Μπορεί να είναι η πιο παραγωγική της περίοδος -τα τελευταία αυτά δύο χρόνια της πανδημίας- και να βρίσκεται στο ζενίθ εκτίμησης και δημοφιλίας στους indie κύκλους, αλλά αυτό το διάστημα η Angel Olsen ελάχιστα μας έχει απασχολήσει για δικό της, νέο, υλικό. Με το All Mirrors του 2019 (κριτική εδώ), η τραγουδοποιός από το Μιζούρι επιχείρησε να ολοκληρώσει τη μεταστροφή από το μίγμα μιας indie ακουστικής τραγουδοποιίας με παραδοσιακές αμερικανικές καταβολές, σε ένα συνθετικό-ηλεκτρονικό κέλυφος με συμφωνικές πινελιές. Εντούτοις, μη γελιόμαστε, σ' αυτόν τον ωκεανό χαρμολύπης και εσωστρεφούς, νεφελώδους, ελαφρώς retro και με synth ανησυχίες indie rock, χωρούσαν όλος ο πόνος και τα βασανισμένα και σπαρακτικά φωνητικά για βαθιά προσωπικούς στίχους εμπνευσμένους από έναν (επώδυνο) χωρισμό. Που έφερνε μαζί του και ένα ιδιότυπο κυνισμό.
Από τότε, επανήλθε το 2020 με το Whole New Mess (κριτική εδώ), όπου και παρουσίασε αυτά τα τραγούδια στην εκδοχή που δεν περιλάμβανε τον ορχηστρικό τους πλούτο, ένα box set με σπάνια πριν από λίγους μήνες, αλλά και το πανέμορφο ντουέτο με την Sharon Van Etten “Like I Used To”. Με τη φόρα αυτή, λοιπόν, και με σαφώς ανεβασμένη διάθεση, ξαναχτυπά, (πάλι) όχι με νέο υλικό, αλλά με ένα EP διασκευών σε πέντε hits των '80s.
Η ίδια είναι ειλικρινής και δεν θα περιμέναμε ότι έχει ζήσει από πρώτο χέρι αυτές τις εποχές, για να προσπαθήσει να μεταφέρει από αυτά και αυτές κάτι που πατάει σε αναμνήσεις. Αντίθετα, τα αντιμετωπίζει με όσο θράσος αποδόμησης θα είχε κάποιος που τα έχει ακούσει, όπως η ίδια λέει, σε οικογενειακές συγκεντρώσεις (με θείους και θείες που ξανανιώνουν) ή ψωνίζοντας σε σούπερ μάρκετ. Παρότι δεν υπάρχει ίχνος ειρωνείας ή μεταμοντέρνας πρόθεσης, αλλά μόνο η αθώα ματιά μιας διασκεδαστικής γι' αυτήν ερμηνείας που μόνο οι παλιότεροι μπορούν ελεύθερα να χαρακτηρίσουν ισοπεδωτική ή αποδομητική (η ίδια αναφέρει ότι ήθελε απλώς να διασκεδάσει και να γίνει ελαφρώς πιο αυθόρμητη), εδώ τα πάντα υπηρετούν το αισθητικό ζητούμενο που φαινόταν αρκούντως ελκυστικό στο All Mirrors. Το tempo συνήθως πέφτει, η συναισθηματική πυκνότητα των κομματιών ενισχύεται, σε σημείο που αποτυγχάνει όταν από κάτω δεν υπάρχει κάτι. Και οι όποιες πολυπλοκότητές τους, καλά κρυμμένες στις (τότε) χορευτικές ποπ παραγωγές τους, έρχονται στην επιφάνεια. Όταν υπάρχουν.
Η "σκοτεινή" και αλά Badalamenti διασκευή, για παράδειγμα, του "Gloria", που ερμηνεύτηκε αρχικά από τον ιταλό ποπ τραγουδιστή Umberto Tozzi, αλλά έγινε τεράστια διεθνής επιτυχία από τη Laura Branigan, επιβραδύνει τα BPM. Synth, έγχορδα, εφέ και αέρινα φωνητικά το φέρνουν στα δικά της μέτρα. Η διασκευή της στο "Eyes Without A Face", όμως, δεν χρειάζεται δομικές αλλαγές για να φτάσει στην αισθητική των Beach House.
Τα δύσκολα έρχονται όταν παλεύει να δώσει στο "Safety Dance" των Men Without Hats μουσικό περιεχόμενο διαφορετικό, αλλά και νόημα απελευθέρωσης στην εποχή των περιορισμών και των lockdown. Το πρωτότυπο αφορά την εκδίωξη από τα clubs για... pogo dancing, αλλά αυτό το σοβαρεύει, καθώς, όπως αναφέρει η ίδια: «Ένιωσα ότι θα μπορούσε να ερμηνευτεί ξανά αυτή η περίοδος καραντίνας και ο φόβος να βρεθώ κοντά σε οποιονδήποτε ή να διασκεδάσω πάρα πολύ. Με έκανε να αναρωτηθώ, είναι ασφαλές να γελάω ή να χορεύω ή να είμαι απαλλαγμένη από όλα για μια στιγμή;». Δεν υπάρχει τίποτα που να συνιστά ενδιαφέρουσα αυτού του τύπου τη μεταμόρφωση για ένα διασκεδαστικό electropop τραγούδι που δεν παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό του.
Το "If You Leave" των OMD είναι μια καλή επιλογή γι' αυτή την ιδιωματική προσέγγιση και εκφορά της synth/dream pop φόρμας. Και το "Forever Young" των Alphaville ακολουθεί τη συνταγή του "Gloria". Κλείνει αυτή τη δουλειά στοιχειωτικά αρχικά και στη συνέχεια θριαμβευτικά, με την ίδια να εφαρμόζει τόσο εδώ, όσο και στο All Mirrors του 2019, τις ορχηστρικές και synth κορυφώσεις στο τέλος.
Αυτό που φαίνεται, βέβαια, σε όλο το EP, είναι ότι παρά την ευανάγνωστη πυκνότητα των εφέ, τις διαστρεβλώσεις, το δικό της συμφωνικό-synth-pop χωνευτήρι με dark καταβολές, αλλά και τα αέρινα, απόκοσμα -και όχι τόσο ζεστά όσο στις πρώτες της δουλειές- φωνητικά, από το πρωτότυπο υλικό δεν φαίνεται να αφήνει τον ρομαντισμό. Τον ρουφάει ολόκληρο και με τη βοήθειά του δεν εξερευνά μόνο την πιο ατμοσφαιρική και ονειρική πτυχή των κομματιών, αλλά τον χρησιμοποιεί για μια πιο βατή δική της συμπόρευση προς κάτι πιο γήινο και (επιτέλους) διασκεδαστικό, που φαίνεται ότι πλέον έχει ανάγκη. Το αν είναι καλύτερα ή χειρότερα καλλιτεχνικά σε μια περίοδο που αισθάνεται πιο χαλαρή και όχι με αβάσταχτο συναισθηματικό βάρος, θα το δείξει το επόμενο κανονικό άλμπουμ. Προς το παρόν, μπορούμε να σημειώσουμε 2-3 στιγμές που ευχάριστα θα προσθέταμε σε φθινοπωρινές λίστες για τα πιο χαλαρά σαββατιάτικα απογεύματα. Κι αυτό -γι' αυτήν και για εμάς- φαίνεται αρκετό.