Αγγελική Λάλου

Με αφορμή ότι το «Σπιρτόκουτο: The Musical», που κυκλοφορεί σε βινίλιο και σε audio σε μουσικές πλατφόρμες, μιλήσαμε με δύο από τους ηθικούς αυτουργούς αυτό του πρότζεκτ, τον Γιάννη Νιάρρο και τον Αλέξανδρο Λιβιτσάνο, που υπογράφουν τη μουσική και τους στίχους.

Πότε ήρθατε για πρώτη φορά σε επαφή με το μαγικό κόσμο της ταινίας «Σπιρτόκουτο»;

Αλέξανδρος Λιβιτσάνος: Νομίζω όταν μπήκε το YouTube στις ζωές μας, γιατί δεν το είχα δει στο σινεμά. Θυμάμαι ότι όταν βγήκε στο σινεμά πρέπει να ήμουν στο σχολείο ακόμα. Αλλά όταν ήρθε το YouTube, αρχίσαμε να ερχόμαστε σε επαφή με αποσπάσματα που όλο και κάποιος είχε ανεβάσει. Με τις γνωστές σκηνές, όπως το «φτιάξ’ το το μπουρδέλο», «τι θα κάνεις με τη Λίντα Βαγγέλη», το τηλεφώνημα του γιου, οπότε ολόκληρη την είδα λίγο πιο μετά. Αλλά η πρώτη επαφή ήταν αυτή, από τα διάφορα αποσπάσματα που ανέβαιναν στο διαδίκτυο.

Γιάννης Νιάρρος: Εγώ την είδα για πρώτη φορά όταν ήμουν στην εφηβεία. Γύρω στα 15.

Πόσες φορές είδατε την ταινία αφού προέκυψε το αίτημα για συνεργασία για να γράψετε τη μουσική και να βοηθήσετε στη μετατροπή του σε μιούζικαλ;

Α.Λ.: Ανατρέχαμε πολλές φορές στην ταινία, αν και είχαμε καταγράψει ήδη το υλικό, είχαμε το λιμπρέτο, είχαμε το σενάριο, είχαμε σχηματίσει λίγο πολύ τους πυλώνες και τη δομή του έργου, οπότε δεν χρειάστηκε να την δούμε χιλιάδες φορές την ταινία. Άλλωστε κάποια κομμάτια τα ξέραμε ήδη απέξω.

Γ.Ν.: Αφού προέκυψε η ιδέα για τη συνεργασία, την έβλεπα στο repeat. Άρα την είδα αμέτρητες φορές.

Ποια ήταν η αρχική σας αντίδραση στην ιδέα να γίνει το Σπιρτόκουτο μιούζικαλ;

Α.Λ.: Ήρθε ο Γιάννης και μου το συζήτησε, γιατί του το είχε ήδη προτείνει ο Οικονομίδης, για να δουλέψουμε τις ενορχηστρώσεις του έργου, τις οποίες είχε ήδη ξεκινήσει μόνος του. Αρχικά, σάστισα. Σάστισα και εκείνη την ώρα δεν μπορούσα καν να φανταστώ ή να σκεφτώ το τι θα προκύψει σε μερικά χρόνια. Δηλαδή από τη στιγμή που μου το είπε. Η αλήθεια είναι ότι την ώρα εκείνη σκέφτηκα πιο πολύ την dark πλευρά του Σπιρτόκουτου. Και μετά ξεκινήσαμε να δουλεύουμε. Αλλά στην αρχή μου φάνηκε πολύ περίεργο. Αν και εξαρχής συνειδητοποιούσα ότι αυτό που μου έλεγε ο Γιάννης αφορούσε κάτι πάρα πολύ σπουδαίο και σημαντικό. Σαν να ήξερα ότι θα είναι κάτι πολύ ιδιαίτερο.

Γ.Ν.: Αρχικά σκέφτηκα ότι είναι μια πολύ παρανοϊκή ιδέα, αλλά ότι είναι και πολύ καίρια και πολύ σωστή, γιατί... το Σπιρτόκουτο είχε ήδη μια μουσικότητα. Κι αυτό βοήθησε εξαρχής να αναδειχθεί η ταινία και το στυλ του Οικονομίδη. Ήταν μια πάρα πολύ ωραία πρόκληση, γιατί δεν ήταν μια οποιαδήποτε ταινία σε επίπεδο ήχου. Έχει πολύ έντονες βρισιές, έχει πολύ έντονη επικοινωνία μεταξύ των χαρακτήρων, στοιχεία που την καθιστούν τοτέμ του ελληνικού τσακωμού, της ελληνικής λαϊκής διαμάχης. Κάτι που ήταν από μόνο του πολύ αβανταδόρικο. Ο ήχος του Σπιρτόκουτο είναι μια μουσική, μια πολύ έντονη μουσική – που σου δίνει πληροφορίες για να την κάνεις μιούζικαλ. Ή, τουλάχιστον, εμένα μου έδινε στοιχεία. Οπότε η σκέψη του Οικονομίδη ήταν πολύ σωστή, αν και δεν ξέρω αν φανταζόταν, αν είχε αυτό που εντέλει έγινε, στο μυαλό του, όταν το πρότεινε. Αλλά εγώ αυτό είχα φανταστεί.

Μπορείτε να μας πείτε λίγα λόγια για τη διαδικασία σύνθεσης της μουσικής και ποιες ήταν οι μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίσατε.

Α.Λ.: Η διαδικασία ξεκίνησε ως εξής, βασιστήκαμε στα λόγια της ταινίας, προσπαθώντας αρχικά, ο Γιάννης και εγώ, να βάλουμε μουσική στους ήδη υπάρχοντες διαλόγους. Κι αυτό έφερνε κάθε φορά διαφορετικά πράγματα στο τραπέζι. Και κυρίως έφερνε ένα από τα πιο δυνατά χαρακτηριστικά του έργου, τα διαφορετικά αυτά ηχοχρώματα που απαρτίζουν το μιούζικαλ. Η διαδικασία της συγγραφής-σύνθεσης θα έλεγα ότι θύμιζε περισσότερο παιχνίδι, ήταν σαν πινγκ πονγκ. Ήταν μια απολαυστικότατη διαδικασία το πώς γράψαμε το έργο αυτό, γιατί πραγματικά βρισκόμασταν πολύ χαλαρά στα σπίτια μας, με τα σουβλάκια μας, πάρα πολύ χαλαρά, όπως άλλοι μαζεύονται για να παίξουν ένα παιχνίδι ή να δουν ποδόσφαιρο. Εμείς φτιάξαμε αυτό το έργο πάρα πολύ παρεΐστικα. Οπότε, ναι, αυτό μου έχει μείνει πιο πολύ από τη διαδικασία της σύνθεσης.

Γ.Ν.: Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν αυτή: το ότι αντιληφθήκαμε τον κάθε χαρακτήρα ως ένα τραγούδι, ως μια μελωδία, ως μια μουσική. Άρα και ως άλλο μουσικό είδος ο καθένας. Ενώ και οι ίδιοι οι χαρακτήρες, σε διαφορετικές στιγμές, εκφράζονται διαφορετικά. Ήθελα ο ηθοποιός που τραγουδάει το κάθε είδος μουσικής να κουβαλάει κάποια ιστορία, να κουβαλάει μια δραματουργική επιλογή, ένα φορτίο αφήγησης, ήθελα ο κάθε ηθοποιός και μόνο που μπλέκει με αυτό το είδος και προσπαθεί να το εκτελέσει, να αφηγείται τον χαρακτήρα. Και κυρίως να μην κυριαρχεί ένα είδος, αλλά το ίδιο το μουσικό κομμάτι να λειτουργεί από μόνο του και να οδηγεί στην επιλογή του εκάστοτε είδους. Σε επίπεδο κατάστασης, ή φρασεολογίας, ή του μουσικού είδους εν τέλει. Με αυτό το σκεπτικό η σύνθεση είναι πολυεπίπεδη και μέσα στο ίδιο έργο συνυπάρχουν όλα τα διαφορετικά είδη και οι διαφορετικές αισθητικές. Ήταν μια πειραματική αντίληψη, το να μπορούμε να φτιάξουμε πράγματι ένα μιούζικαλ, το οποίο να μην υπόκειται σε αυστηρούς χαρακτηρισμούς – να μην ανήκει αυστηρά σε ένα είδος μόνο.

Η μουσική που χρησιμοποιούμε για κάθε χαρακτήρα, είναι όπως χρησιμοποιούμε όλοι οι άνθρωποι διαφορετικού τύπου μουσική στην καθημερινότητά μας, άλλη μουσική για να παραγγείλουμε καφέ, άλλη για να κάνουμε μια ερωτική εξομολόγηση. Για αυτό πάνω απ’ όλα η έγνοια μας ήταν να μην επικρατήσει ένα μουσικό είδος, αλλά κάθε κομμάτι να ταιριάζει στον χαρακτήρα του ρόλου αλλά και στο ύφος της εκάστοτε σκηνής. Ακόμα κι αν αυτό σήμαινε να χρησιμοποιήσουμε σιχαμερή τραπ, καθώς αυτή η μουσική πιστεύαμε ότι ταίριαζε με τον σεξιστή γιο.

(Μιλώντας για τους χαρακτήρες και τους ήρωες, και με το παράδειγμα που έφερες μόλις, ποια άλλα στοιχεία των ηρώων σε οδήγησαν στο να κουμπώσεις συγκεκριμένα ήδη μουσικής πάνω του).

Ήταν η αντρική macho συμπεριφορά, που τόσο ωραία και πόσο ανάγλυφα την έχουμε δει και την έχουμε χορέψει στα παλιά λαϊκά μας, ειδικά στα βαριά λαϊκά. Οπότε όταν είδα τη σκηνή με τους δύο άντρες, που συζητάνε για τις γυναίκες και για το πώς νιώθουνε ότι κουβαλάνε ένα φίδι στον κόρφο τους, έχοντας τις γυναίκες μέσα στο σπίτι και τα λοιπά, αμέσως σκέφτηκα το γιατί ένα τέτοιο τραγούδι θα πρέπει να είναι βαρύ λαϊκό. Ήταν από τις πιο προφανείς συνδέσεις. Ωστόσο το αξιοποιήσαμε έτσι ώστε να έχει έναν πιο επιθεωρησιακό χαρακτήρα, πιο σατυρικό. Τέτοιου τύπου συνδέσεις ήταν που με οδήγησαν στο να επιλέξω το γιατί και πώς τραγουδάει ο κάθε ηθοποιός. Πάντα, όμως, ξεκινούσα από το αν εγώ, ως ηθοποιός, βρισκόμουν πάνω στη σκηνή και είχα να αφηγηθώ αυτόν τον ρόλο, σχεδόν σε επίπεδο πρόζας, πώς θα τον τραγούδαγα, τι τραγούδι θα επέλεγα να τραγουδήσω και σε ποια στιγμή. Έτσι βγήκε αυτό το περίεργο μιούζικαλ.

Πώς ήταν η συνεργασία σας ως συνθέτες; Υπήρχαν συγκεκριμένα στοιχεία ή στιλ που έφερε ο καθενός ξεχωριστά στη σύνθεση, ή κάποιες μουσικές διαφωνίες και πώς τις διαχειριστήκατε.

Α.Λ.: Μουσικές διαφωνίες όχι, δεν είχαμε καθόλου. Με τον Γιάννη έτυχε να έχουμε πάρα πολύ κοινό γούστο στη μουσική, και συμφωνούσαμε εξαρχής στο να μη μας βγει ροκ το έργο. Γιατί φανταζόμασταν ότι αυτό θα ήταν το πιο εύκολο να φανταστεί κάποιος, ότι ένα τόσο σκληρό έργο με σκληρή γλώσσα και με δυνατή ένταση θα του ταίριαζε το ροκ. Αλλά αυτό ήταν κάτι που το βγάλαμε έξω από το τραπέζι από την αρχή. Στη συνέχεια ωστόσο δεν είχαμε άλλα όρια, αφηνόμασταν να μας οδηγήσει το κάθε κομμάτι. Έτσι μπορεί να αρχίζαμε ένα κομμάτι σε χορωδιακό στυλ και αυτό να κατέληγε σε σκυλάδικο ή χασάπικο.

Αυτό το οποίο μας απασχόλησε και με απασχόλησε και σαν ενορχηστρωτή, ήταν το τι όργανα θα χρησιμοποιήσουμε αρχικά. Και από εκεί και πέρα, πήγαμε πάρα πολύ με το έργο και με τους χαρακτήρες του.

Δηλαδή, με το τι λέει ο κάθε χαρακτήρας. Όταν για παράδειγμα έλεγε ο Δημήτρης ότι δεν υπάρχουν τέτοια μαγαζιά στον Κορυδαλλό, εμένα αυτομάτως αυτό μου έκανε κάτι λαϊκό. Θα μπορούσα να ακούσω τον λόγο του σε ένα λαϊκό τραγούδι. Οπότε ο κάθε χαρακτήρας υπαγόρευσε τη μουσική του με κάποιον τρόπο. Ο Γιάννης είχε μία καταπληκτική ιδέα με τον σεξιστή γιο, ο οποίος είναι ας πούμε ο τράπερ του σήμερα, κι έβαλε αυτόν τον χαρακτήρα να μιλάει στο τηλέφωνο, ας πούμε για την κοπέλα του, με τον τρόπο του τράπερ και ταίριαξε γάντι. Οπότε όσο περίεργο και αν φαίνεται, ο κάθε χαρακτήρας της ταινίας φώναζε από μόνος του, έλεγε τι μουσική του ταίριαζε.

Γ.Ν.: Ήτανε μαγική. Και ήταν πολύ ωραίο γιατί αυτή η βάση δημιούργησε μια σχέση με τον Αλέξανδρο και έναν τρόπο δουλειάς τον οποίο εφηύραμε μόνοι μας, δείχνοντας πολλή αγάπη για αυτό που κάνουμε και θαυμασμό ο ένας για τον άλλον. Πολύ σπάνια αυτό μπορεί να συμβεί σε συνομήλικους και επίσης φαινομενικά όχι ακριβώς συναδέλφους, μια που εγώ είμαι ηθοποιός και εκείνος είναι συνθέτης, αλλά και οι δύο μεταχειριζόμαστε τα ίδια εργαλεία Τέχνης. Οπότε εμείς αν και ερχόμενοι από διαφορετικούς χώρους επικοινωνήσαμε σε ένα πολύ βαθύ επίπεδο. Επίσης, μας ένωνε το κοινό πάθος για τη δουλειά και γίναμε ξαφνικά κι από το πουθενά μια πάρα πολύ ωραία ομάδα, κάτι που εμείς οι ίδιοι δεν περιμέναμε να συμβεί τόσο εύκολα... Δεν περίμενα να βρω έναν μουσικό με τον οποίο να μπορώ να επικοινωνήσω με θεατρικούς ή αφηγηματικούς όρους ή και αυτός ως μουσικός μπορεί να μην είχε φανταστεί ότι θα συνεργαζόταν με έναν ηθοποιό που θα μπορούσε να συζητήσει για μουσική και θα μπορούσε να ακούσει τις ιδέες του – με αποτέλεσμα να έχουμε μια ισομερή ομάδα, καθένας με τις δεξιότητές του, τις ευκολίες και τις δυσκολίες του.

Από το αρχικό γράψιμο στις πρόβες και το ανέβασμα της παράστασης, υπήρχαν πράγματα που αλλάζατε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας;

 Α.Λ.: Πάρα πολλά. Είναι ένα από τα έργα που χρειάστηκε κάποιο κομμάτι να το αλλάξουμε μέχρι και δέκα φορές για να καταλήξουμε στην τελική του μορφή. Άλλες φορές για τεχνικούς λόγους. Για τα γνωστά άχαρα πράγματα, όπως το ότι χρειάζεται λιγότερη ώρα για να γίνει κάποια σκηνική δράση. Κόψαμε πάρα πολλά πράγματα. Βέβαια, μουσικά δεν αλλάζαμε τόσο, αλλά χρειάστηκε να κόψουμε πάρα πολλούς στίχους. Κι επειδή είχαμε το δύσκολο και υπεύθυνο ρόλο να διαχειριστούμε με σεβασμό την κληρονομιά που μας διέθετε ο Οικονομίδης για να κάνουμε το έργο του musical, έπρεπε να προσέξουμε να διατηρήσουμε τις ισορροπίες. Για παράδειγμα τη λεπτή γραμμή του πώς θα χρησιμοποιούσαμε τα μπινελίκια για καλαμπούρι και για πλάκα και για οτιδήποτε, με τα μπινελίκια με τα οποία θες να καυτηριάσεις και να φωτογραφίσεις τα κακώς κείμενα και να στηλιτεύσεις με τη μουσική.

Οπότε νομίζω ότι αυτό ήταν μια πάρα πολύ μεγάλη πρόκληση. Κατά τα άλλα, χρειάστηκε να προσθέσουμε μικρά μουσικά μέρη που υπήρχαν στην παράσταση, τα οποία κάποια πολύ μικρά ελάχιστα δεν βρίσκονται στο δίσκο. Και επίσης πάρα πολύ σημαντικό ότι πλέον όταν αυτό ήρθε στη ζωή και έγινε παράσταση, ότι είχαμε έναν καταπληκτικό θίασο που κάθε ηθοποιός είχε να δώσει και να φέρει κάτι μοναδικό στον εκάστοτε ρόλο.

Άρα από εκεί που είχαμε φτιάξει κάποια κομμάτια, κάποια ντέμο με τις φωνές μας, τα ακούσαμε με τις φωνές αυτών των ανθρώπων και με την ερμηνεία που δώσανε την υποκριτική, οπότε σίγουρα άλλαξε πάρα πολύ. Δηλαδή βάλανε όλοι και το δικό τους στοιχείο μέσα.

Γ.Ν.: Εννοείται ότι αλλάξαμε πολλά πράγματα, αλλά όχι τίποτα δομικό και τίποτα ακραίο, δηλαδή κόψαμε τραγούδια αλλά δεν αλλάξαμε σκηνές. Ό,τι είχαμε οργανώσει περίπου, αυτό έγινε. Αλλά αυτό συνέβη επειδή ήταν μια δουλειά με πολύ χρόνο από πίσω και πολλή προετοιμασία. Το μόνο που άλλαξε ήταν όταν μπήκαν οι άνθρωποι αυτοί που ήταν όλοι υπερδοτικοί και ταλαντούχοι και αγαπημένοι μεταξύ τους κι όλο το πράγμα άρχισε να ρέει πάρα πολύ καλά και αρχίσαμε στην πράξη πλέον να βλέπουμε ότι όλη η δουλειά που είχαμε ρίξει λειτουργούσε και βλέπαμε ότι πράγματα που είχαμε αλλάξει, που είχαμε δουλέψει, τα είχαμε καταφέρει να αποδίδουν.

Η απήχηση του έργου μέσα σου, όταν άρχισαν οι παραστάσεις, ποια ήταν και ποιο το feedback που είχες γενικά για την παράσταση;

Α.Λ.: Εδώ να διευκρινίσουμε ότι εγώ δεν το είδα το έργο καθώς ήμουνα πάνω στη σκηνή. Το έχω δει μόνο σε μαγνητοσκόπηση. Για εμάς τους μουσικούς δεν ήταν ακριβώς το ίδιο. Δηλαδή άλλη δουλειά είχαμε να κάνουμε εμείς, άλλοι οι ηθοποιοί. Οπότε μπορώ να σου πω ότι παρατηρούσα πράγματα. Μπορεί κλεφτά να κοίταζα και τον κόσμο. Και θα σου πω τι μου έκανε περισσότερο εντύπωση ή τι μου έμεινε. Το πρώτο που μου έμεινε από τις παραστάσεις ήταν κάτι το οποίο με προβλημάτισε πάρα πολύ. Είδα ότι υπήρχαν θεατές, αρκετές φορές, οι οποίοι γελούσαν σε σημεία που δεν θα έπρεπε, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα η επικαιρότητα και η κοινωνία. Λες και κάποιοι δεν ήταν σε θέση να διαχωρίσουν το αν καυτηριάζουμε κάτι, μια συμπεριφορά πατριαρχική ή κακοποιητική, ή αν κάνουμε πλάκα με αυτό. Οπότε μου έκανε εντύπωση είναι ότι σποραδικά και από λίγους μέσα στην αίθουσα άκουγες ένα άκυρο γέλιο. Σε σημεία στα οποία γενικά υπήρχε παγωμάρα και σιωπή, με αυτό που διαδραματιζόταν. Γενικότερα αυτό που έβλεπα όταν τελείωνε το έργο ήταν ότι έβγαινε ο κόσμος μπερδεμένος. Αυτό που έκανε και ο Γιάννης σκηνοθετικά και το έργο τελείωνε χωρίς μουσική, για πολλή ώρα κιόλας, σε έκανε να αισθάνεσαι σαν να είχες φάει μια γροθιά στο στομάχι.

Γ.Ν.: Είχε πολύ μεγάλη απήχηση σε προσωπικό επίπεδο γιατί οι φίλοι μου και οι άνθρωποι που αγαπώ βλέπανε εμένα και τον Αλέξανδρο μέσα σε αυτό. Χωρίς εγώ να παίζω υπήρχε κάποια δική μου αισθητική, φαινόντουσαν οι επιλογές μου και πώς εγώ ένιωθα για αυτό, οπότε αυτό είναι πάντα μια επιτυχία προσωπική. Η εμπορικότητα της παράστασης έδειξε ότι ήταν ένα καλό εγχείρημα, ένα καλώς εκτελεσμένο εγχείρημα, κι εύχομαι τώρα με το βινύλιο να συνεχιστεί η απήχησή του στον κόσμο και θα ήταν πολύ συγκινητικό να το ακούσει κάποιος σε 10 χρόνια και να καταλάβει πόση δουλειά και συλλογική προσπάθεια υπάρχει πίσω από αυτό το αποτέλεσμα. Αυτό είναι ήδη για εμάς, για κάθε άνθρωπο που φτιάχνει κάτι, ένα πολύ μεγάλο μπράβο.

(Ο Αλέξανδρος έχοντας παίζοντας μάλλον μέσα στο έργο ως μουσικός δεν είχε τη δυνατότητα να το δει ως εξωτερικός παρατηρητής παρόλο αυτά έκανε κάποια σχόλια για την αλληλοεπίδραση ή την αντίδραση του κοινού όπως το έβλεπε εκείνος μέσα από την σκηνή υπάρχει αντίστοιχα κάτι που σου έχει μείνει εσένα από το κοινό ως παρατηρητής βλέποντας την παράσταση)

Νομίζω ότι έβλεπες σε κάποιους αποστροφή, σε κάποιους άλλους έβλεπες έναν παιδικό ενθουσιασμό. Πιστεύω πως ο παιδικός ενθουσιασμός είναι το πιο ωραίο πράγμα που μπορείς να δεις σε μια παράσταση, εννοώ στο κοινό, γιατί κάπως νιώθεις ότι ακόμα κι αν δεν του άρεσε, εντέλει κάτι κουνήθηκε μέσα του, κάτι είδε που τον ξύπνησε για ένα δευτερόλεπτο από την καρέκλα. Αυτό είναι το πιο δύσκολο να επιτευχθεί και αυτό σε κάθε παράσταση το έβλεπες. Υπάρχουν άλλωστε κάποιες ακραίες επιλογές, πολύ ακραία βρισίδια, τραγουδιστά βρισίδια, κακοποίηση, τα θέματα του έργου έχουν από μόνα τους πολύ ενδιαφέρον και ταυτόχρονα το πιο ενδιαφέρον είναι το πως τώρα τα δύο είδη δένουν: το Μιούζικαλ μαζί με την ταινία του Οικονομίδη. Κι όλο αυτό το εγχείρημα έχει από τη φύση του μια τρολιά. Κάτι που εμείς δεν το μεταχειριστήκαμε ως τρολ, δεν είπαμε να πάμε να κάνουμε ένα αστείο. Δουλέψαμε πάρα πολύ ώστε να έχει ένα αντίκτυπο και ο άλλος να μπορεί να το αντιληφθεί όπως το αντιλαμβανόμαστε εμείς: πώς μπορεί να είναι αυτό το πράγμα φωτεινό, πώς η μουσική μπορεί να το δυναμώσει, πώς μπορεί να το κάνει ακόμα πιο έντονο και νομίζω πως και μόνο η προσπάθεια του να καταλάβεις τι προσπαθήσαμε (μπορεί να μην το καταφέραμε) είναι για μένα σημαντική.

Από το μιούζικαλ στο βινύλιο – πείτε μας για τη δημιουργία και την ολοκλήρωση αυτού του πρότζεκτ;

Α.Λ.: Αρχικά να πούμε ότι το βινύλιο είναι μικρότερο σε διάρκεια, διότι χρειάστηκε να κρατήσουμε τα απολύτως απαραίτητα από τη θεατρική και σκηνική δράση, τα ενωτικά κομμάτια, ώστε να υπάρχει μία ροή όταν τα ακούμε και να καταλαβαίνει και κάποιος που δεν ήταν στην παράσταση τι γίνεται. Λοιπόν, ναι, κρατήσαμε κάποια ατάκες πολύ χαρακτηριστικές, αλλά δεν μπορούσαμε να τα βάλουμε όλα, γιατί διαφορετικά θα θέλαμε τρεις δίσκους. Οπότε κρατήσαμε όλα τα τραγούδια και κάποια πράγματα από το ίδιο το έργο και από το κείμενο της παράστασης, προκειμένου να στέκεται κάπως αυτόνομα σαν ιστορία και το βινίλιο. Το άλλο που πρέπει να τονίσω είναι ότι αυτό που θα ακούσει κάποιος δεν είναι αυτό που άκουσε στην παράσταση, καθώς όλο το υλικό ηχογραφήθηκε από την αρχή. Γι' αυτό μας πήρε μήνες στο στούντιο. Έτσι, σίγουρα κάποιος μπορεί να απολαύσει μουσικά το έργο περισσότερο σε αυτή την έκδοση, με τα ακουστικά του, με τα ηχεία του, μπορεί να ακούσει τα πράγματα πάρα πολύ πιο ήρεμα και καθαρά, σε σχέση με το περιβάλλον του θέατρου, χωρίς αυτή την οπτική απόσπαση και τα λοιπά.

Γ.Ν.: Τώρα που έγινε το βινύλιο και το ακούμε έχει κάτι το πολύ ωραίο για εμένα και τον Αλέξανδρο, ότι κάπως κλείνει ο κύκλος, από εκεί που τα είχαμε γράψει σε παρτιτούρες και μετά τα κουτσοπαίζαμε, μετά επιχειρήσαμε και τα τραγουδήσαμε εμείς στο logic, όπως τα είχαμε σαν demos, μετά που μπήκε η μουσική, μετά η live μουσική, μετά οι ηθοποιοί, μετά όταν πήγαμε στον χώρο η ηχοληψία, το πώς μπορεί να ακουστεί στην ενορχήστρωση μια λεπτομέρεια και πώς χάνεται μέσα στη θεατρική σκηνή και εν τέλει τώρα που στο επίπεδο ήχου είναι το καλύτερό μας, είναι όλη αυτή τη μαγική μουσική που είχαμε και παίζαμε με αυτούς τους υπέροχους ηθοποιούς και σε μια σωστή συνθήκη, και ηχοληπτική και σε επίπεδο ερμηνείας, και βγήκε ακριβώς όπως ήταν στις πρόβες καθώς τώρα κάναμε ένα reboot και πήγαμε στο στούντιο και προσπαθήσαμε να δώσουμε ο καθένας από τη μεριά του το καλύτερο κομμάτι του. Τώρα με το βινύλιο το βλέπεις όλο, βλέπεις όλη αυτή την πορεία. Εγώ όταν το ακούω θυμάμαι και σκέφτομαι όλη αυτή την πορεία που ζήσαμε τόσο καιρό, λείπει μόνο το να κάτσουμε μια φορά όλοι μαζί να το ακούσουμε, κάτι που δεν το έχουμε κάνει ακόμα. Θα ήταν ωραίο αυτό να γίνει με μια παρουσίαση του δίσκου – θα ήταν μια ολοκλήρωση.

Πώς ήταν η συνεργασία σας με τη στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, τόσο κατά την παραγωγή του μιούζικαλ, όσο και στην παραγωγή του δίσκου.

Α.Λ.: Ήταν άψογη. Θεωρώ ότι είναι ένας από τους πιο σπουδαίους οργανισμούς. Και νομίζω ότι χωρίς τη Στέγη δεν θα γινόταν αυτό. Δεν θα υπήρχε αυτό το αποτέλεσμα. Διότι μας δόθηκε μια τεράστια ελευθερία. Μια φοβερή υποστήριξη να κάνουμε τη δουλειά μας ακριβώς όπως θέλαμε. Η γνώμη πάντοτε των ανθρώπων που συνταξιδέψαμε σε αυτό το project ήταν πάρα πολύ χρήσιμη και ποτέ παρεμβατική, σε κανένα σημείο της παραγωγής. Οπότε αισθανθήκαμε απολύτως ελεύθεροι, χωρίς να φοβόμαστε. Το τονίζω αυτό.

Γ.Ν.: Εντάξει το project δεν θα είχε συμβεί άμα δεν υπήρχε η Αφροδίτη Παναγιωτάκου, η οποία πίστεψε πάρα πολύ και στο project αυτό, στη μεταφορά του σε μιούζικαλ, αλλά και σε εμένα προσωπικά και στον Αλέξανδρο, που εγώ χρωστάω ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ, πιο πολύ στο επίπεδο της πίστης της καλλιτεχνικής, γιατί εγώ ούτε είχα σκηνοθετήσει ξανά κάτι τέτοιας κλίμακας ούτε είχα βλέψεις να σκηνοθετήσω κάτι τόσο μεγάλο. Σκέφτομαι λοιπόν ότι είναι σημαντικό να υπάρχει ένα τέτοιο μέρος, όπως η Στέγη, για να δίνει ευκαιρία σε καλλιτέχνες να ανακαλύπτουν τον εαυτό τους πρώτα απ’ όλα, χωρίς να υπάρχουν οι όροι της αγοράς και του βιοπορισμού. Αλλά να μπορείς να κινηθείς με απίστευτη καλλιτεχνική ελευθερία, κάτι που στο θέατρο είναι μια μεγάλη πολυτέλεια και που η Στέγη το προσφέρει απλόχερα. Είχα να αναλογιστώ μόνο το καλλιτεχνικό κομμάτι και σε όλο το εγχείρημα εισέπραττα μεγάλη πίστη και είχα οποιαδήποτε βοήθεια χρειαζόμουν και τις καλύτερες συνθήκες και νιώθω πάρα πολύ τυχερός που έγινε αυτό σε αυτήν την ηλικία, με αυτό το project και χρωστάω πολλά.

Η ιδέα του να γίνει το musical βινύλιο υπήρχε εξ αρχής ή ήρθε αργότερα;

Α.Λ.: Ναι, αυτό ήταν μια δικιά μου τρελή ιδέα. Πριν ακόμα τελειώσουμε το έργο, όταν ήμασταν στη μέση, είπα στον Γιάννη «κοίταξε όταν γράφουμε τα demo έλα να τα γράφουμε πιο καθαρά και πιο καλά, να έχουμε να πατήσουμε, διότι αυτό που κάνουμε σίγουρα πρέπει να γίνει δίσκος». Οπότε και μέσα μου και τεχνικά ήμουν έτοιμος γι' αυτό.

Και η αλήθεια είναι ότι το συζητήσαμε με την Στέγη τον Δεκέμβριο, ένα μήνα μετά το ανέβασμα της παράστασης. Κάναμε μια συνάντηση όπου τους το είπαμε και εννοείται το δεχτήκανε με πολλή χαρά και έτσι λίγους μήνες μετά το πέρας της παράστασης μπήκαμε στο στούντιο και το ετοιμάσαμε.

(Στη μετατροπή της παράστασης σε βινίλιο ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίσατε;)

Γ.Ν.: Η μεγαλύτερη πρόκληση για μένα ήταν ο χρόνος – για μένα ήταν μαραθώνιος όλη η φάση μέχρι να ανέβει, γιατί μετά παρατεινόταν αυτή η δουλειά, οπότε για μένα ήταν λίγο δύσκολο να συνεχίσουμε να δουλεύουμε πάνω σε αυτό το project για άλλο ένα χρόνο αλλά παρά όλα αυτά ήξερα εξαρχής πόσο σημαντικό θα ήταν και τώρα χαίρομαι πολύ που θα το ακούω και το όλο εγχείρημα δεν «πέθανε» μαζί με την παράσταση όπως γίνεται συνήθως στο θέατρο και έχεις απλώς να αναπολήσεις… Μέσα στο στούντιο η πρόκληση ήταν πιο περίπλοκη, είχαμε να κάνουμε με ένα μεγαθήριο, ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα βέβαια καθώς αφορούσε πολλούς μουσικούς και πάρα πολλά διαφορετικά είδη μουσικής. Κι όλο αυτό σε επίπεδο παραγωγής και recording ήταν κατόρθωμα και γι’ αυτό πήρε ένα χρόνο σχεδόν, δεν ήταν κάτι που έγινε σε ένα μήνα. Μετά είχα την δυσκολία του που κατά πόσο θα έπρεπε το κάθε track να έχει ίσως intro και ένα outro που να σε βάζει λίγο πιο πολύ μέσα στο έργο, κάπως να καταλαβαίνει ποια σκηνή προηγείται, πού περίπου βρισκόμαστε στην ιστορία. Οπότε έκανα κάποιες επιλογές στο πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό, δηλαδή κάποια κομμάτια ξεκινάνε με μια πρόζα που είναι τελείως ενδεικτική του τι συμβαίνει. Παρ’ όλα αυτά τα κομμάτια μπορείς να τα ακούσεις και μόνα τους το καθένα.

Υπάρχει κάποιο κομμάτι που θεωρείς το μεγαλύτερο «σουξέ» του δίσκου;

Α.Λ.: Νομίζω υπάρχουν διαφορετικά ειδών σουξέ μέσα στο δίσκο. Πρώτον έχουμε τα σουξέ που είναι τα σουξέ του Οικονομίδη, της ταινίας, με τα οποίο ξεκίνησε και ο Γιάννης τη σύνθεση, όπως το τι θα κάνεις με τη Λίντα Βαγγέλη, το φτιάξ’ το μπουρδέλο, και όλα αυτά που ήταν ήδη σλόγκαν.

Γράψαμε μουσική πάνω σε ήδη υπάρχοντα σουξέ, αν μπορώ να το πω έτσι. Κι από ό,τι βλέπω από τα στατιστικά του Spotify αυτά τραβάνε και τώρα πάρα πολύ. Με το μιούζικαλ έγινε «σουξέ» και το trap κομμάτι. Όχι μόνο γιατί μεταχειρίζεται έναν ήχο που είναι πάρα πολύ οικείος στο σήμερα αλλά έχουμε ένα κομμάτι στο οποίο έχουμε φύγει λίγο από το αρχικό κείμενο της ταινίας του και το έχουμε φέρει στο σήμερα. Και ας είναι ένα κομμάτι αρκετά σκληρό και προκλητικό και χυδαίο.

Γ.Ν.: Ναι το «τι θα κάνεις με τη Λίντα Βαγγέλη». Ουσιαστικά είναι η ναυαρχίδα μας γιατί είναι 7 τραγούδια μέσα σε σένα και γιατί ήταν από τις πιο αστείες σκηνές της ταινίας.

Υπάρχει κάποιο κομμάτι που θα ήθελες να το αφιερώσεις όπως κάναμε κάποτε με τις αφιερώσεις τις ραδιοφωνικές – και αν ναι πού;

Α.Λ.: Ω! Εκπληκτικό. Να αφιερώσω; Κόλλησα τώρα και δεν περίμενα να με ρωτήσει κανείς κάτι τέτοιο. Θα μπορούσα ίσως να αφιερώσω το τραπ κομμάτι στον Γιάννη για να γελάσει.

Γ.Ν.: Θα αφιέρωνα στο συνεργείο μου που έχω αφήσει τη μηχανή μου εδώ και μήνες και την έχουν καθυστερήσει το «φτιάξ’ το το μπουρδέλο» για να καταλάβουν πώς νιώθω. Σε πολλές φίλες μου Κατερίνες θα μπορούσα να αφιερώσω το «Κατερινάκι». Και το «πού κρύβεται η χαρά» θα το αφιέρωνα στη γυναίκα μου, τη Χαρά, επειδή είναι ένα τραγούδι με πολύ θετικά vibes και αγάπη.

 

Ακούστε τον δίσκο σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες.

Μπορείτε να προμηθευτείτε το βινύλιο από το Onassis Shop στο ισόγειο της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση (Συγγρού 107) και σε επιλεγμένα δισκοπωλεία

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured