Μετά από τόσες φορές που φώναξε «Λύκος!» ο βρετανικός μουσικός τύπος είμαστε πλέον ψυλλιασμένοι και κρατάμε καλάθι της polly pocket όποτε μας παρουσιάζουν τους επόμενους (συμπατριώτες τους, εννοείται) ανερχόμενους αστέρες της εναλλακτικής rock. Η παρέα του Jacob Slater (κιθάρα, φωνητικά) και των εφηβικών φίλων του Harry Fowler (κιθάρα), Peter Woodin (μπάσο), και Jamie Staples (τύμπανα), τους οποίους στρατολόγησε για τον σχηματισμό των Wunderhorse έπειτα από το πέρασμά του από τους punks Dead Pretties κατά το δεύτερο μισό της προηγούμενης δεκαετίας, είναι η πρόσφατη υποτιθέμενη μεγάλη ελπίδα, και τα εντυπωσιακά streaming νούμερα και 6η θέση στα βρετανικά album charts δεν δείχνουν να τους διαψεύδουν.
Σίγουρα δεν έβλαψε που σχεδόν παράλληλα με την εμφάνισή τους στο προσκήνιο με το ντεμπούτο άλμπουμ τους Cub, ο Slater υποδύθηκε τον Paul Cook στο Pistol, μίνι σειρά ενός άλλου αστέρα του βρετανικού πολιτιστικού στερεώματος, του Danny Boyle, βασισμένη στην αυτοβιογραφία του Steve Jones των Sex Pistols, ή ότι είναι εμφανίσιμο παλληκάρι, αλλά περισσότερο σημασία έχει ότι πρόκειται για έναν πολύ χαρισματικό frontman που διαθέτει εύρος από βελούδινο Lanegan-ικό βαρύτονο μέχρι το δαντελένιο φαλσέτο του Chris Martin, ταυτόχρονα με τη δύναμη και το attitude να σηκώσει στις πλάτες του γηπεδικών διαστάσεων κομμάτια. Οι Wunderhorse στο Cub μπορεί να εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο αυτό το εύρος, όμως δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από την σκιά των επιρροών τους από την εναλλακτική rock των '90s, είτε πρόκειται για τους πρώιμους Radiohead και Coldplay, είτε την σκηνή του Seattle, είτε την γέρνοντας προς americana ηχοχρώματα εκφανσή αυτής, με τον «εξαμερικανισμό» αυτό ορισμένες φορές να οδηγεί σε άκομψα μονοπάτια, όπως στο ξεδιάντροπα ξεπατικωμένο από Lynyrd Skynyrd Southern Rock single “Leader of the Pack”.
Ενώ το ντεμπούτο τους ήταν κατ’ ουσία ζήτημα του ιθύνοντα νου Slater, με δύο επιπλέον χρόνια στην πλάτη (και στον δρόμο, περιοδεύοντας με Fontaines D.C. και Pixies μεταξύ άλλων), για την ηχογράφηση του δεύτερου άλμπουμ τους Midas, αποζητώντας «να μην ακούγεται συμβατικά καλό, αλλά αγνό, αφτιασίδωτο Rock ‘n’ Roll» μετέβησαν, πού αλλού, στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού που τόσο ξεκάθαρα τους γοητεύει. Εικάζοντας ότι η επιλογή του χώρου όπου ηχογραφήθηκε κάποτε το In Utero θα προσέδιδε οσμωτικά περισσότερη «αυθεντικότητα», ή διαθέτοντας μια ηχώντας «ζωντανή» παραγωγή στο άλμπουμ φυσικά δεν θα ήταν αρκετά να ξεπεραστεί στο Midas αυτή που ήταν η κύρια, αν όχι μόνη ουσιαστική, αδυναμία του προκατόχου του, πως φορούν τόσο εμφανώς τις επιρροές τους στο μανίκι που συχνά δεν μπορείς να ξεδιαλύνεις αν και που έχεις ξανακούσει τις μελωδίες και τα hooks των κομματιών τους. Όσο όμως κι αν το ομότιτλο lead single ανασύρει τραυματικές μνήμες σε όσα άτομα υπέμειναν το ανελέητο heavy rotation του “Mr. Jones” των Dave Matthews Band εκεί στα 90s, το “Rain” θυμίζει υπερβολικά το “What Difference does it make?” των Smiths, ή τα “Arizona” και “Cathedrals” μυρίζουν ύποπτα R.E.M.και Pixies αντίστοιχα, δεν μπορούμε να αρνηθούμε πως χάρη στην ακαταμάχητη δραματικότητα του Slater και αυτή την οικειότητα τα κομμάτια του άλμπουμ κολλάνε στο μυαλό περισσότερο κι από τσίχλες στην κάτω πλευρά σχολικού θρανίου. Αν το ζητούμενο για τους rock αστέρες είναι τελικά κατά πόσο μπορούν να ξεσηκώσουν σε μαζικό sing-along το κοινό σε αρένες, με το Midas οι Wunderhorse εύκολα αποδεικνύονται γκανιάν.