Εύη Παπαγιάννη

Ο capétte δεν κάνει Λακανική ψυχανάλυση, αλλά αν ζούσε στην Αθήνα και όχι στη Θεσσαλονίκη, αυτή η κουβέντα που κάναμε μαζί του θα γινόταν σίγουρα σε ντιβάνι.

Ο νεαρός καλλιτέχνης συνδυάζει την ποίηση με την ηλεκτρονική μουσική, δημιουργώντας κόσμους όπου η εσωτερικότητα συναντά τον ρυθμό και η αφήγηση μετασαρκώνεται σε ήχο. Με μια ιδιαίτερη ευαισθησία στη σύνθεση και μια αισθητική που ισορροπεί ανάμεσα στο προσωπικό και το θεατρικό, διαμορφώνει ένα σύμπαν στο οποίο ταυτοτικές εμπειρίες και κοινωνικοπολιτικές αντανακλάσσεις μετατρέπονται σε μελωδίες και κίνηση. 

Η μουσική του πορεία ξεκίνησε το 2020, με το άλπουμ Electra, έχοντας προηγηθεί εν μέσω πανδημίας ένα EP διασκευών σε Βαμβακάρη, Στέλλα Γκρέκα, Μένδρη Κάκια και Σταύρο Ζώρα, αλλά και δικά του, πρωτότυπα κομμάτια. Το 2021, εμπνευσμένος από τις Τρεις Αδερφές του Τσέχωφ και τη διαρκή αναζήτηση της ευτυχίας, κυκλοφόρησε το άλμπουμ Moscau, με τη συμμετοχή της Nalyssa Green, της VASSIŁINA και του Kristof, δημιουργώντας ένα σύνολο εσωστρεφές κι εκρηκτικό.  Κυρίως, όμως, δείχνοντας τα στιχουργικά του «δόντια», εξαιρετικά αιχμηρά, παρά τη νεαρή ηλικία του.

Η τρίτη δισκογραφική δουλειά του κυκλοφόρησε το Σεπτέμβρη του 2024, όσο το δέρμα ήταν ακόμη καυτό από το καλοκαίρι. Το Trauma Dump είναι ένα ερωτικό γράμμα, είναι δέκα κομμάτια αφοπληστικές εξομολογήσεις, με λέξεις περίτεχνες αλλά προσωπικές, γυαλιστερές εικόνες και φωτογραφίες που ξεβάφουν σε πολαρόιντ.

Τον Μάρτη, μαζί με τα Echo Tides, ο capétte βγαίνει on the road, κι εμείς βρήκαμε αφορμή να του ζητήσουμε να μας μιλήσει για το πρόσφατο άλμπουμ του, την ταυτότητα, τον έρωτα, και την τέχνη του στο σύνολό της.

Το Trauma Dump κυκλοφόρησε 2 Σεπτέμβρη, τη στιγμή που τα σώματα ήταν ακόμα μαυρισμένα από το καλοκαίρι, και ο ενθουσιασμός γραφόταν στο δέρμα σαν έγκαυμα. Έχει περάσει μισός χρόνος από τότε. Πώς σε βρίσκει αυτή η περίοδος;

Νομίζω ότι το άλμπουμ βγήκε στην ιδανική στιγμή. Μετά το καλοκαίρι, όλοι προσπαθούμε να επαναπροσδιορίσουμε τους εαυτούς μας, να βρούμε νέα πράγματα που θα μας ενθουσιάσουν. Στην πραγματικότητα, το καλοκαίρι είναι μια μεγαλύτερη Πρωτοχρονιά απ’ ό,τι η ίδια η Πρωτοχρονιά. Είναι το μεταιχμιακό σημείο της αλλαγής.

Αλλά μετά έρχεται ο Σεπτέμβρης να σου υπενθυμίσει ότι η πραγματικότητα είναι πολύ μακριά από αυτό που έζησες το καλοκαίρι. Ο καιρός χαλάει, οι άνθρωποι μαζεύονται, κρυώνουν, κλείνονται στο σπίτι. Αυτό ήταν και το πλαίσιο μέσα στο οποίο έγραψα τον δίσκο.

Στην περιγραφή του, αποκαλείς το Trauma Dump μια μορφή θεραπείας από την κατάθλιψη. Ανακουφίστηκες όταν κυκλοφόρησε;

Σίγουρα ανακουφίστηκα. Είχα πάρα πολλά πράγματα μέσα μου, και μέσα στους στίχους αυτού του δίσκου, που ήθελα να τα πω. Ήθελα να μοιραστώ πολύ προσωπικές εμπειρίες—ίσως και με συγκεκριμένα άτομα που θα ήθελα να τα ακούσουν.

Αλλά, ίσως, ήθελα κι εγώ να τα ακούσω πια από τη σκοπιά του ακροατή, και όχι του δημιουργού. Γιατί όταν γράφεις, έχεις μια τελείως διαφορετική σχέση με τα κομμάτια. Όταν όμως τα ακούς έξω, σε ένα μαγαζί, ή ακόμα και μόνος σου μετά την κυκλοφορία, δεν είναι πια κάτι που δίνεις, αλλά κάτι που λαμβάνεις. Ήθελα να έχω αυτή τη σχέση με αυτά τα κομμάτια.

Ανακουφίστηκα πολύ και από το πώς αγκαλιάστηκε ο δίσκος. Ο κόσμος τον άκουσε ακριβώς όπως ήλπιζα. Πολλοί με προσέγγισαν για να μου μιλήσουν για το τι σήμαινε γι’ αυτούς, για το πώς τους άγγιξε, για πράγματα που ήθελαν να μοιραστούν αλλά δεν μπορούσαν.

Όλα αυτά μου δίνουν ζωή και κίνητρο. Γιατί, στο τέλος της ημέρας, το μόνο που έχουμε είναι τα κοινά μας βιώματα. Ό,τι νομίζουμε ότι αισθανόμαστε μόνοι, στην πραγματικότητα δεν το αισθανόμαστε καθόλου μόνοι.

Ένιωσα και την ανακούφιση του «τώρα είναι δικό σας». Είναι αυτό που λέμε «ο θάνατος του συγγραφέα»—να σκοτώσω, δηλαδή, τον δημιουργό μέσα μου και να αφήσω τον κόσμο να κάνει ό,τι θέλει με τα τραγούδια. Τώρα είναι δικά σας. Συνδέστε τα με τους δικούς σας πρώην, τις δικές σας παλιές αγάπες, τις ανεκπλήρωτες ιστορίες σας. Κάντε ό,τι θέλετε.

Για μένα, αυτό ήταν. Τα έγραψα, τα έδωσα και, κάπως έτσι, ηρέμησα λίγο.

Είσαι μόλις 24 και οι στίχοι σου είναι ποιητικοί και περίπλοκοι. Από πού προκύπτει αυτό; Είναι αποτέλεσμα κάποιας εσωτερικής καλλιέργειας ή σου βγαίνει αυθόρμητα;

Καταρχάς, ευχαριστώ που το λες. Χαίρομαι όταν κάποιος σχολιάζει τους στίχους μου, γιατί σήμερα ο στίχος δεν βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο. Οι περισσότεροι ασχολούνται με το βίωμα της μουσικής, τον ήχο της, αλλά όχι απαραίτητα με αυτό που θέλει να πει. Όταν, λοιπόν, κάποιος μπαίνει στη διαδικασία να μιλήσει για τον στίχο, νιώθω ότι με βλέπει λίγο παραπάνω.

Η αλήθεια είναι ότι έγραφα από πολύ μικρός, από τα 12 μου. Ήμουν και σε μπάντα τότε—έγραφα τους στίχους στα αγγλικά, ενώ στα ελληνικά έγραφα μόνο ποίηση. Συμμετείχα σε διαγωνισμούς, το κυνηγούσα πολύ. Όταν ξεκίνησα το σόλο μου πρότζεκτ, συνειδητοποίησα ότι αυτό που θέλω να πω δεν υπάρχει σε άλλη γλώσσα πέρα από τα ελληνικά. Δεν είχα κανένα λόγο να προσποιούμαι ότι οι λέξεις στα αγγλικά έχουν το ίδιο βάρος μέσα μου όσο οι ελληνικές. Στα ελληνικά, κάθε λέξη έχει για μένα ένα συγκεκριμένο φορτίο, και με αυτό το φορτίο ήθελα να γράψω.

Πιστεύω πολύ στον στίχο. Είναι από τους πιο σημαντικούς τρόπους για έναν μουσικό να πει κάτι. Να επικοινωνήσει ένα συναίσθημα, μια σκέψη, να κάνει έναν μικρό θεατρικό μονόλογο μέσα στη μουσική. Δεν μου αρέσει να αφήνω τον χρόνο του τραγουδιού να περνάει απλά με λέξεις που γεμίζουν τον ρυθμό. Θέλω κάθε λέξη να έχει τη θέση της, να υπάρχει εκεί με προσοχή και φροντίδα.

Μου αρέσει, επίσης, να γράφω δύσκολα. Θέλω οι στίχοι μου να προβληματίζουν, να δημιουργούν συζητήσεις. Να φτάσει ο ακροατής στην 35η ακρόαση και να ανακαλύψει κάτι που δεν είχε προσέξει στην πρώτη. Και, ίσως, να διαφωνήσει με κάποιον άλλον γι’ αυτό που σημαίνει. Αυτή η αλληλεπίδραση με γοητεύει.

Σε μάθαμε μέσα από το άλμπουμ Ηλέκτρα, το οποίο έχει αρκετά προκλητικά στοιχεία. Το Moscau που το διαδέχθηκε είναι πιο συμπαγές αφηγηματικά και εμπνέεται από το έργο του Τσέχωφ Οι Τρεις Αδελφές. Σε αυτή την «αναζήτηση της ευτυχίας» που περιγράφεις εκεί, βρίσκω μια πιο ξεκάθαρη αφήγηση. Μίλησέ μας λίγο για αυτές τις δύο κυκλοφορίες.

Συμφωνώ απόλυτα. Η αλήθεια είναι ότι μια φίλη μου μού είχε πει πως ο καλλιτέχνης στον πρώτο του δίσκο πρέπει να «βγάλει όλο του το άχτι» και μετά να κάνει καλές δουλειές. Νομίζω ότι ταυτίζομαι απόλυτα με αυτό, γιατί όταν έκανα την Ηλέκτρα ήμουν 19 χρονών. Ήμουν πολύ ανώριμος—δεν ήξερα πολλά πράγματα, αλλά ήθελα να μιλήσω για τα πάντα. Και μουσικά δεν είχα πολλή εμπειρία, ειδικά στην παραγωγή.

Αν ακούσει ένας παραγωγός την Ηλέκτρα, θα καταλάβει ότι είναι ένας κακός δίσκος από άποψη μίξης, παραγωγής... Το παραδέχομαι. Αλλά ταυτόχρονα ήμουν πεπεισμένος ότι, αν πρόκειται να μιλήσω για κάτι, αυτό πρέπει να είναι πολιτικό και κάτι που δεν ακούγεται συχνά.

Φοβόμουν πολύ να μιλήσω για τον έρωτα. Δεν τον είχα επεξεργαστεί ως συνθήκη. Ήμουν πολύ μικρός και δεν ήξερα πώς να το κάνω χωρίς να μου φαίνεται αμήχανο. Μου φαίνεται πολύ πιο εύκολο να μιλάς για πολιτική παρά για τον έρωτα και να το κάνεις καλά.

Οπότε, η Ηλέκτρα μου βγήκε πιο αβίαστα, γιατί πραγματευόταν θέματα που με απασχολούσαν έντονα. Το έμφυλο και πολιτικό ζήτημα με αφορά πολύ, γιατί τότε επεξεργαζόμουν την έκφραση φύλου και τη σεξουαλικότητά μου. Δεν έβρισκα λόγο να χρησιμοποιήσω τον δημόσιο ακουστικό χώρο αν δεν προκαλούσα μια αντίδραση. Δεν ήθελα να είμαι απλώς ένας ακόμα καλλιτέχνης που φτιάχνει μουσική για να ενταχθεί σε ένα υπάρχον μουσικό πλαίσιο.

Εγώ ήθελα να κάνω κάτι που να αποτελεί πρόταση, ακόμα κι αν δεν ήταν εύηχο. Μπορούσα να αναπαράγω είδη μουσικής που ήδη υπήρχαν, αλλά γιατί να το κάνω; Ήθελα να δημιουργήσω κάτι που δεν είχα ακούσει αρκετά. Έχω πει πολλές φορές ότι κάνω μουσική για να την ακούω εγώ. Θα ήθελα να υπάρχουν περισσότεροι καλλιτέχνες στην Ελλάδα που να ενσωματώνουν αυτά τα στοιχεία, γιατί αυτή είναι η μουσική που αγαπώ.

Γενικά, θεωρώ ότι το είδος μου είναι avant-pop, αλλά τώρα μάλλον αγγίζω τα όρια της sci-fi μουσικής. Ειδικά με τον καινούριο δίσκο, η κατηγοριοποίηση έχει χαθεί εντελώς. Δεν μπορώ να απαντήσω σε ερωτήσεις τύπου "τι μουσική κάνεις;". Punk; Έντεχνο; Τι ακριβώς; Μου αρέσει να συνδυάζω. Ήθελα να μπλέξω την ηλεκτρονική μουσική και την παραγωγή με τα έντεχνα ερεθίσματα που είχα μέχρι τότε.

Στην Ηλέκτρα, όμως, το έκανα πολύ ατσούμπαλα. Πολλά από τα θέματα που άγγιξα τότε, σήμερα δεν θα τα διαχειριζόμουν με τον ίδιο τρόπο. Για παράδειγμα, το Σαφράν μιλάει για την προσφυγιά, αλλά πλέον αναρωτιέμαι αν, με τα προνόμια που είχα στη ζωή μου, δικαιούμαι να μιλήσω για κάτι τέτοιο. Ή το Trans-RNA, που μπορεί να βασίζεται σε προσωπικές δυσκολίες με την έκφραση φύλου μου, αλλά δεν αντανακλά το βίωμα ενός τρανς ατόμου.

Τότε δεν μου φαινόταν παράξενο, γιατί επεξεργαζόμουν ακόμα τη δική μου ταυτότητα. Όμως, με τον χρόνο κατάλαβα ότι μάλλον είναι καλύτερο να μιλάω για τον εαυτό μου, από τη δική μου σκοπιά. Αυτό προσπάθησα να κάνω στη Μόσχα. Ήθελα να ενσωματώσω ένα θεατρικό στοιχείο, να βασιστώ στις Τρεις Αδελφές του Τσέχωφ και να μιλήσω για το ένα πράγμα που τότε με βασάνιζε: την ευτυχία. Μπορώ να είμαι ευτυχισμένος; Και αν ναι, προκύπτει η ευτυχία από την αποδοχή ότι ίσως να μην έρθει ποτέ;

Ήθελα να φτιάξω έναν concept δίσκο, όπου κάθε κομμάτι θα εξερευνά έναν διαφορετικό τομέα της ζωής μου μέσα από τον οποίο αναζητώ την ευτυχία. Πολύ πιο οργανωμένα, πολύ πιο ορθολογικά.

Η Ηλέκτρα διαδόθηκε πολύ γρήγορα λόγω της καραντίνας, και γι’ αυτό είμαι ευγνώμων. Αλλά μετά σκέφτηκα: «Ωραία, τώρα κάποιοι άνθρωποι με ακούνε πραγματικά. Δεν μπορώ να συνεχίσω απλά να κάνω ό,τι να ’ναι». Έπρεπε να σοβαρευτώ και να δημιουργήσω κάτι για το οποίο να είμαι πραγματικά περήφανος. Και είμαι περήφανος για τη Μόσχα. Ήταν πιο οργανωμένη δουλειά.

Από εκεί ξεκίνησε και η αγάπη μου για το θέατρο, που πλέον έχει γίνει κάτι πιο συγκεκριμένο και συμπαγές. Όπως είπες κι εσύ, οι δύο αυτοί δίσκοι είναι η απόλυτη αντίθεση: ο ένας μέσα στην εφηβική ανωριμότητα και ο άλλος σε μια καταθλιπτική μετεφηβεία.

Το Trauma Dump μοιάζει μια απόπειρα διαφυγής από τα στερεότυπα του έρωτα, μακριά από τα “πρέπει”. Πρέπει να είναι συγκεκριμένα τα συστατικά μιας σχέσης, να είναι συγκεκριμένα τα συναισθήματα. Τελικά, αναπαράγουμε μοτίβα και πληγώνουμε τον εαυτό μας, πριν καν προλάβουμε να πληγωθούμε. Κι έτσι νιώθω πως με άλμπουμ αυτό, ξεφεύγεις από αυτή τη λογική. Λες "Έτσι το νιώθω. Έτσι είναι. Πάρτε το".

Νομίζω ότι ακριβώς αυτό είναι το στοιχείο που κάνει τον δίσκο να μοιάζει με μια ψυχοθεραπευτική συνεδρία. Δεν προσπαθώ να προσφέρω απαντήσεις ή να καθορίσω το πώς πρέπει να γίνονται τα πράγματα. Σε όλο το άλμπουμ, απλώς κάνω μια ενδοσκόπηση και καταγράφω αυτό που νιώθω, χωρίς να ασχολούμαι με το τι θα έπρεπε να συμβαίνει. Εστιάζω αποκλειστικά στο συναίσθημά μου και προσπαθώ να το αποτυπώσω με λέξεις.

Το Trauma Dump έχει κάτι το απενοχοποιημένο. Δηλαδή, τη στιγμή που το κάνεις, λες: «Τώρα σου κάνω trauma dumping». Ο άλλος είναι προετοιμασμένος ότι θα ακούσει πράγματα που ίσως να μην ήθελε ή να μην ήταν έτοιμος να ακούσει. Και δεν τον ρώτησες κιόλας. Οπότε, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, εσύ νιώθεις την ελευθερία να πεις ό,τι σου έρχεται στο μυαλό για αυτό που βίωσες, χωρίς να φοβάσαι την κριτική. Είναι σαν να λες σε έναν φίλο: «Θα σου πω κάποια πράγματα που σκέφτομαι. Δεν τα δρω, απλά τα σκέφτομαι και θέλω να με ακούσεις χωρίς να με κρίνεις». Είναι μια ακατέργαστη εξομολόγηση.

Σίγουρα, θα υπάρχουν άνθρωποι που θα με κρίνουν για αυτά που είπα. Αλλά, στην τελική, δεν τα ρώτησα. Γι’ αυτό είναι και Trauma Dump. Είναι μια στιγμή που αποφασίζω ότι τώρα θα μιλήσω και οι ακροατές θα το ακούσουν γιατί εγώ το επέλεξα.

Μου άρεσε πολύ αυτό που είπες για την προσπάθεια αποδέσμευσης από το στερεότυπο του έρωτα. Είναι ένα τεράστιο ζήτημα. Ένας άνθρωπος που ερωτεύεται συχνά δεν ξέρει τι να κάνει με αυτό που νιώθει. Αναρωτιέται: Πώς πρέπει να είμαι; Πώς πρέπει να στέκομαι; Πόση "τρέλα" επιτρέπεται να νιώσω μέχρι να με πουν υπερβολικό; Και, τελικά, πόσα βαθιά συναισθήματα περνούν ως ένα αστείο ανάμεσα σε φίλους, μόνο και μόνο για να τα μειώσουμε;

Έχω πιάσει πολλές φορές τον εαυτό μου να μετατρέπει κάτι σοβαρό σε αστείο, απλώς και μόνο για να μην κριθώ ή για να αποφύγω να το αντιμετωπίσω. Αυτό είναι πολύ κοινό.

Μας έχει πνίξει και η τοξική θετικότητα. Οι περισσότεροι προσπαθούμε να κρατάμε πάντα ψηλά το ηθικό της παρέας, να μην "ρίχνουμε την ενέργεια" όταν βρισκόμαστε με άλλους. Γι’ αυτό, πολλές φορές, όλα τα συναισθήματα παραμένουν επιφανειακά. Φοβόμαστε μήπως, αν δώσουμε βάρος και βάθος σε μια συζήτηση, δυσκολέψουμε ψυχολογικά τους άλλους ή κάνουμε "βαρύ" το κλίμα.

Όμως, νομίζω ότι οι πιο γόνιμες στιγμές στις ανθρώπινες σχέσεις προκύπτουν από το ειλικρινές μοίρασμα. Από το να πούμε: «Δεν αστειεύομαι, θα σου πω κάτι αληθινό, έλα να το συζητήσουμε». Γιατί μόνο έτσι μπορούμε πραγματικά να καταλάβουμε πώς βιώνουν τη ζωή οι άλλοι. Αλλιώς, απλά μετατρεπόμαστε σε ένα ζωντανό TikTok—μια ατελείωτη ροή αστείων και επιφανειακών στιγμών, χωρίς κανένα πραγματικό βάθος.

Photo: Pavlos Zacharakis

Προβληματίζομαι πολύ με αυτό. Έχουμε μάθει να συνδέουμε τον έρωτα και την αγάπη με τον πόνο. Υπάρχει αυτή η πεποίθηση ότι, αν δεν πονάει, δεν είναι πραγματικό. Αν δεν σου κοστίζει κάτι, δεν είναι αληθινό.

Τι σκέφτεσαι πάνω σε αυτό;

Δεν μπορώ να έχω μια απόλυτη άποψη ή μια προβοκατόρικη τοποθέτηση πάνω στο «αν δεν πονάς, δεν είναι έρωτας». Δεν έχω σε καμία περίπτωση το δικαίωμα να έχω αυτή την αλαζονεία. Αλλά νομίζω ότι, όπως τα περισσότερα ευχάριστα συναισθήματα, έτσι και ο έρωτας, υπάρχει λόγω της απουσίας του. Δηλαδή, όπως όλα τα δίπολα, ο έρωτας επιβεβαιώνει την ύπαρξή του όταν απουσιάζει. Είτε λείπει ο ίδιος, είτε λείπει το αντικείμενο του πόθου.

Γι’ αυτό και δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε τι ακριβώς νιώθουμε όταν βρισκόμαστε στην πλήρη εκπλήρωσή του. Εκείνη την ώρα δεν τον επεξεργαζόμαστε, δεν τον αναλύουμε. Δεν είναι τυχαίο που οι περισσότεροι στιχουργοί, όταν είναι ερωτευμένοι και ευτυχισμένοι, δεν γράφουν. Γιατί ζουν. Τον έρωτα τον ζεις και μετά—όταν τελειώσει ή όταν απουσιάσει—τον αφηγείσαι.

Και καμιά φορά, ο έρωτας γίνεται ακόμα μεγαλύτερος μέσα από την αφήγησή του απ’ ό,τι τη στιγμή που τον ζεις. Η δύναμη της αφήγησης είναι τεράστια. Ζούμε μέσα από τις ιστορίες μας, είμαστε οι ιστορίες μας. Όλη μας η ζωή είναι, στην ουσία, παρελθόν—βιώνουμε διαρκώς το πέρασμα του χρόνου και μιλάμε για όσα συνέβησαν πριν.

Οπότε, πώς γίνεται να μειώνουμε κάτι ακριβώς επειδή είναι αφήγηση; Δεν γίνεται. Ο έρωτας είναι αφήγηση. Ακόμα κι αν τότε, τη στιγμή που τον ζούσα, δεν τον εκτίμησα, η αφήγηση που κάνω τώρα έχει βάρος. Και κάπως έτσι στέκομαι πάνω σε αυτό.

Έχεις διαβάσει Λακάν ή κάνεις Λακανική ψυχανάλυση. Πες την αλήθεια.

Κι όμως, όχι.

Όταν διάβασα Λακάν, σταμάτησα να ερωτεύομαι!

Το λες; Πω πω, πολύ μεγάλο πρόβλημα αυτό.

Photo: Pavlos Zacharakis

Και έτσι, φέρνοντας τον δικό μου κυνισμό για τις σχέσεις, μάλλον θα σε ρωτήσω για το Colorblock, όπου λες για ένα «μεταχειρισμένο, εκπτωτικό» μπουφάν που σου κάθεται φαρδύ. Είμαστε καταδικασμένοι να καταλήγουμε σε συμβιβασμούς; 

Κοίτα, πιστεύω πως, όταν ο έρωτας είναι αληθινός, αυτό που βιώνεις δεν είναι συμβιβασμός. Είναι η φυσική διαδικασία του να προσαρμοστείς στη ζωή του άλλου, να βρεις τον τρόπο να χωρέσεις σε αυτήν, χωρίς να χάσεις τον εαυτό σου.

Καταδικασμένοι να συμβιβαζόμαστε είμαστε σε όλο το υπόλοιπο του έρωτα—δηλαδή, πριν τον έρωτα, μετά τον έρωτα. Σε καταστάσεις που μοιάζουν με έρωτα, αλλά δεν είναι.

Και νομίζω πως, όσο μεγαλώνουμε, ένα από τα πράγματα που θεωρούμε συμβιβασμό—χωρίς να είναι απαραίτητα—είναι οι απαιτήσεις που έχουμε από τους ανθρώπους που ερωτευόμαστε. Δηλαδή, το ερμηνεύουμε ως συμβιβασμό όταν πια ζητάμε λιγότερα, όταν τα standards μας δεν είναι αυτά που ήταν στα 20.

Αλλά στην πραγματικότητα, αυτό δεν είναι συμβιβασμός—είναι επαναπροσδιορισμός. Συνειδητοποιείς τι έχει αξία για σένα, τι είναι πραγματικά σημαντικό. Αν, για παράδειγμα, κάποτε πίστευα ότι ο έρωτας της ζωής μου πρέπει οπωσδήποτε να μοιράζεται το πάθος μου για τη μουσική, κάποια στιγμή μπορεί να καταλάβω ότι αυτό δεν έχει καμία σημασία. Γιατί μπορεί να ερωτευτώ κάποιον που δεν έχει καμία σχέση με αυτό, αλλά να είναι ο άνθρωπός μου.

Αν υπάρχει ένας συμβιβασμός που με τρομάζει, είναι εκείνος που προσπαθούμε να βαφτίσουμε έρωτα. Όταν συμβιβάζεσαι όχι επειδή θέλεις να είσαι κάπου, αλλά επειδή πιστεύεις ότι δεν θα ξαναβρείς κάτι καλύτερο. Όταν έχεις απογοητευτεί τόσο, που αποφασίζεις να επαναπροσδιορίσεις τον ίδιο τον έρωτα απλώς για να αντέξεις την έλλειψή του.

Αυτό είναι συμβιβασμός. Αυτό είναι το πρόβλημα. Όχι το να μειώσουμε τις απαιτήσεις μας, αλλά το να μειώσουμε το ίδιο το συναίσθημα.

Άρα ο έρωτας μπορεί να εμπεριέχει συμβιβασμό, αλλά ο συμβιβασμός δεν μπορεί να είναι έρωτας

Ναι. Αλλά, μιας και ανέφερες το τραγούδι με το μπουφάν... όλο το κομμάτι χλευάζει αυτό το μπουφάν. Αυτό το «ρημάδι το μπουφάν». Γιατί; Γιατί υπάρχει το άλλο μπουφάν.

Εσύ μιλάς συνέχεια για αυτό το μπουφάν που βρήκες, που θα μπορούσε να σου κάνει… αλλά όσο στο μυαλό σου υπάρχει εκείνο το άλλο μπουφάν, που θα ήθελες να ξαναφορέσεις, τότε δεν μπορείς να συμβιβαστείς.

Γι’ αυτό και στο τέλος του κομματιού λέω «το κρέμασα». Δεν το φόρεσα. Δεν θα το φορέσω. Δεν υπάρχει περίπτωση να βαφτίσω αυτό το πράγμα έρωτα. Ας μην το κάνω ποτέ.

 Λες επίσης στο ίδιο κομμάτι: «Πολλά δεν πρόλαβα». Τι θα ήθελες να προλάβεις καλλιτεχνικά;

Καλλιτεχνικά, δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι που να αισθάνομαι ότι δεν πρόλαβα. Ευτυχώς, γιατί τα πράγματα ξεκίνησαν πολύ νωρίς για μένα και είμαι αρκετά φιλόδοξος, οπότε δεν έχω την αίσθηση ότι κάτι μου ξέφυγε ή ότι έχασα μια σημαντική ευκαιρία. Ακόμα έχω το προνόμιο του χρόνου και της ηλικίας μου να δοκιμάζω νέα πράγματα, ενώ παράλληλα συνεχίζω τη μουσική μου πορεία.

Για παράδειγμα, είχα την τύχη να βρίσκομαι στο ηλικιακό γκρουπ που μπορεί να δώσει εξετάσεις για το Εθνικό Θέατρο. Αν είχα ασχοληθεί αποκλειστικά με τη μουσική για μια δεκαετία και έφτανα στα 30, ίσως να μην μπορούσα να το επιχειρήσω. Αλλά πρόλαβα, και χαίρομαι γιατί βαριέμαι εύκολα—με την καλή έννοια. Μου αρέσει να αλλάζω, να εξελίσσομαι. Οπότε, υπό αυτή την έννοια, όχι, δεν νιώθω ότι κάτι δεν πρόλαβα. Έχω ακόμα πολλά να κάνω.

Τώρα, αν μιλάμε για το συγκεκριμένο κομμάτι, ναι, αναφέρω ότι «πολλά δεν πρόλαβα». Στην ουσία, το τραγούδι μιλάει για έναν έρωτα που δεν κράτησε αρκετά, τόσο σύντομα ώστε να μην προλάβεις να δεις τον άλλον να φοράει μακριά τζιν. Δεν πρόλαβε να έρθει ο χειμώνας. Έτσι, σε αυτή την περίπτωση, ναι, όντως «πολλά δεν πρόλαβα».

Κάτι άλλο που μου έκανε εντύπωση στο άλμπουμ είναι ότι αναφέρεις τα κομμάτια του άλμπουμ σε δυάδες. Πώς προέκυψε αυτό αφηγηματικά;

Ολόκληρος ο δίσκος είναι δομημένος σαν μια θεατρική παράσταση. Στην πραγματικότητα, η παρουσίασή του θα είναι μια παράσταση που ετοιμάζουμε τώρα με τον Γιάννη Διδασκάλου στη σκηνοθεσία. Χωρίσαμε τα τραγούδια σε πράξεις—όχι απαραίτητα εκ των υστέρων, αλλά από την αρχή είχα στο μυαλό μου ότι υπάρχουν θεματικές ενότητες που θέλω να αναπτύξω. Στην παράσταση, αυτές οι δυάδες θα παρουσιαστούν ως θεματικές πράξεις για να δώσουν μια θεατρική συνοχή. Ολόκληρο το concept του δίσκου ξεκινάει από το σημείο στο οποίο βρίσκομαι: πώς, μετά από έναν συγκεκριμένο άνθρωπο, νιώθω ότι τίποτα δεν μου ταιριάζει. Αντί όμως να μιλήσω ευθέως για εκείνον, αποφεύγω το θέμα—πετάω μικρές αναφορές σε όλο το άλμπουμ μέχρι να φτάσω στο σημείο που πραγματικά θέλω να μιλήσω γι' αυτόν. Το σημείο της κορύφωσης είναι όταν επιτέλους απευθύνομαι στο β’ πρόσωπο.

Το “Cielbic”, το κομμάτι στο οποίο τελικά απευθύνεσαι στο β’ πρόσωπο, οπτικοποιήθηκε σε σκηνοθεσία του Αλέξανδρος Βούλγαρης (The Boy) με τη συμμετοχή της  Μυρτώ Τζίμα με τις υπέροχες φωτογραφίες της. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;

Ήθελα οπωσδήποτε αυτό το τραγούδι να έχει ένα οπτικοποιημένο αφήγημα, να θυμίζει μικρού μήκους ταινία, αποτυπώνοντας το συναίσθημα που εκφράζει το τραγούδι.

Αν το δεις χωρίς ήχο, φαίνεται σαν μια γλυκιά, ερωτευμένη ιστορία. Αν όμως προσθέσεις τους στίχους, καταλαβαίνεις ότι αυτό που βλέπεις είναι μια φαντασίωση, όχι η πραγματικότητα. Αυτή την αντίθεση ήθελα να αποτυπώσω: πώς βιώνεις τον έρωτα στο μυαλό σου, σε σχέση με το πώς είναι στην πραγματικότητα.

Ο Αλέξανδρος Βούλγαρης ήταν ο ιδανικός άνθρωπος γι’ αυτή τη δουλειά. Το φιλμ, τα πλάνα του, η αισθητική του γενικότερα δεν στοχεύουν απλώς να δείξουν γεγονότα, αλλά να μεταφέρουν ένα συναίσθημα. Τον προσέγγισα, του έστειλα το κομμάτι, του άρεσε πολύ και δέχτηκε αμέσως. Έστησε την ομάδα του και τα γυρίσματα έγιναν στις 19 Ιουλίου, μέσα στον καύσωνα, σε μια μόνο μέρα.

Η εμπειρία ήταν φανταστική. Ο συμπρωταγωνιστής μου,Γκαλ Ρομπίσα, είχε απίστευτη αυτοδιάθεση, και ενώ ήταν η πρώτη φορά που έκανα κάτι τόσο ερωτικό μπροστά στην κάμερα, δεν υπήρξε καμία αμηχανία. Ο Αλέξανδρος ήταν εξαιρετικός, μας έκανε να νιώσουμε πολύ άνετα. Η Μυρτώ Τζίμα έχει μια μοναδική ενέργεια που κάνει όλους γύρω της να αισθάνονται σαν οικογένεια.

Η χημεία σας με τον Γκαλ Ρομπίσα είναι πραγματικά πηγαία σε αυτό το βίντεο.

Χαίρομαι πάρα πολύ που το λες αυτό! Μου το είχε πει και η Μυρτώ Τζίμα όταν τελειώσαμε τα γυρίσματα. Μου λέει: "Υποθέτω πως με τον Γκάλ είστε φίλοι χρόνια, γιατί φαίνεστε τόσο ακομπλεξάριστοι μεταξύ σας". Και της απάντησα: "Τον γνώρισα πριν από 12 ώρες για πρώτη φορά στη ζωή μου". Δεν το πίστευε!

Όντως, είχαμε απίστευτη χημεία. Ένιωσα σαν να γνωριζόμασταν χρόνια. Τουλάχιστον έτσι το εξέλαβα εγώ – δεν τον έχω ρωτήσει! Αλλά η οικειότητα που είχαμε με το σώμα του άλλου ήταν πραγματικά απίστευτη. 

Θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό να βλέπουμε τέτοιες εικόνες. Δεν μου αρέσουν χαρακτηρισμοί όπως "γενναίο" ή "ριζοσπαστικό", αλλά είναι ωραίο να υπάρχουν τέτοιες αναπαραστάσεις. Υπάρχουν εκεί έξω παιδιά 16-17 χρονών που θα πέσουν πάνω στη μουσική σου, θα δουν μια τέτοια εικόνα και θα καταλάβουν ότι είναι ΟΚ. Ότι υπάρχει κι αυτό το βίωμα, μπορεί να είναι τρυφερό, μπορεί να πληγώνει, αλλά είναι μέρος της πραγματικότητας.

Όταν ήμουν στην εφηβεία και ανακάλυπτα τη σεξουαλικότητά μου, όπως και πολλά άλλα γκέι αγόρια, έψαχνα να βρω αναπαραστάσεις του βιώματός μου. Ταινίες μικρού μήκους, μεγάλου μήκους, σειρές – οτιδήποτε που είχε γκέι πρωταγωνιστές ή ζευγάρια.

Το κάνεις γιατί προσπαθείς να το απενοχοποιήσεις, να το δεις, να το αγαπήσεις, γιατί είναι κάτι δικό σου. Εμένα, τουλάχιστον, τότε μου το είχαν δαιμονοποιήσει, το είχαν στοιχειώσει. Είχα τεράστια ανάγκη να βλέπω γκέι ζευγάρια, για να καταλάβω ότι αυτό συμβαίνει, δεν είναι κάτι μόνο δικό μου, και ότι μπορεί να είναι ωραίο.

Οπότε, κάνοντας αυτό το βίντεο, σκέφτηκα: "Μακάρι να είχα δει κάτι τέτοιο όταν ήμουν 14".

Αυτό, το χρωστούσα λίγο στον έφηβο εαυτό μου.

 

Photo: Erwnik

O Capétte τον Μάρτιο περιοδεύει με τα Echo Tides. Επόμενα live: 8/3 στη Θεσσαλονίκη, 9/3 στον Βόλο, 13/3 στην Πάτρα, 14/3 στα Ιωάννινα και 15/3 στην Αθήνα, στο Gazarte. Περισσότερα εδώ.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured