της Δυτικής Ακτής. Στο διάστημα ανάμεσα στο 1962 και το 1967 έλαβε το βάπτισμα του πυρός συμμετέχοντας σε ηχογραφήσεις των Curtis Amy (1962), Jack Wilson (1963-1967) και της ορχήστρας του Gerald Wilson Orchestra (1965-1966), ενώ έπαιξε παράλληλα και πλάι στους Teddy Edwards, Chico Hamilton, Hampton Hawes, Phineas Newborn και άλλους. Μεταξύ του 1966 και του 1970 ο Ayers υπήρξε μέλος της μπάντας του Herbie Mann και η θητεία του δίπλα στον περίφημο φλαουτίστα ήταν αυτή που εν πολλοίς τον καθιέρωσε στο χώρο. Από τις ηχογραφήσεις του με τον Mann ειδικής μνείας χρίζει το θαυμάσιο –και απολύτως επιτυχημένο εμπορικά- “Memphis Underground” του 1969. Την ίδια περίοδο ο Ayers άρχισε να ηχογραφεί και ως leader για λογαριασμό της Atlantic. Το πρώτο του album είχε τον τίτλο “West Coast Vibes” ενώ ακολούθησαν τρεις αξιολογότατες δουλειές που τον καθιέρωσαν οριστικά: τα “Virgo Vibes” (1967), “Stoned Soul Picnic” (1968) και “Daddy Bug” (1969), στα οποία συμμετείχε μια πλειάδα από φτασμένους μουσικούς της jazz (Ron Carter, Herbie Hancock, Gary Bartz, Charles Tolliver, Joe Henderson κ.ά.). Σ’ αυτές τις πρωτόλειες ηχογραφήσεις του, το παίξιμο του Ayers στα vibes διακρίνεται ήδη για τη σιγουριά και τη φινέτσα του. Η επίδραση του Milt Jackson παραμένει φανερή, ωστόσο το προσωπικό ύφος του Ayers είναι σαφώς πιο groovy, προαναγγέλοντας τις δουλειές του με τους Ubiquity που θα ακολουθούσαν στην επόμενη δεκαετία.  

Ο σχηματισμός των Roy Ayers Ubiquity στις αρχές του 1970 συνέπεσε με τη μεταγραφή του Ayers από την Atlantic στην Polydor, για την οποία ηχογράφησε τους περισσότερους δίσκους του στα 70s. Πλάι στον Ayers βρέθηκαν, έστω και περιστασιακά, σ’ αυτό το διάστημα ουκ ολίγοι πρωτοκλασάτοι παίκτες, όπως ο σαξοφωνίστας  Sonny Fortune και οι ντράμερ Billy Cobham, Omar Hakim και Alphonse Mouzon, για να θυμηθούμε μόνο μερικούς. Σ’ αυτή τη φάση, ο ήχος της μπάντας, διατηρώντας πάντα τις jazz καταβολές του Ayers, σχηματοποιήθηκε πατώντας σε τρεις βασικές συνιστώσες: στο ηλεκτρικό fusion του Miles, στο καυτό funk του James Brown και στα νέα δεδομένα που επέφερε στην αφροαμερικανική μουσική το κίνημα της Μαύρης Δύναμης. Ο Ayers, εξάλλου, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μουσικού που συνδέθηκε άμεσα με το Black Power και με την ιδέα του Παναφρικανισμού, προβάλλοντας σε πρώτο πλάνο τις αφρικανικές ρίζες της μουσικής του αλλά και της κουλτούρας του γενικότερα. Του ανήκει, άλλωστε, ένας από τους ύμνους του εν λόγω κινήματος (“2.000 Black”, 1975) και μια σειρά από δίσκους με κεντρικό θέμα την Αφρική, ενώ στα ίδια πλαίσια εντάσσεται και η συνεργασία του με τον Fela Kuti, στις αρχές του 1980.

Τα album Roy Ayers Ubiquity στο πρώτο μισό του 70 είναι πολυάριθμα και τα περισσότερα, πάντα όσον αφορά αυτή την περίοδο, είναι πολύ αξιόλογα. Επιλεκτικά, θα αναφέρω το Black, Gold and Green (1973) που μεταξύ άλλων περιλαμβάνει έξοχες instrumental εκτελέσεις στα κλασικά “Ain’t No Sushine” (Bill Withers) και “Papa was a rolling stone” (Norman Whitefield-Temptations), το Virgo Red (επίσης του 1973) με το πιο ρυθμικό “Brother Louie” που έχει γραφτεί ποτέ σε βινύλιο, καθώς και το A Tear to a smile (1975), στο οποίο φιγουράρουν τόσο το προαναφερθέν “2.000 Black” όσο και το περίφημο “Move To Groove”. Το τελευταίο, με τον στακάτο ρυθμό και τη φαντεζί ενορχήστρωσή του, έμελλε να αποδειχθεί ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους για την έκρηξη της acid jazz περίπου μια 15ετία μετά. Αξίζει να σημειωθεί ότι την ίδια περίοδο ο Ayers ηχογραφούσε και ως σόλο καλλιτέχνης για την Polydor και αργότερα για την Columbia. Αν και δεν μπορεί να γίνει σαφής διαχωρισμός, θα’ λεγε κανείς ότι οι σόλο δουλειές του, σε σχέση με τις ηχογραφήσεις του με τους Ubiquity, κινούνται σε ένα πιο «καθαρό» jazz ύφος. Επίσης ούτε αυτός κατόρθωσε να αποφύγει τον... πειρασμό του blaxploitation, σκοράροντας το 1973 το καλό και τυπικό για το είδος soundtrack της ταινίας “Coffy”, στην οποία πρωταγωνιστούσε η γνωστή Pam “Foxy Brown” Grier, ενώ για την ιστορία, ανάμεσα στις φωνές που ακούγονταν στα κομμάτια του φιλμ ήταν κι αυτή της σχετικά νεαρής τότε Dee Dee Bridgewater. 

Το 1976 σηματοδότησε το απόγειο ολόκληρης της καριέρας του Ayers, με την κυκλοφορία του album Everybody Loves The Sunshine. Αν και ολόκληρο το album αποτέλεσε ένα πραγματικό θρίαμβο για την παρέα των Ubiquity, θα αρκούσε από μόνο του το φερώνυμο κομμάτι του δίσκου για να κατοχυρώσει τη θέση του Ayers ανάμεσα στους κορυφαίους του jazz funk. Tα χαλαρά vibes και το mid tempo groove του “Everybody Loves The Sunshine” απλώς δημιούργησαν, και πάλι, σχολή για μια σειρά από djs και παραγωγούς της νεότερης γενιάς...

Η ύστερη πορεία του Ayers, δηλαδή από τα τέλη του 70 και μετά, είναι σαφώς πιο προσανατολισμένη προς τον χορευτικό ήχο (αυτό που σε άλλες εποχές θα αποκαλούσαμε καρεκλάδικο), φλερτάροντας με το εκλεκτικό κομμάτι της disco (per que no;) και με το λεγόμενο «πλαστικό φανκ» στα χρόνια του 80. Μολονότι σ’ αυτή την περίοδο δεν διακρίνεται κάποιο album που να ξεχωρίζει αισθητά, υπάρχουν αρκετά σκόρπια και μεμονωμένα κομμάτια του Ayers τα οποία ακούγονται ακόμη και σήμερα από τις πιο «ψαγμένες» κονσόλες: “Get On Up Get On Down”, “Bring The Family Back”, “Running Away”, “We Live In Brooklyn” (αγαπημένο του «πολύ» Giles Peterson, αν αυτό λέει κάτι), “Love Will Bring Us Back Together”, “Boogie Down” κλπ. Αν θέλει κανείς να αναζητήσει αυτό το υλικό, είναι πολλές και διάφορες οι συλλογές του Ayers που κυκλοφορούν στην αγορά, με πιο αντιπροσωπευτικές ίσως το διπλό Gold (Polydor, 2005) και τα Virgin Ubiquity Vol. 1 &2 (BBE, 2003) που έχουν συγκεντρώσει ανέκδοτες έως τότε ηχογραφήσεις του της περιόδου 1976-1981. 

Σε ότι αφορά τη συνεργασία του με τον Fela Kuti, στην οποία συμμετείχε και ο τρομπονίστας Wayne Henderson (Crusaders κλπ.), αυτή μπήκε στα σκαριά το 1979, όταν ο Ayers επισκέφτηκε αρχικά τη Νιγηρία για συναυλίες και εν συνεχεία περιόδευσε στην Αφρική μαζί με τον γίγαντα του afro beat (υπάρχει και ένα σχετικό live album που έχει εκδοθεί από τη βρετανική εταιρεία Wrasse). Καρπός της σχέσης του Ayers με τον Fela υπήρξε και το album Africa is the center of the world (1981), που ήταν μάλλον και η τελευταία του μεγάλη δουλειά. Ο ίδιος θυμάται για τη μύησή του στις μουσικές της Αφρικής και για τη σχέση του με τον Kuti: «Όταν ενδιαφέρθηκα για τις μουσικές της Αφρικής, ανακάλυψα ότι υπάρχουν πολλά διαφορετικά στιλ που προέρχονται από διαφορετικές περιοχές (της ηπείρου).Στο σύνολό τους όμως πρόκειται κυρίως για μουσικές που στοχεύουν στον ρυθμό και στην έξαψη. Ήξερα τη φήμη του Fela και όταν τον γνώρισα από κοντά ανακάλυψα τόσο έναν άνθρωπο που με ενέπνευσε με τις απόψεις του για την πολιτική όσον και έναν μουσικό soulmate. Μου λείπει πολύ. Μου δίδαξε πολλά πράγματα για τον αφρικανικό τρόπο ζωής, γενικότερα...».           

Η δεκαετία του 1980 ήταν «δύσκολη» και όχι ιδιαίτερα παραγωγική για τον Ayers, γεγονός που όπως έχω ξαναγράψει ισχύει γενικά για τους soul funk μουσικούς των 60s-70s. Οι ηχογραφήσεις τους έγιναν σαφώς πιο φλατ, πιο νερωμένες, σύμφωνα με τις επιταγές της εν λόγω δεκαετίας, ενώ όλοι σχεδόν υπέκυψαν στο πειρασμό των συνθεσάιζερ. Τα σύνθια, μπορεί να άνοιξαν νέες προοπτικές στον μαύρο ήχο (όπως αξιοποιήθηκαν από τους πρώτους djs του Ντιτρόιτ για παράδειγμα), όμως στην περίπτωση των βετεράνων, οι οποίοι ήταν μαθημένοι αλλιώς, λειτούργησαν περισσότερο ισοπεδωτικά, σκοτώνοντας το συναίσθημα.  

Στις εκλάμψεις, παρ’ όλα αυτά, του Ayers στα χρόνια του 80 συγκαταλέγεται, πέρα από τη συνεργασία του με τον Fela, και ίδρυση της δικής του εταιρείας (Uno Melodic) η οποία προσέφερε ευκαιρίες σε νέα ονόματα.

…Κι ύστερα ήρθε η acid jazz. Στις αρχές του 90, ο Ayers, όπως έγραψα και πιο πάνω, δικαιωματικά θεωρήθηκε ως ένας από τους πρωτεργάτες της μίξης της jazz με τους χορευτικούς ρυθμούς και επανήλθε θριαμβευτικά στο προσκήνιο. Τα κομμάτια του άρχισαν να ακούγονται και πάλι ως σημεία αναφοράς, και χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον ως βάση για νέα πειράματα από τους νεότερους παραγωγούς, οι οποίοι επιζήτησαν συχνά και τη συνδρομή του δημιουργού τους. Οι συνεργασίες του Ayers από τα χρόνια του 90 και μέχρι σήμερα είναι μπόλικες για να αναφερθούν όλες. Και πάλι επιλεκτικά, θα σταθώ αφενός στα ρεμίξ που έκανε στα κομμάτια του ο εξαιρετικός dj Osunlade, αφετέρου στη συμμετοχή του στο πρώτο album των Jazzmatazz και σε αυτό των Nyorican Soul. Στο πρώτο (1993), πόνημα του γνωστού και μη εξαιρετέου Guru των Gangstar, στο οποίο συμμετείχε και ο Donald Byrd, ο Ayers χρωμάτισε υπέροχα με τα vibes του το “Take A Look”, ένα από τα highlights του δίσκου που αποδείχτηκε σταθμός για τη μίξη της jazz με το hip hop. Όσον αφορά το project των Nyorican Soul (1997), δημιουργία των Louie Vega και Kenny Dope Gonsalez και με τις συμμετοχές των Eddie Palmieri, Tito Puente, Jazzy Jeff, George Benson, Jocelyn Brown κλπ., αυτό αποτέλεσε αντίστοιχα σταθμό για τη νεότερη επανασύνδεση της αφροαμερικανικής και λατινοαμερικανικής μουσικής κοινότητας της Νέας Υόρκης. Σε αυτό το πλαίσιο, το album των Nyorican Soul υπήρξε, τηρουμένων των αναλογιών, για τη δεκαετία του 90 το ίδιο σημαντικό με τις αντίστοιχες δουλειές του Eddie Palmieri με τους Harlem River Drive στις αρχές του 70. Εδώ ο Ayers, με το βιμπράφωνό του και πάλι σε μεγάλη φόρμα, πρωταγωνιστεί στο “Roy’s Scat”, που είναι ακριβώς ότι υπονοεί ο τίτλος του και φανερώνει το ταλέντο του φίλου μας και στο scat.

Τα τελευταία χρόνια και μέχρι τον θάνατό του, ο Roy Ayers, μολονότι δεν έκανε κάτι το συγκλονιστικό, παρέμεινε ακμαίος και συνέχισε να δίνει εμφανίσεις σε σταθερή βάση. Ούτως ή άλλως, μετά από τόσα πολλά χρόνια γόνιμης καριέρας, δικαιούτο να επαναπαυτεί στις δάφνες του ως ένας από τους θεμελιωτές του χορευτικού nu jazz ήχου και όχι μόνο.

Μια παλιότερη εκδοχή του κειμένου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Jazz & Τζαζ το 2017.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured