Παρότι έχουν κλείσει 9 χρόνια, οι μνήμες της πρώτης ακρόασης του In Colour του Jamie xx και του σοκ που τη συνόδεψε δεν έχουν ακόμα σβήσει. Ήταν ένας δίσκος ποικιλόμορφης electronica, ξέχειλος από εκπληκτικές ιδέες (ο μοναδικός λόγος που ο γράφων το βαθμολόγησε με 8 στην τότε κριτική του είναι ότι το Avopolis εκείνο τον καιρό δεν επέτρεπε δεκαδικά ψηφία στις βαθμολογίες ώστε να λάβει ένα δίκαιο 8,5), ο οποίος μας αποκάλυψε πως ο (ήπιων τόνων) James Thomas Smith ήταν ο πραγματικός δημιουργικός εγκέφαλος του σχήματος στο οποίο ανήκει (The xx).
Έκτοτε πολλά και διάφορα έχουν συμβεί εντός του μουσικού σύμπαντος του τρίο. Το 2017 κυκλοφόρησε ο τρίτος τους δίσκος I See You, το 2022 ακούσαμε την πρώτη solo απόπειρα του Oliver Sim με το Hideous Bastard, ενώ το παράδειγμά του ακολούθησε και η Romy έναν χρόνο αργότερα με το Mid Air. Δίσκοι όλοι τους αξιόλογοι, που όμως δεν κατόρθωσαν να φτάσουν τα δυσθεώρητα ύψη του In Colour.
Τα ευχάριστα νέα είναι ότι το In Waves τους ξεπερνάει και τους τρεις και καταφέρνει και δικαιώνει σε μεγάλο βαθμό την πολυετή αυτή αναμονή. Μέσα από 12 κομμάτια και 44 λεπτά ο δίσκος σερβίρει κατά βάση χορευτική ηλεκτρονική μουσική με κεντρικό άξονα τη house, εμφανείς disco επιρροές, εύστοχο sampling, καλοδουλεμένα transitions και έντονο το fun στοιχείο, καταφέρνοντας παράλληλα να είναι τόσο προσιτός όσο και ο προκάτοχός του, κάτι για το οποίο μάλιστα λοιδορείται από το σνομπ κομμάτι του ηλεκτρονικού κοινού –2024 φτάσαμε, η pop φιλοσοφία έχει παρεισφρήσει παντού και κάποιοι ακόμα αδυνατούν να δεχτούν ότι αυτό δεν είναι εξ’ ορισμού κακό πράγμα.
Το κύριο διαχρονικό γνώρισμα, όμως, της μουσικής του Jamie xx, κάτι που επιβεβαιώνεται και στο In Waves, είναι η ζωντάνια της, η έμψυχη αυτή φύση της, που (ας μας επιτραπεί λίγη ακόμη γκρίνια) έρχεται να βγάλει τη γλώσσα σε εκείνους τους… παλιοροκάδες που δεκαετίες τώρα μας έχουν ζαλίσει τα αυτιά ανακυκλώνοντας το γνωστό, πρωτοεπίπεδο δήθεν αξίωμα ότι η μουσική που παράγεται από υπολογιστή «δεν έχει ψυχή» -λες και οι μαγνήτες της ηλεκτρικής κιθάρας ή τα κυκλώματα των πεταλιών και των ενισχυτών δεν υπακούουν στους ίδιους νόμους του ηλεκτρομαγνητισμού.
Δεν είναι μόνο η έντονη μουσικότητα, τα samples και η συχνή παρουσία της ανθρώπινης φωνής, είναι και κάτι παραπάνω: τα κομμάτια του Βρετανού ζουν και αναπνέουν, έχουν συνειρμική ροή (σχεδόν ακούς τη σκέψη του), έχουν συναισθηματικά σκαμπανευάσματα, όπου η ευφορία διαδέχεται τη μελαγχολία (και το αντίστροφο) σε έναν χορό διαρκούς χαρμολύπης. Όσο προσανατολισμένα είναι στο dancefloor ένεκα της ρυθμικής τους φύσης, άλλο τόσο προσφέρονται για μοναχικές, εσωτερικές ακροάσεις. Ακόμα κι αν κάποια από αυτά ρέπουν ξεκάθαρα προς τη μία πλευρά (πάρτε για παράδειγμα τα πιθανότατα δύο μεγαλύτερα bangers του δίσκου, το “Baddy On The Floor” και το “Life” -αμφότερα υπέροχα), η κατάσταση εξισορροπείται άμεσα από τα follow-up κομμάτια (“Dafofil” και “The Feeling I Get From You” αντίστοιχα), τα οποία φροντίζουν και γειώνουν άμεσα την ενέργεια του δίσκου εκπέμποντας σε συχνότητες εσωστρέφειας.
Το ίδιο φαινόμενο παρατηρούμε να συμβαίνει συχνά και εντός των συνόρων του ίδιου κομματιού. To “Wanna”, που ανοίγει τον δίσκο με το υπέροχο sample από το UK Garage remix του “Never Gonna Let You Go” της Tina Moore, εκλύει την ενέργειά του σε δόσεις˙ ο κάθε του παλμός σβήνει τη στιγμή που εκκινεί ο επόμενος, ξεκαθαρίζοντας στον ακροατή ότι έχει να κάνει με έναν δίσκο χορευτικών κορυφών, ο οποίος όμως απαιτεί από αυτόν να είναι διατεθειμένος να κοντοσταθεί για να νιώσει και την ομορφιά που κατοικοεδρεύει στα οροπέδια της απουσίας του beat. Η club ενδοσκόπηση που ακούει στο όνομα “Breather”, λίγο αργότερα στην tracklist, ξεκινά ως αγχώδης ταχυπαλμία, εξελίσσεται σε σταθεροποιημένη αναπνοή και καταλήγει, έπειτα από τη φράση “breathe in and let go” σε μια εκτόνωση χορευτικής ενέργειας. Στο “Falling Together” πάλι, όλα συμβαίνουν ταυτόχρονα: υπό το διαρκές spoken word της Oona Doherty ξεδιπλώνεται λίγο λίγο ένας ρυθμικός σίφουνας, τον οποίο όμως συνοδεύει η πιο μελαγχολική μελωδικότητα που θα περίμενε κανείς από ένα τέτοιο κομμάτι, θυμίζοντας τα ανάμεικτα συναισθήματα ενός πάρτι που βρίσκεται στο απόγειο της έντασής του, αλλά ξέρεις πως διανύει τα τελευταία του λεπτά πριν ανάψουν τα φώτα.
Αυτές οι ενεργειακές και ψυχικές παλινδρομήσεις του In Waves, πέρα από το ότι νοηματοδοτούν τον τίτλο του, είναι και η όλη ουσία του δίσκου. Πρόκειται για μια ανισόπεδη διαδρομή μέσα από διάφορες πτυχές του ηλεκτρονικού ήχου, με εξάρσεις και περιδινήσεις, εκτονώσεις και συγκινήσεις, η οποία μπορεί να μην αγγίζει την δημιουργική διαύγεια του In Colour, αλλά στο (μακράν) μεγαλύτερο τμήμα της επιτυγχάνει να παραμείνει ερωτεύσιμη. Κι αν έχει –εύστοχα– γραφτεί στον διεθνή Τύπο ότι «παίρνει περισσότερα από την club κουλτούρα από όσα της επιστρέφει», η απάντηση είναι απλή: Ε, και;