Αυτό το indie το καημένο, που τόσες φορές το έχουμε πιάσει στο στόμα μας –και δικαίως– για να το λοιδορήσουμε για την παρακμή στην οποία έχει περιέλθει τα τελευταία χρόνια, ώρες ώρες αποφασίζει να σοβαρευτεί. Και όταν το κάνει, όλοι εμείς οι περιφρονούντες ψάχνουμε τρύπα να κρυφτούμε, αλλά κατά βάθος χαιρόμαστε για το γεγονός ότι η μουσική με την οποία γαλουχηθήκαμε είναι ακόμα ικανή να συναρπάζει –κι ας ακυρώνει το αφήγημα μας, χαλάλι.
Είτε το αντιμετωπίσεις ως indie δίσκο, είτε ως singer-songwriter (κολλάει και στις δύο κατηγορίες), το the record είναι εκπληκτικό. Κι όσο περνάει ο καιρός και καταλαγιάζει το hype (κυκλοφόρησε τον περασμένο Μάρτιο), η επίγευσή του θυμίζει δίσκους που σε προκαλούν να επιστρέφεις σε εκείνους για χρόνια, επιζητώντας την ευχάριστη θαλπωρή μιας οικειότητας που αρνείται να πιάσει σκόνη.
Το the record είναι το απόλυτο μουσικό παράδειγμα του «ισχύς εν τη ενώσει». Τα τρία υψωμένα άκρα στο εξώφυλλο ανήκουν στις τρεις συνδημιουργούς του (Phoebe Bridgers, Julien Baker, Lucy Dacus), κάθε μία από τις οποίες έχει καταθέσει στο παρελθόν ενδιαφέρουσες δουλειές, πλην όμως ποτέ τόσο ολοκληρωμένες όσο το παρόν άλμπουμ (μοναδική εξαίρεση το θαυμάσιο Punisher της Phoebe Bridgers, το οποίο μην έχετε καμία αμφιβολία ότι θα φιγουράρει ψηλά στις επερχόμενες mid-decade λίστες που θα αρχίσουν να δημοσιεύονται στα μέσα του 2024). Κι αν το ομώνυμο EP που κυκλοφόρησαν οι τρεις τους το 2018 είχε προϊδεάσει για την καλή μεταξύ τους χημεία, εδώ τα πράγματα έχουν αλλάξει πίστα εντελώς.
Το the record δείχνει τις διαθέσεις του από νωρίς. Αφού τα τρία κορίτσια ζεστάνουν τις φωνητικές τους χορδές σε μια σύντομη a capella εισαγωγή με υπέροχες φωνητικές αρμονίες, αρχίζει ένα σερί από έξοχες συνθέσεις που αργεί εντυπωσιακά να σπάσει. Με κέντρο βάρους άλλοτε τον ηλεκτρικό ήχο και τη rock ρυθμολογία (“$20”, “Not Strong Enough”, “Satanist”), άλλοτε την ακουστική, folky ζεστασιά (“Emily I’m Sorry”, “Cool About It”, “Revolution 0”) και άλλοτε κάτι στο ενδιάμεσο (“True Blue”), ο δίσκος αραδιάζει αβίαστα εθιστικές μελωδίες και καλογραμμένους στίχους, ενώ η παραγωγή και η ενορχήστρωση έχουν φροντίσει ώστε να ακούγονται όλα όπως και όσο πρέπει. Παρότι οι συνθέσεις είναι συνυπογεγραμμένες και από τις τρεις μουσικούς στα χαρτιά, όσοι είναι εξοικειωμένοι με τις solo δισκογραφίες τους είναι σε θέση να μαντέψουν ποια έχει συνεισφέρει περισσότερο σε κάθε σύνθεση, αλλά αυτό σε καμία περίπτωση δεν αφαιρεί κάτι από την αξιοσημείωτη συνοχή του δίσκου: το ύφος της γραφής της κάθε μιας κουμπώνει άψογα με εκείνο των υπολοίπων δύο.
Το άλλο που αξίζει να σχολιαστεί είναι το γεγονός ότι τα κομμάτια του the record πατούν ως επί το πλείστον σε συμβατικές δομές τραγουδοποποιΐας, χωρίς να ηχούν επ’ ουδενί μπαγιάτικα. Εδώ δεν θα βρείτε αφηρημένα indie νιαουρίσματα, εναλλακτικές δηθενιές ή ημιτελείς συνθέσεις που αιωρούνται στο κενό˙ θα βρείτε κομμάτια στρωτά με αρχή, μέση και τέλος, με κουπλέ και ρεφρέν, με στιβαρές μελωδίες που ηχούν γειωμένες και συνειδητοποιημένες. Μιλάμε για γραφή «ορθόδοξη» και «καθολική», η οποία μπορεί προσεγγίσει τον καθένα, αλλά ενίοτε και «αιρετική», τουλάχιστον αρκετά ώστε να προσδώσει την αναγκαία φρεσκάδα στο όλο ηχογράφημα.
Αν εξαιρέσουμε μεμονωμένες αδύναμες στιγμές στο δεύτερο μισό της tracklist, οι οποίες κρατούν τον δίσκο πίσω (και του αφαιρούν και μισή μονάδα στη βαθμολογία, αν θέλετε), το the record αποτελεί μια εξαιρετικά συμπαγή συλλογή κομματιών, η οποία χρησιμοποιεί γνώριμα υλικά, τα αναμειγνύει σε ιδανικές δοσολογίες και τα σερβίρει με έμπνευση και ψυχή. Έρχεται για να τονώσει το ενδιαφέρον όχι μόνο για το είδος στο οποίο υπάγεται, αλλά και για τη δισκογραφία του 2023 συνολικά. Και βέβαια, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, τις επόμενες εβδομάδες θα αναδειχθεί ως ένας από τους κορυφαίους δίσκους της χρονιάς.