Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που απαγορευόταν να χορεύουμε κάπου έξω μαζί με άλλους ανθρώπους, αλλά πλέον υπάρχουν στιγμές που αυτός ο εφιάλτης μοιάζει σαν να άνηκε σε μία άλλη ζωή. Το ντεμπούτο της περουβιανής Sofia Kourtesis (με ελληνικές ρίζες, όπως μαρτυρά το ονοματεπώνυμο) ηλεκτρίζει ακαριαία την σωματική μνήμη και προκαλεί ένα αίσθημα βαθιάς ευγνωμοσύνης που αυτή η εποχή έχει παρέλθει για τα καλά (ελπίζω). Φαντάζομαι τον δίσκο να παίζει στα ηχεία της πόλης και να λειτουργεί ως ένα κάλεσμα για μία από κοινού, τεράστια γιορτή που εξαπλώνεται σε κάθε της άκρη - ναι, τόση είναι η ευφορία αλλά και η δύναμη της αλληλεγγύης που εκχυλίζεται από το Madres.
Ο δίσκος είναι βιωματικός, όπως άλλωστε και όλες οι δουλειές (EPs και remixes) της νοτιοαμερικανίδας. Και το βίωμα καθ’όλη την διάρκεια του δίσκου μπορεί να συνοψιστεί ως μία προσπάθεια της παραγωγού ηλεκτρονικής μουσικής να ενώσει τα διάφορα νήματα που συνδέουν τη ζωή της με τον υπόλοιπο κόσμο για να αφηγηθεί τελικά βαθιά προσωπικές ιστορίες. Για παράδειγμα, ο τίτλος του μυστηριακού “Vajkozy”, προέρχεται από τον Peter Vajkozy, το νευροχειρούργο που έσωσε τη ζωή της μητέρας της και ως ευχαριστώ τον πήγε στο φημισμένο Berghain. Σε ένα άλλο highlight του δίσκου, το "Estación Esperanza" η Kourtesis αποτυπώνει ηχητικά εκείνη την ημέρα που κατέβηκε σε μία αντιομοφοβική διαμαρτυρία στη Λίμα, ρεμιξάροντας με ιδιοφυή τρόπο τον λατίνο ήρωα Manu Chao και το “Corazon” του, με το αποτέλεσμα να είναι τόσο περίεργο όσο και απολαυστικό.
Αυτή η βιωματική αγκαλιά της Kourtesis μεταφράζεται και μουσικά, καθώς η ίδια μπορεί να έχει ως ηχητική βάση την λατινογενή house αλλά φροντίζει να συγκεράσει με σπάνια ισορροπία την art-pop, την cumbia, την κεντρικοευρωπαική techno και την ambient, οχι μόνο στον ίδιο δίσκο, αλλά συνδυασμούς όλων των παραπάνω ακόμη και σε ένα μόνο κομμάτι. Το “Funkhaus” ξεκινάει με την μαθηματική φόρμουλα του Floating Points και καταλήγει στις πιο απόκρυφες γωνίες της δισκογραφίας του Nicolas Jaar, ενώ το “Moving Houses” είναι μία ambient pop προσευχή που θα μπορούσε να βρίσκεται το ίδιο αρμονικά και σε κάποιον lo-fi κιθαριστικό δισκο.
Ωστόσο, τα τρία κομμάτια που συλλαμβάνουν καλύτερα την ψυχή του δίσκου και λειτουργούν ως ομάδα, είναι τα “How Music Makes You Feel Better”, “Cecilia” και “El Carmen”. Ο αισθησιακός cumbia ρυθμός γίνεται ένα με house μελωδίες υψηλού συνθετικού IQ, και οι ενδορφίνες χτυπάνε κόκκινο όσο σε ελάχιστες, άλλες μουσικές στάσεις αυτής της χρονιάς. Η μαγεία του Madres, αφιερωμένο στη μητέρα της Kourtesis, βρίσκεται στη δύναμη της σύνδεσης και της συλλογικής εμπειρίας που ξεκινάει από την επιθυμία του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά να «συναντήσει» τον διπλανό του. Και, όπως ο δίσκος υπενθυμίζει συνεχώς στο σώμα, θα πρέπει να την απολαμβάνουμε γιατί δεν είναι καθόλου δεδομένη.