Μερικές φορές τα πράγματα μπορούν να εξελιχθούν πολύ γρήγορα. Ας πούμε ο Νικόλας Πετσίτης επινόησε στα 19 και εν καιρώ καραντίνας το δρακουλιάριο alter-ego Eddie Dark για να γράφει synth-punk κομμάτια και τέσσερα χρόνια αργότερα πρωτοστατεί της ολοένα και πιο παρούσας εγχώριας darkwave σκηνής φτάνοντας με τη βοήθεια όμορων του να βγάζει sold out το Gagarin. Η δυναμική του είχε ήδη διαφανεί από την ανάρπαστη εμφάνιση του στο Αγοραφοβικό Φεστιβάλ πριν από μερικούς μήνες και η live παρουσίαση του τρίτου του δίσκου DISKO-TERRORISTA ως headliner ενός πολύ δυνατού line-up αναμενόταν ως η κορύφωση αλλά και η εξήγηση του φαινομένου.
Nα μαστε λοιπόν στη Λιοσίων 205 σε μία νύχτα τόσο παγωμένη που κόβει -ταιριαστά- το αίμα, όπου παρέες από μαυροντυμένα πιτσιρίκια με μακιγιαρισμένα άσπρα πρόσωπα περιμένουν να απολαύσουν ζωντανά το νέο τους ήρωα, ενώ τυχαίοι περαστικοί νομίζουν πως προσπερνούν ένα μακάβριο μασκέ πάρτι. Καθώς όμως η νύχτα μεγαλώνει και οι εποχές αλλάζουν, ο στιλιστικός κώδικας του darkwave κοινού ανανεώνεται με στοιχεία που εκφράζουν τη ρευστότητα των νέων γενιών, με αποτέλεσμα εδώ να συνυπάρχουν τα σκούρα δερμάτινα, τα γκλίτερ διχτυωτά και οι tote bags Cinobo, ένα σημείο-των-καιρών κολάζ ανάμεσα στο νεοφασαίο, τον gen-z νταρκγουειβά και τον μεταπανδημικό raver, που αντανακλά σε ένα βαθμό και τους λόγους πίσω από το σουξέ του Eddie Dark.
Προτού όμως φτάσουμε στην εμφάνιση του πρωταγωνιστή της βραδιάς αξίζουν μερικά σχόλια για όσα προηγήθηκαν. Το ντούο των Kalte Nacht, που έχει εδραιωθεί ως μία από τις πιο αξιόπιστες δυνάμεις στο εγχώριο (και όχι μόνο) σκοτεινό ήχο τα τελευταία χρόνια, άνοιξε το συναυλιακό μενού βάζοντας τη μπάρα ψηλά από την αρχή. Οι παραστατικές ερμηνείες της Μυρτούς Στύλου και οι ατμοσφαιρικές συνθέσεις του Νίκου Κωνσταντινίδη τιμούν και ανανεώνουν την darkwave κληρονομιά, την οποία μάλιστα δεν εκφράζουν μονολιθικά αλλά με μία πιο πανοραμική ματιά. Έπαιξαν, με αυτοπεποίθηση μιας μεγάλης μπάντας, υλικό από τους δύο δίσκους τους, και ενώ άλλοτε θυμίζουν Lebanon Hanover και άλλοτε Boy Harsher, πάντα στο τέλος της βραδιάς είναι οι Kalte Nacht που έχουν καθιερωθεί δυναμικά στην dark σκηνή πανευρωπαϊκά.
Ενώ το κοινό πλέον είχε τιγκάρει το Gagarin, ανέβηκε μόνος του στη σκηνή ο Αμερικανός με το καλλιτεχνικό όνομα Dancing Plague, ένα όνομα που προέρχεται από την επιδημία χορού που έπληξε το 1518 την περιοχή του Στρασβούργου σύμφωνα με την ιστορία. Μία κονσόλα και ένα μικρόφωνο ήταν αρκετά για τον στιλάτο και μυστηριώδη crooner για να μας βουτήξει στο καταραμένα ρομαντικό του σύμπαν μέσα από μελαγχολική electro-pop, ΕΒΜ και New beats και αισθαντικές, εντελώς αρχετυπικές στο είδος που υπηρετεί, ερμηνείες. Φυσικά δεν παρέλειψε την επιτυχία του "Cataracts", με πάνω από 2 εκατομμύρια streams στο Spotify, παρασύροντας μας στις ορέξεις του, αλλά σταδιακά όσο περνούσε η ώρα το επαναλαμβανόμενο μοτίβο του set του άρχισε κάπως να ατονεί και να κουράζει χωρίς να φτάνει σε κάποια πραγματική κορύφωση.
Σε αντίθεση με τον Αμερικάνο, ο δικός μας Blakaut οπισθοχώρησε χωμένος μέσα στην κουκούλα του στα βάθη της σκηνής και έστησε τον εξοπλισμό του πάνω σε ένα πατάρι για να εξορμήσει από εκεί στις δικές του ψυχρές, ηλεκτρονικές περιπέτειες. Έχοντας κυκλοφορήσει καμιά δεκαριά δουλειές τα τελευταία οκτώ χρόνια, έχει αναδειχθεί σε μία από τις πιο δραστήριες underground μορφές του χώρου με φανατικό κοινό. Και το set του ίσως ήταν το πιο απολαυστικό της βραδιάς, ξεκινώντας από coldwave ηχοτοπία και καταλήγοντας μέσα από παγωμένη New Beat σε πρωτόλειο γερμανικό trance και hard dance. Από τον εξώστη φαινόταν μία θάλασσα ετερόκλητων πλασμάτων να χάνεται παραληρηματικά στα beats και σε ένα ηχητικό αφήγημα γεμάτο με προηχογραφημένα αποσπάσματα ελληνόφωνης, ποιητικής πρόζας, που παρουσίαζε μία διαφορετική εξέλιξη της ιστορίας σαν απάντηση στην ερώτηση του τι θα γινόταν αν το EBM και η German Trance είχαν επικρατήσει έναντι τις Techno ως το Νο1 είδος ηλεκτρονικής μουσικής.
Και ενώ η βραδιά έμοιαζε ήδη χορταστική, το κυρίως γεύμα ξάφνου εμφανίστηκε μέσα σε κόκκινο, αιματηρό φωτισμό και με την κλασική του πλέον σκηνική παρουσία κρατώντας λευκά άνθη ανά χείρας τα οποία σιγά σιγά μοιράστηκαν στο κοινό στα έμπροσθεν που βρισκόταν σε κατάσταση απόλυτου παροξυσμού. Αν φάνηκε κάτι από τις πολύ πρώτες στιγμές του live είναι πως ο Eddie Dark άγεται και φέρεται με τον αέρα ενός performer που σφύζει από αυτοπεποίθηση και σιγουριά για την επίδραση που έχει στους πιστούς του οπαδούς. Μέρη της περφόρμανς ήταν το ζαλιστικό όργωμα πάνω-κάτω της σκηνής, οι απαγγελτικές ερμηνείες σε ακατάληπτη, αταβιστική γλώσσα και οι πρόζες ανάμεσα στα κομμάτια, στις οποίες ακούσαμε πολλά και διάφορα, από τσιτάτα σαν γκράφιτι σε κάποιο τειχάκι στου Στρέφη - «Απόψε η Αθήνα πέφτει και από τη σάρκα της θα φάμε ό,τι μείνει» -μέχρι φαινομενικά ανάλφρα αστειάκια για όσους έχουν έρθει με τον/την πρώην τους στο live, και από «γιατί αυτός ο τύπος φοράει πολύχρωμα;» shaming μέχρι το μοίρασμα φιαλιδίων που εμπεριείχαν το αίμα του ίδιου του Eddie Dark (τρου στόρι).
Και ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία πως στα περισσότερα κομμάτια του έγινε ο κακός χαμός - στο σκοτεινό καψουροτράγουδο “Στοιχειώνει τη Γαλλία”, στη hang the DJ στιγμή “Άγγελος σε τεκνόπαρτο” και στα προορισμένα για το πάνθεον της synth punk ιστορίας “Μαύρα Γυαλιά’’ - έμεινα με την αίσθηση πως ο έλεγχος και επιμέλεια της περσόνας και του λόκαλ μύθου του κανιβάλισαν ως ένα βαθμό το υπόλοιπο live. Και φυσικά, σαν σωστός content creator, μετά από μία μακροσκελή εξήγηση γιατί δεν παίζει πλέον το πρώτο του single ‘’Plastiko” και μία όσο συναισθηματική γίνεται προσωπική αφήγηση της πορείας του μέχρι να φτάσουμε σε αυτή την ιστορική στιγμή, μας ανακοίνωσε τους τίτλους τέλους της Eddie Dark περσόνας για το κυνήγι μίας διαφορετικής καλλιτεχνικής ταυτότητας, χωρίς να προσδιορίζει ποια είναι αυτή ή αν πρέπει όντως να τον πιστέψουμε.
Σε μία από τις τελευταίες στιγμές του live και ενώ ο μαυροφορεμένος πρίγκιπας του σκότους περιφερόταν με το σταυρό στο χέρι, θυμήθηκα κάτι που είχε πει νωρίτερα - «Σημασία δεν έχει να περνάτε καλά, σημασία έχει να γαμάτε αυτούς που σας κάνουν να μην περνάτε καλά» - και μου τα έσκασε τι συμβαίνει εδώ πέρα. Ο Eddie Dark εκφράζει ακριβώς αυτό το συναίσθημα που φέρει συλλογικά ένα μεγάλος μέρος της γενιάς του: σε μία εποχή που το σκοτάδι και η απελπισία κυριαρχούν, εμείς με τον κωμικοτραγικό μας μηδενισμό ξέρουμε να περνάμε τέλεια και δεν θα αφήσουμε κανέναν να μας το χαλάσει. Είναι ένας εξορκισμός της σιχαμάρας και της αηδίας για τους σάπιους καιρούς, ένα κανάλι εκτόνωσης θυμού και ενέργειας, μία συλλογική πίστα γρήγορης και εθιστικής αδρεναλίνης για μία γενιά που δεν φοβάται τη ρευστότητα του σήμερα -μα τη γιορτάζει όσο μακάβρια του αξίζει.