Όταν οι Fontaines D.C. μας συστήθηκαν το 2019 με το ωμό και ποιητικό Dogrel, ο μεγάλος και μοναδικός τους έρωτας ήταν η πατρίδα τους Ιρλανδία. Με κάθε επόμενο τους δίσκο έκαναν ένα μικρό βήμα πέρα από τις ρίζες τους - ηχητικά, στιχουργικά, συναισθηματικά. Πλέον με το τέταρτο τους άλμπουμ Romance, η ψυχή τους μοιάζει πιο μακριά από ποτέ από το Δουβλίνο, αλλά το κυνήγι τους για ρομαντισμό, όπως προδίδει ο τίτλος, συνεχίζεται σε νέα, άγνωστα και συναρπαστικά μέρη. “Maybe romance is a place/ for me and you” τραγουδάει με την πιο μελωδική του χροιά ο μεταμορφωμένος στιλιστικά Grian Chatten στο ομότιτλο εναρκτήριο κομμάτι που ηχεί παραπλανητικά ως η πρώτη κωμικοτραγική πράξη ενός εξίσου μεγαλεπίβολου θεατρικού δίσκου -που όμως δεν έρχεται ποτέ ακριβώς σε αυτή την μορφή. 

Όχι, το Romance δεν είναι το περίπλοκο αριστούργημα το οποίο φαντάζεται και εξυμνεί με φοβερή επιμονή και συνέπεια ο διεθνής Τύπος. Δεν θυμάμαι πιο έντονη και μεθοδευμένη μάρκετινγκ στρατηγική κατασκευής ενός μύθου γύρω από την κυκλοφορία ενός δίσκου όσο αυτή που συνέβη με το συγκεκριμένο. Ήδη από την Άνοιξη και το πρώτο, εντυπωσιακό single “Starbuster”, αρχισαν να σκάνε μπροστά μου ένα σωρό άρθρα και συνεντεύξεις γύρω από τις αναφορές, τα ερεθίσματα, τα αφηγήματα και τις πηγές έμπνευσης του δίσκου, που είχαν ήδη διαμορφώσει στο υποσυνείδητο μία πλασματική, θετική προδιάθεση γι’ αυτόν προτού καν τον ακούσω. Η νέα στιλιστική εικόνα των Fontaines D.C, η επιρροή του nu metal από τα βάθη της εφηβείας τους, μερικά τσιτάτα για anime εδώ κι εκεί - ένας σημειολογικός χάρτης που εν τέλει δεν απαντάνται πουθενά ουσιαστικά στην καρδιά του Romance παρά μόνο στην επιμέλεια ενός brand narrative. Όπως δήλωσε και ο Chatten σε μία πρόσφατη, πολυπαιγμένη συνέντευξη στο NME, «Δε νομίζω ότι οι περισσότεροι νοιάζονται πραγματικά για το τι είδους μπάντα είμαστε σε μουσικό επίπεδο. Έχουμε φτάσει σε ένα σημείο όπου έχουμε διαμορφώσει την προσωπικότητα και το χαρακτήρα μας στο βαθμό που έχουν μεγαλύτερη σημασία από τον ήχο μας»... 

Έχοντας προσπεράσει τη μάρκετινγκ θολούρα και έχοντας αποδεχτεί πως ίσως το στυλ υπερτερεί πλέον της ουσίας για τους Fontaines D.C, το Romance ηχεί ως μία φιλόδοξη προσπάθεια των Ιρλανδών να διευρύνουν την μουσική τους έκφραση, έχοντας πλήρη επίγνωση της κρίσιμης θέσης τους ως ροκ εικονοκλάστες της βιομηχανίας. Παράλληλα, η άφιξη του James Ford στην παραγωγή στη θέση του Dan Carey προσδίδει στυλιζαρισμένη λάμψη και αέρα μεγάλης αρένας στις συνθετικές ιδέες της πεντάδας, φανερώνοντας μία πρόθεση και ίσως επιθυμία για το που φαντάζονται να παίζουν τα νέα τους κομμάτια. Με τις εμπορικές βλέψεις να βρίσκουν υποδόρια το δρόμο τους προς τη μουσική, το γκρουπ εξερευνά με δημιουργικό και σουρεαλιστικό τρόπο τις alt rock, shoegaze και brit pop αναφορές του.  

Η τριάδα “Bug”, “Motorcycle Boy” και “Sundowner” στο κέντρο του δίσκου, αλλά και το “Favorite” στο φινάλε είναι ενδεικτικά και κινούνται μουσικά κάπου ανάμεσα στον αστερισμό των Oasis, Blur και Slowdive -σαν μία προσωπική επανερμηνεία των λαμπρών, κιθαριστικών, βρετανικών 1990’s- χωρίς όμως να εντυπωσιάζουν με το πλούτο και την ευρηματικότητα των ιδεών τους. Τα ελεγειακά βιολιά στο “In The Modern World” φέρουν μία μελοδραματική αύρα εποποιίας, για ένα κομμάτι που ακούγεται σαν οι Last Shadow Puppets να το έγραψαν για τη Lana Del Rey, ενώ τα έγχορδα βρίσκονται επίσης σε περίοπτη θέση στο “Desire”, μία δυναμική μπαλάντα φτιαγμένη για μαζικά sing alongs σε ασφυκτικά γεμάτα στάδια. Όσο για το “Starbuster”; Δεν έχει καμία σχέση με nu metal -περισσότερο μοιάζει με το τι θα συνέβαινε αν οι Beastie Boys είχαν γεννηθεί στο Manchester-, αλλά είναι πράγματι το μοναδικό κομμάτι που μοιάζει σαν να ταξίδεψε από το μέλλον του γκρουπ για να προσγειωθεί στο σήμερα. 

Οι Fontaines D.C. στο τελευταίο τους δισκογραφικό βήμα μοιάζουν κάπως σαν να μένουν στον αέρα των αποφάσεών τους: σα να μην ξέρουν αν θέλουν να ολοκληρώσουν την μεταμόρφωση τους σε μπάντα αρένας για τα μεγάλα ακροατήρια, σα να μην θέλουν να αποδεχτούν το κόστος της θυσίας που απαιτείται, σα να βρίσκονται σε μία κρίση ταυτότητας ανάμεσα σε αυτό που νιώθουν πως είναι και σε αυτό που θέλουν (ή πρέπει;) να γίνουν. Δεν είναι τυχαίο πως ακούγονται πιο άνετοι στα “Death Kink” και “Horseness is The Whatness”: στο πρώτο γκαζώνουν σαν τις παλιές καλές μέρες και στο δεύτερο εμπνέονται από τον εθνικό τους ήρωα James Joyce για το πιο τρυφερό και ιρλανδικό κομμάτι του δίσκου. Το μέταλλο των Fontaines D.C είναι για πολύ μεγάλα πράγματα και άλλωστε για εκεί προορίζονται -συμβαίνει ήδη. Θα πρέπει όμως να θυμηθούν από που προέρχονται για να μην ξεχάσουν που θέλουν πραγματικά να πάνε.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured