Τι θα συνέβαινε αν ένα ηλεκτρονικό, πειραματικό ποτάμι έπρεπε να εκβάλει στην mainstream Αθήνα του σήμερα; Θα έβρισκε χώρο να κυλήσει, θα έβρισκε ανθρώπους να κάτσουν στην όχθη του, θα τα κατάφερνε να ταιριάξει σε αυτήν την παράξενη πόλη με τα χίλια και ένα πρόσωπα που τις περισσότερες στιγμές συνοψίζονται στο εξής ένα;
Πολλοί πίστεψαν, υποσχέθηκαν, προσπάθησαν, ισχυρίστηκαν ότι μπορούν να συλλάβουν και να γράψουν αυτήν την περίφημη «μουσική της πόλης» λίγοι όμως τα έχουν καταφέρει, ακόμα πιο λίγοι τα τελευταία χρόνια που η Αθήνα γίνεται όλο και πιο παράξενη, όλο και πιο φευγάτη, όλο και πιο ανάμεικτη, όλο και πιο μπάσταρδη, ένα περίεργο υβρίδιο που αλλάζει πρόσωπα για πλάκα πάνω στο ίδιο, βαρύ, βαλκάνιο κορμί. Ο Autow Nite Superstore στο Running Towards the End of the Light μπαίνει θριαμβευτικά σε αυτούς τους λίγους, αφού ακούσια ή εκούσια καταφέρνει να συλλάβει και να στερεοποιήσει έναν ήχο που θα μπορούσε να είναι μια εκδοχή του soundtrack της Αθήνας του 2024.
Βαρύ, ωμό μπάσο ξυράφι, πολυσυλλεκτικά φωνητικά, πολυσυλλεκτικά breaks, πολύπτυχο layering ηλεκτρονικής αισθητικής, μινιμαλιστικές πινελιές, αριστοτεχνικά ψιλοκομμένες συχνότητες, η drum n base that made us, κάπου στο όχι-και-τόσο-μεγάλο βάθος μια ποπ ειρωνία, έτσι για την αλητεία. Μουσική για να γράψεις αμέτρητα χιλιόμετρα λιώνοντας αθλητικά ή τιμόνια τρέχοντας προς το ξημέρωμα αυτής της παράξενης ευρωπαϊκής πρωτεύουσας των Βαλκανίων ή της βαλκανικής πρωτεύουσας της Ευρώπης που μιλάει πολλές γλώσσες μα όλες σπασμένες - σαν τα κομμάτια του στιλ που σπέρνει με χάρη και ευφυΐα εδώ κι εκεί στον δίσκο του ο Autow Nite Superstore, σαν οδοδείκτες σε έναν δρόμο που δεν είναι καθόλου τυχαίος.
Το “Crawiling on Hands and Knees” έρπει κυριολεκτικά και πολύ γοητευτικά στην είσοδο του album σπρώχνοντας την ακρόαση προς τα μέσα, προεξοφλώντας σε μεγάλο βαθμό το τι συμβαίνει σε αυτή τη μικρή σπηλιά των ηλεκτρονικών θαυμάτων απ’ όπου παραδίδει ο Autow Nite Superstore το καλύτερο ίσως πόνημά του μέχρι σήμερα. Τo “Bad Faith” προσθέτει όγκο στα beats και οδηγεί στα ενδότερα εκεί όπου η μικρή αλλά θαυματουργή εστία UK garage του “Prism” δημιουργεί κομψές φλόγες που θα χορέψουν στο περίπλοκα απολαυστικό, αταξινόμητο, υπερκινητικό drill n bass του “Mercedes” με τη συμβολή του ράπερ Stephen Carter να ράβει μια φαντασίωση στην οποία ένας πιο ντελικάτος Chief Keff κι ένας πιο σκοτεινός Jamie XX θα τζάμαραν μαζί και ό, τι ήθελε προκύψει. Στη μέση περίπου του δίσκου η πειραματική δομή του “Betrayal in the Common Room” σε ρόλο centerpiece σερβίρει ένα κοκτέιλ με τα περισσότερα από τα υλικά του album ενώ με τα εμπνευσμένα rests του και τα ψήγματα κομπρεσαρισμένης μελωδικότητας κλείνει τόσο – όσο το μάτι σε μια πιο mainstream και «ραδιοφωνική» πλευρά της dance μουσικής. Ένα rest σε μορφή track είναι και το “Antihisi” που ακολουθεί αμέσως με τα beats να τραβιούνται πίσω για να κάνουν τα φωνητικά της Lia Butler ανενόχλητα τη δουλειά τους και να πουν έναν ιντερμέδιο, διηπειρωτικό ψαλμό που τραβάει κι άλλο τα όρια της πολυσχιδούς φόρμας του album, προς νέα σύνορα – έκπληξη.
Από εκεί και πέρα ακολουθεί ένα κρεσέντο συνεργασιών που δίνει κι άλλο βάθος, κι άλλες υφές στον δίσκο. Το “Sadboirave” με τα φωνητικά της Terselle και το feature του Ελληνοβρετανού ράπερ Riskykidd δημιουργούν συνθήκες hit που λιώνουν σε μια έκρηξη πρεσαρισμένων synths. Ο Sigmataf στο “Albatros” δικαιούται τα credits για την πιο συναισθηματική ίσως και σίγουρα πιο υπαρξιακή στιγμή του δίσκου κουμπώνοντας άψογα με ένα oldschool drum n bass μοτίβο, βγαλμένο από τα σκοτεινά, αφηρημένα όνειρα των Στέρεο Νόβα και πετυχαίνοντας διάνα για άλλη μια φορά με την ελληνόφωνη ρίμα του «Με ξέχειλο κυνισμό δηλώνω παρών/σαν τον παλιό καιρό που φάσωνα ότι είχε σφυγμό/όπως τότε που δεν ήμουν ακριβώς εγώ/κι όλο βουτούσα στο κενό/κι όλο βουτούσα στο κενό». Ένα statement, συναφές του παρών που δηλώνει το ίδιο το album, λίγο πριν το κυκλικό σβήσιμο με τη βοήθεια των Sworr. στην κατακλείδα του "Geezer" – μια ακόμη απόδειξη ότι το σχήμα από την Πάτρα ήταν από την αρχή πολύ μπροστά από την εποχή του, ακόμα ίσως και από την εύφορη καλλιτεχνικά πόλη του.
Η ακρόαση τελειώνει και η σιγουριά ότι κάτι πολύ καλό συμβαίνει εδώ είναι μπετόν αρμέ. Ένα ηλεκτρονικό album ολόφρεσκου πειραματισμού, χωρίς στεγανά και αγκυλώσεις, αποδόμηση και ανασχεδιασμός ιδιωμάτων και φόρμας, beats από το παρόν και το μέλλον, παίγνια ρυθμών, υβριδικά στιλιστικά πειράματα, εμπεδωμένη γνώση αλλά και υψηλό, ακονισμένο ένστικτο κατευθείαν από τον πάγκο εργασίας ενός παραγωγού που ξέρει πώς να χτίσει γι’ αυτό και μπορεί να γκρεμίσει και να ξαναχτίσει. Shout-out to this man.