Ούτε μισός χρόνος δεν έχει περάσει από την κυκλοφορία του Brat και ήδη έχει κατοχυρώσει μια θέση στους πλέον κλασικούς δίσκους των τελευταίων χρόνων, για να μην πούμε δεκαετιών. Λίγες εβδομάδες από την κυκλοφορία του χρειάστηκαν και ο αντίκτυπός του ξεπέρασε τα σύνορα της παραδοσιακής δεξαμενής των fans της Charli XCX, τα σύνορα της hyperpop, τα σύνορα του εναλλακτικού clubbing και ένα σωρό άλλα σύνορα, φτάνοντας να γίνει ένα παγκόσμιο pop γεγονός που κέρδισε τους πάντες: από τους πιο στριφνούς μουσικογραφιάδες μέχρι τους ακροατές των top 40 playlists και από τους πιστούς θαμώνες των queer raves μέχρι τις μεγαλύτερες indie σνομπαρίες. Και δικαίως, μιας και πρόκειται για δίσκο που τσεκάρει ό,τι κουτάκι μπορεί κανείς να φανταστεί, φτάνοντας τη σύγχρονη χορευτική pop στα όρια της δημιουργικής της δυναμικής.
Δεν αποτέλεσε, επομένως, έκπληξη το ότι η Charli XCX υποσχέθηκε μια ακόμη κυκλοφορία στο σύμπαν του Brat, η οποία κατέφθασε με τη μορφή ενός remix album, η (πιο σωστά) μιας συλλογής παραλλαγών των υπέροχων κομματιών του αυθεντικού δίσκου, καθένα από τα οποία φιλοξενεί και από (τουλάχιστον) έναν περίοπτο guest και ακολουθεί διαφορετική προσέγγιση: άλλα ακούγονται πράγματι σαν remixes, άλλα σαν slowed down διασκευές, άλλα σαν karaoke των καλεσμένων πάνω στο πρωτότυπο, άλλα πάλι σαν σχεδόν διαφορετικά κομμάτια, διατηρώντας έναν υποτυπώδη πυρήνα πάνω στον οποίο κουμπώνει σωρεία νέων ιδεών.
Κι αν το σύνηθες με τα remix albums (ας το θεωρήσουμε ως τέτοιο από εδώ και πέρα, για την οικονομία της συζήτησης) είναι να μην φτάνουν ούτε κατά προσέγγιση την αίγλη των originals, το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι σε αρκετές περιπτώσεις κομματιών αυτό συμβαίνει. Το “Talk Talk” με τον Troye Sivan έχει ένα εντελώς φρέσκο ρεφρέν, βουτηγμένο στην early 2000s house και το UK garage και, χωρίς υπερβολή, ξεπερνάει τον προκάτοχό του. H Caroline Polachek χαρίζει εκπληκτικά φωνητικά στο “Everything is Romantic” (ένα από τα σπουδαιότερα κομμάτια του Brat ούτως ή άλλως), μεταμορφώνοντάς το σε δικό της ηχητικό προϊόν στο αιθέριο δεύτερο μισό. Το ίδιο κάνει και η Billie Eilish στο “Guess”(κομμάτι που είναι απορίας άξιο γιατί δεν είχε συμπεριληφθεί στον βασικό κορμό του δίσκου), με το χαρακτηριστικό υποτονικό της μουρμούρισμα να δένει εντυπωσιακά οργανικά με το κομμάτι και να ηχεί ακαταμάχητα cool. Το δε “365”, που ήδη αποτελούσε χορευτική βόμβα στην πρότερη εκδοχή του, με τη συμβολή της ανερχόμενης Shygirl και την γκαζωμένη παραγωγή αναβαθμίζεται σε αληθινό dancefloor όλεθρο. Αντίστοιχο ενδιαφέρον έχει και το “Club Classics”, το οποίο αλλάζει ρυθμική ραχοκοκκαλιά και αναμειγνύεται με το “365”, σε ένα έξυπνο παιχνίδι με την αυτοαναφορικότητα του αυθεντικού.
Από την άλλη, δεν είναι όλες οι στιγμές του δίσκου εξίσου ευρηματικές. Η παρέμβαση των ανελλιπώς ετερόφωτων 1975 στο “I Might Say Something Stupid” είναι ακατανόητη και αφαιρεί αντί να προσθέσει. Ο Julian Casablancas ακούγεται εκτός κλίματος στο “Mean Girls”, αλλά και κάπως πασέ συνολικά. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τον (αγαπημένο κατά τα άλλα) Bon Iver στο “I Think About It All The Time”: το αποτέλεσμα δεν είναι καθόλου κακό, βρίσκεται όμως σε λάθος δίσκο.
Ως επί το πλείστον, πάντως, οι νέες αυτές εκδοχές των κομματιών του Brat στέκονται αξιοπρεπέστατα, διανθίζοντας το πρωτότυπο υλικό και κομίζοντας ενδιαφέρουσες φρέσκες οπτικές. Ηχούν έτσι σαν μια προέκταση του βασικού δίσκου για όσους δεν τον χόρτασαν ποτέ, σαν ένα all-star celebration που έρχεται να υπογραμμίσει το ειδικό βάρος ενός project που έγινε κλασικό στην πρώτη εβδομάδα της κυκλοφορίας του, όπως συνέβη την προηγούμενη δεκαετία με το To P.I.M.P. A Butterfly του Kendrick Lamar. Και βέβαια, το hype είναι δικαιολογημένο: πρόκειται πράγματι για ένα από τα ουσιαστικότερα remix albums στην πρόσφατη μνήμη.