Αμφιταλαντεύομαι ακόμη και τώρα για το αν αξίζει τον κόπο να ενταχθεί στο παρακάτω κείμενο, το σκέλος και η κουβέντα των ακροατών περί αντισημιτισμού, η οποία πρόεκυψε από τις ρίμες του Jay Electronica στο κομμάτι “Balloons”. Αδυνατώ να αντιληφθώ, ιδίως σε ένα δίσκο που τα λόγια επιστεγάζουν το αξιακό του περιεχόμενο, με ρίμες αντιφατικές, αυτοκριτικές, δίχως δασκαλίστικο στόμφο, πώς τελικά κάποιος, ολοφάνερα σπατάλησε τα 31 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα της ακρόασής του, χωρίς να βαστήξει δράμι από το flow της Noname. Ταυτόχρονα, είναι ευκολότερο να αιτιολογήσεις ως φυσικά συνεπακόλουθα τις όποιες παρείσακτες αναγνώσεις, οπότε κι η ίδια η Fatimah Nyeema Warner μάλλον θα αισθάνεται ικανοποιημένη με τους στόχους και το ξεσκαρτάρισμα.
Από τον Amiri Baraka και τους Last Poets έως τον James Baldwin και τη Little Simz, πάνω στα γραφόμενα, στα τραγούδια και στους λόγους τους, πάντοτε θα αιωρείται ένα προτεταγμένο λευκό δάχτυλο που είτε με ιντελεκτουέλ πραότητα, είτε με άκρατο φανατισμό, εκφέροντας γνώμη για τα όρια της αφροκεντρικής έκφρασής τους, επιδιώκοντας την «ευγενική» ή μη επιβολή αυτής. Η Noname μελετημένα μα και αυθόρμητα, από την επιλογή αυτού του ψευδώνυμου που αποκλείει την κατηγοριοποίηση, μέχρι τις slam poetry αναπαραστάσεις στους στίχους της, έχει κατορθώσει να παραδώσει ένα hip hop δίσκο που ενώ τίποτε δε φαίνεται αφημένο στην τύχη του, έχει ριζωμένο έναν τέτοιο αυθορμητισμό με βαθιά επίγνωση της καθολικής τελικής ανυπαρξίας.
Είναι ζωτικής σημασίας ο σύνθετος λόγος που εκφέρει, μα και συγκρουσιακά εφήμερος καταπώς διαρκεί ένας διάλογος. Ίσως αυτή η προσέγγιση να απαντά -πέραν του τυπικά και οικονομικά πρακτικού - στο γεγονός της μη φυσικής κυκλοφορίας του Sundial, του τρίτου δίσκου της Noname, πέντε χρόνια μετά το Room 25. Αυτή η digital αυτοέκδοση, που δεν τιτλοφορήθηκε “Factory Baby” όπως είχε ανακοινώσει το 2019, πέρασε από σαράντα κύματα, μέχρι την αυγουστιάτικη παρουσίασή της, με εμπράγματο promo ένα block party στο Chicago, τον τόπο της, έξι ημέρες μετά.
“Go, Beyonce, go/ Watch the fighter jet fly high/ War machine gets glamorized/We play the game to pass the time”. Περιδιαβαίνουμε τους στίχους στα 11 κομμάτια. Από την κριτική και την αφροφεμινιστική χειραφέτηση, στις μύχιες εξομολογήσεις των ίδιων μικροαστικών κόμπλεξ. «Το νοίκι είναι άραγε πληρωμένο;», «ο πρώτος μαύρος πρόεδρος δεν ήταν αυτός που μας πέταγε βόμβες;», η commercial δίψα για τα ευπώλητα μουσικά τραύματα και «ο διάβολος που κρύβεται σε κοινή θέα», ανάμεσα στη Wakanda και το σταράτα καυλωτικό “Boomboom”. Τη στιγμή που χλευάζει ένα κόκκινο χαλί, στην αμέσως επόμενη γωνία, έχει ήδη ομολογήσει τη δίψα να γίνει η πρώτη στον rap βάθρο.
;
«Ο κόσμος λέει πως σε αγαπά αλλά στα αλήθεια δεν αγαπά το πρόσωπο που έχει μπροστά του, αλλά την "ενδεχόμενη δυνατότητα" αυτού» μας λέει το κορίτσι που μεγάλωσε μέσα στις ντάνες του αφροκεντρικού βιβλιοπωλείου που έτρεχε η μαμά της (χωρίς να δηλώνει βιβλιοφάγος), μα και στους δρόμους έξω από αυτό. Οι Jimetta Rose and the Voices of Creation, Eryn Allen Kane, Jay Electronica, Ayoni, Silkmoney, Billy Woods, Stout και Common, συμπαραστέκονται ισάξια στα κομμάτια αυτού του δίσκου, στη Fatimah, σε αυτό που μπορεί να δει κανείς τώρα μπροστά του και στα ενδεχόμενα που ελεύθερα θα υποθέσει.
Η Noname λέει ό,τι σκέφτεται μεταξύ φωτός και σκοταδιού, παλεύει με τα ερωτήματα, δεν έχει όλες τις απαντήσεις κι έφτιαξε το Sundial ώστε να το αφήσει γρήγορα πίσω, με σκοπό να ψάξει νέα beats. Δε θα υποκριθεί, δε θα παίξει με τα αρχετυπικά rap πρότυπα, εν ολίγοις δεν πρόκειται να κάτσει στα αυγά της, θα ψάξει μέχρι να βρει το χώρο και τα μέσα ώστε να συνεχίσει.