«Συνυφαίνοντας το λόγιο με το λαϊκό». Αυτή τη φράση διαλέγει για τίτλο ο Γιώργος Β. Μονεμβασίτης, στο κείμενο που συνοδεύει τούτο το δισκάκι και μας εξιστορεί, μεταξύ άλλων, τα κατορθώματα του George Gershwin. Δεν νομίζω πως υπάρχει πιο επιτυχημένος τρόπος για να περιγράψει κανείς την τρομερή ικανότητα του τελευταίου να πηγαινοέρχεται απ’ το μιούζικαλ στην όπερα και τούμπαλιν, χωρίς μάλιστα να κάνει την παραμικρή έκπτωση στο επίπεδο του παραγόμενου αποτελέσματος. Αλλά και να μπλέκει στοιχεία αυτών των δυο κόσμων με ό,τι και αν καταπιάνεται, μπαίνοντας στο μάτι του κάθε πιουρίστα που σέβεται τον εαυτό του.  Το album είναι ζωντανά ηχογραφημένο στο Μέγαρο Μουσικής. Ο Μίλτος Λογιάδης διευθύνει την Ορχήστρα Των Χρωμάτων και η Μαρία Φαραντούρη αναλαμβάνει να ανθολογήσει φωνητικά, με την πολύτιμη βοήθεια του Τάση Χριστογιάννη. Το σώμα των τραγουδιών το χωρίζει μια νοητή γραμμή. Στη μια μεριά της στέκονται διαλεγμένες στιγμές από τα μιούζικαλ του Gershwin - υπέγραψε συνολικά δεκατέσσερα - ενώ στην άλλη το ρόλο της δεξαμενής αναλαμβάνει η περίφημη όπερα Porgy And Bess. Αυτός είναι άλλωστε και ο σκοπός του όλου εγχειρήματος. Να φέρει κοντά, δηλαδή, τις δυο μεγάλες αγάπες του συνθέτη.  Στο πρώτο τμήμα, λοιπόν, θα βρείτε κομμάτια όπως το “Embraceable” και το “I Got Rhythm”, παρμένα απ’ τη μουσική κωμωδία Girl Crazy. Στο δε δεύτερο τμήμα, τη σκυτάλη παίρνουν τα “It Ain’t Necessarily So”, “A Woman Is A Sometime Thing” και φυσικά το ίδιο το “Summertime”, το οποίο ξεκίνησε σα νανούρισμα - το πρωτοτραγουδά η υπηρέτρια Κλάρα στο Porgy and Bess -  για να φτάσει στις μέρες μας να αποτελεί ίσως το πιο πολυδιασκευασμένο τραγούδι της Δυτικής μουσικής.    Επί της ουσίας τώρα, δεν είναι κι εύκολο να ξεφύγεις σαν ακροατής απ’ τις σχεδόν στοιχειωμένες, πλέον, εικόνες που έχουν καρφώσει στο μυαλό σου προσωπικότητες σαν τον Miles Davis, τη Nina Simone ή τη Janis Joplin προσεγγίζοντας το έργο του Gershwin. Αναρωτιέσαι, παράλληλα, αν εν τέλει θα έπρεπε έστω και να ξεκινήσεις μια τέτοια προσπάθεια. Αν αξίζει τον κόπο, μιας και εκείνο το τόσο ουσιώδες «συνυφαίνοντας το λόγιο με το λαϊκό» δεν φαίνεται να βρίσκει εφαρμογή εδώ πέρα. Δεν μπορείς να μην σκεφτείς πως κάπως έτσι ακυρώνεται η κινητήρια δύναμη αυτού του υλικού.  Απ’ την άλλη, βέβαια, η Μαρία Φαραντούρη τραγουδάει με μια στιβαρότητα και με μια αυτοπεποίθηση σπάνια, η οποία λειτουργεί σαν αντίβαρο στις παραπάνω αδυναμίες. Επίσης, χωρίς αυτό να αποτελεί μομφή για τα αγγλικά της - το αντίθετο μάλιστα - αφήνει τη μητρική της γλώσσα να χρωματίσει τις λέξεις και να τους δώσει μια υπόσταση ελληνική. Έχει τεράστια διαφορά το να προσπαθείς να τραγουδήσεις στα αγγλικά και η άγνοιά σου να σε καταντάει καρακιτσαριό, με το να επιλέγεις συνειδητά - αυτό μάλιστα - να μην ακούγεσαι σαν κόπια του μέσου Αμερικάνου.        

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured