Ακούγοντας σε βάθος τη δεύτερη, προσωπική δουλειά της Phoebe Bridgers γίνεται γρήγορα αντιληπτό πως η νεαρή Αμερικανίδα διαθέτει ένα μοναδικό χάρισμα, που είναι και κατάρα ταυτόχρονα: στις οριακές, συναισθηματικές στιγμές της ζωής της μπορεί να βγει από το σώμα της, να αποστασιοποιηθεί από αυτές και να τις παρατηρήσει από μία γωνία τη στιγμή που συμβαίνουν. Και μετά, να γράψει μουσική βασισμένη σε αυτές. Είναι μία ένδειξη συναισθηματικής ευφυΐας που βοηθάει την ίδια να καταλάβει ακριβώς πως νιώθει για όλα όσα συμβαίνουν στη ζωή της σχεδόν σε πραγματικό χρόνο. Όμως, από την άλλη, χάνει από τον αυθορμητισμό και την ελαφράδα της ζωής, όταν δεν ξέρει πως πατάμε off στο διακόπτη της αυτό-υπερανάλυσης.
Το κέρδος, φυσικά, αποτυπώνεται στις δουλειές της. Χωρίς τον παραπάνω μηχανισμό, η Bridgers δεν θα ήταν σε θέση να γράψει μουσική με τέτοια αυτεπίγνωση και λεπτομέρεια. Μην ξεγελιέστε όμως: η εσωστρεφής, folkish-indie αισθητική που έχει χτίσει δεν είναι ένδειξη ψυχικού κλεισίματος, αλλά ανοίγματος. Είναι ο μοναδικός τρόπος της μουσικού να καταγράψει με πνευματική ευκρίνεια και συναισθηματική διαύγεια, όλα όσα χάνει στη στιγμή, και τελικά να αφήσει αυτές τις σκέψεις να επιπλεύσουν στο άπειρο. Στο Punisher, ειδικά, σκάβει ακόμη πιο βαθιά σε αυτά τα εσωτερικά αυλάκια μέχρι να φτάσει στις αλήθειες της, ενώ, παράλληλα, ανοίγει και διευρύνει την ηχητική της παλέτα. Αυτή η συνδυαστική, προσεγμένη εξόρμηση προς νέους προορισμούς, ηχητικούς και λυρικούς, μεγεθύνει το μουσικό σύμπαν της Bridgers, προσφέροντας της μία διακριτή ταυτότητα μέσα στον ορυμαγδό indie μουσικών που άγονται και φέρονται χωρίς να είναι εμφανής η προσωπική τους σφραγίδα.
Ο ελέφαντας στο δωμάτιο του Punisher, είναι ο Elliott Smith. Το φάντασμα του αιωρείται παντού και γίνεται πασιφανές πως αποτελεί ήρωα και πρωταρχικό ερέθισμα στο μουσικό λεξιλόγιο της Bridgers -κάτι, άλλωστε, που ούτε η ίδια το κρύβει. Το ζήτημα είναι πως καταφέρνει να οικειοποιηθεί με φυσικό τρόπο αυτή την αναφορά-ακρογωνιαίο λίθο για την ίδια, να την πάει σε νέα μέρη και να την ανακατέψει με άλλα στοιχεία. Η υπόγεια, ψυχεδελική συνιστώσα στο “Garden”, το πιο ευθύβολο indie pop-rock κομμάτι που έχει γράψει, το “Kyoto”, η ελεγειακή αλά Sufjan Stevens κατάληξη του “Halloween”, η βιολιστική «εντεχνίλα» του “Savior Complex”, είναι όλα δείγματα καλλιτεχνικής ωρίμανσης και εξέλιξης, στην οποία έχουν βάλει το χεράκι τους οι διάφοροι συνεργάτες της Bridgers σε άλλα projects, όπως ο Conor Oberst, η Lucy Dacus, η Julia Baker και ο Blake Mills. Στη τελική σούμα, όμως, καταφέρνει να φέρει όλες τις επιρροές της κάτω από την ίδια αισθητική στέγη, ακόμη αν υπάρχουν και αστοχίες όπως η φλου, indie θλίψη του “Moon Song” και η ξύλινη επικότητα του “ICU”.
Ωστόσο, είναι το τελευταίο τραγούδι του δίσκου, το “I Know The End” που βάζει στο σωστό πλαίσιο και δίνει νόημα στον υπόλοιπο κορμό τραγουδιών. Είναι το ιδανικό, το απόλυτο λυτρωτικό φινάλε: μετά από 35 λεπτά εσωτερικής πάλης, έρχονται άλλα 5 γεμάτα με εικονοπλαστικούς στίχους από κύματα, βράχους και ηλιοβασιλέματα για να καταλήξουν σε ένα χείμαρρο από τρομπέτες, ουρλιαχτά και απελευθερωτικά δάκρυα πίσω από αυτά. Είναι η μουσική σωματοποίηση του ψυχικού αγώνα της Bridgers, είναι η έκρηξη και το άδειασμα που αναζητά. Είναι επίσης η αντιπροσωπευτική στιγμή μίας μουσικού που ήρθε για να μείνει.