«Νέο album από τους Cure». Πέντε απλές λέξεις που εκατομμύρια μικρά και μεγάλα, περισσότερο ή λιγότερο μαυροντυμένα παιδιά σε όλον τον κόσμο περίμεναν διακαώς εδώ και δεκαέξι χρόνια (από το 2008 δηλαδή όταν και κυκλοφόρησε το 4:13) με τα τελευταία πέντε, από τον Μάρτιο του 2019 και τις πρώτες δηλώσεις του Robert Smith για έναν νέο, ήδη ηχογραφημένο (!) επερχόμενο δίσκο, να εξελίσσονται σε ένα μαρτύριο σταγόνας για όσους περίμεναν τον Robert Smith ως τον Μεσσία που θα τους σώσει από τη μίζερη δισκογραφική πραγματικότητα. Η δεκαετία άλλαξε, η πανδημία ήρθε κι έφυγε, οι φήμες και τα νέα μπερδεύονταν μεταξύ τους, το ένα επερχόμενο album έγινε δύο, ο Robert Smith φέρεται να έστρωνε και να ξέστρωνε την κυκλοφορία ή τις κυκλοφορίες με διαθέσεις ενοχλητικού θείου σε παρωχημένο event «κρεβατιού» τα χρόνια περνούσαν, το πολυπόθητο album αργούσε κι άλλο. Το ημερολόγιο όμως δείχνει 1η Νοεμβρίου του 2024 και το όνειρο αυτών των πέντε απλών λέξεων έχει γίνει πραγματικότητα. Και μάλιστα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, βγαλμένο από τη σκοτεινή ονειροφαντασία κάθε ενός και κάθε μίας που μεγάλωσε με το Disintegration να λιώνει στα ακουστικά της ύπαρξής του αλλά παράλληλα και φιλοτεχνημένο για να κάνει κεφάλια που δεν βρέθηκαν ποτέ ουσιαστικά υπό την Cure επήρεια να γυρίσουν, να ακούσουν, να θαυμάσουν και να γνέψουν με νόημα: «Ναι, τώρα καταλαβαίνω».

Η αλήθεια είναι ότι κάθε χρόνος που περνούσε αύξανε κι άλλο το στοίχημα μιας δισκογραφικής επιστροφής των Cure -και δεν ήταν και οποιαδήποτε χρόνια τα τελευταία πέντε. Πανδημία, πόλεμοι, ο κόσμος τα πάνω κάτω, η μουσική βιομηχανία στο έλεος του Tik Tok και του θνησιγενούς content με μέσο προσδόκιμο ζωής 10 λεπτών. Η σκληρότητα, ο κορεσμός, ο χρόνος κι η (απ)αλλοτρίωση κυνηγάνε σε κάθε πιθανή κι απίθανη γωνιά τους επιζώντες όσων λατρέψαμε σε περασμένα χρόνια και δεκαετίες, με λιγότερες άσπρες τρίχες και περισσότερα όνειρα και όποιος φοβήθηκε έστω και μια στιγμή ότι η επόμενη φορά που θα ανταμώναμε δισκογραφικά τους Cure θα έπαιρνε τη θέση της σε μια μακριά λίστα απογοητεύσεων ή βεβιασμένων χαμόγελων να σηκώσει το χέρι. Οι υπόλοιποι επιβραβεύονται ένα κάτι παραπάνω για την ακλόνητη πίστη τους.

Γιατί ο Robert Smith ήξερε άριστα πώς να κάνει αυτή την πολυετή αναμονή να αξίζει κάτι παραπάνω απ’ τον κόπο και ν’ αποζημιώσει μέχρι και το τελευταίο λεπτό των πολλαπλών ακροάσεων που θα γνωρίσει και θα σηκώσει αυτός ο δίσκος. Και το έκανε. Με έναν σφιχτό, ακριβή δίσκο που παίρνει φόρα από τα βάθη της dark μήτρας από την οποία ξεπετάχτηκε το συγκρότημα και τινάζεται σαν απέριττο ακόντιο ακριβώς στο κέντρο των αναγκών της σύγχρονης ξηρασίας της «μεγάλης» δισκογραφίας -κι ας είναι το 2024 μέχρι στιγμής μια πολύ καλή χρονιά. Σε μεγάλο βαθμό θα είναι μια καλή χρονιά γιατί οι Cure έγραψαν τον 14ο τίτλο τους στα μητρώα του. Έναν τίτλο που μπορεί να μην είναι ένα δεύτερο Disintegration -όπως ισχυρίζονται αρκετοί με τις συνήθεις υπερβολές στην περίπτωση των Cure να καταγράφονται περισσότερο ως χαριτωμένη αφέλεια ή συμπαθητικός ενθουσιασμός κάποιων διψασμένων fans- συνομιλεί ωστόσο μαζί του με μια υπόγεια διάβαση που ενώνει τον τριαντάχρονο εαυτό του Robert Smith που θέλησε να μιλήσει για σκοτάδια -που στην ηλικία του μάλλον δεν θα μπορούσε να έχει γνωρίσει-, καταφέρνοντας το με το εκπληκτικό ταλέντο του, με τον Robert Smith του σήμερα, τον 65χρονο απίστευτο τύπο, που έχει  και ζήσει εκείνα που προσπαθούσε να ψηλαφίσει τριάντα χρόνια πριν και επιστρέφει στα αγαπημένα του λημέρια έχοντας πλήρη συνείδηση -μεταξύ άλλων- της πορείας αλλά και της τύχης που τον έφερε εδώ, στην ηλικία στην οποία δεν περίμενε ποτέ, όπως λέει ο ίδιος, ότι θα φτάσει.

Μέσα από αυτόν τον διάλογο αναδύονται οχτώ σουίτες πόνου, απόγνωσης, θυμού για τις ματαιότητες ενός κόσμου που χάνεται, σκοταδιού αλλά και φωτός που μπαίνει από αδιόρατες ρωγμές με μια κίνηση α λα Leonard Cohen για όσους και όσες μπορούν να το δουν. Με σημείο εκκίνησης την οικουμενική μοναξιά του “Alone” πάνω στις ράγες της κλασσικής μπασογραμμής του Simon Gallup στο “A Fragile Thing”, μέσα από θρύψαλα σχέσεων, ανθρώπινα συντρίμμια και πράγματα που δεν κρατάνε για πάντα όπως τίποτα, μέχρι την καρδιά του δίσκου και το απίστευτο “Warsong”. Γεννηθήκαμε για να πολεμάμε για αδιέξοδα και πικρό τέλος  τραγουδάει ο Robert Smith με την αγέραστη φωνή του και δεν υπάρχει δρόμος διαφυγής, δεν υπάρχει τρόπος να κάνουμε ειρήνη. Πικρή αλήθεια, άλλη μία. Όπως λέει και στο αμέσως επόμενο, εθιστικό “Drone:Nodrone” οι απαντήσεις που έχει δεν είναι αυτές που θέλουμε. Και το σερί συνεχίζεται με το σπαρακτικό “I Can Never Say Goodbye” -μια ωδή για τον πρόσφατα χαμένο αδελφό του Richard με την οποία θα ταυτιζόταν ακόμα και εκπρόσωπος αυτού του εξωτικού είδους που ίσως να μην έχει ακούσει ποτέ του ούτε καν το “Friday I’m In Love” και την αριστουργηματική δεκάλεπτη κατακλείδα του “Endsong” που τα παίρνει όλα και φεύγει για να γυρίσει από εκεί που ξεκίνησαν όλα.

“This is the end of every song that we sing […] Left alone with nothing at the end of every song”.

Φύλαξε τον τελευταίο χορό, τον τελευταίο κύκλο γύρω από την πίστα αυτού του παράξενου κόσμου. Ένα ακόμα τραγούδι, ένα για τον δρόμο που απομένει μέχρι το τελευταίο. Είμαστε όλοι μόνοι, αλλά είμαστε πολλοί μαζί σε αυτόν τον ίδιο δρόμο. Και κάπου στο βάθος οι Cure τραγουδάνε ακόμα.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured