Οχτώ μόλις χρόνια από τη διάλυση των Supergrass, η εποχή που η μπάντα μεσουρανούσε, τότε που τα I Should Coco (1995) και In It For The Money (1997) καβαλούσαν το σαρωτικό κύμα της britpop, μοιάζει πια απίστευτα μακρινή. Και δύσκολα θα βρει κανείς καλύτερο μέτρο της απόστασης αυτής από το νέο, 3ο στη σειρά, σόλο άλμπουμ του ηγέτη εκείνης της παρέας, του Gaz Coombes.
Τα τέλη των 1990s ήταν, αν μη τι άλλο, μια εποχή όπου όλα έμοιαζαν ακόμα ξεκάθαρα και καλά διαχωρισμένα. Τα τέλη των 2010s, πάλι, φαίνεται να τα έχουν όλα μπερδεμένα, όλα έτοιμα προς αναθεώρηση και επαναδιαπραγμάτευση. Και το World’s Strongest Man, με τον «δεν είναι αυτό που νομίζεις» τίτλο του και το φτιαγμένο από ετερόκλητα υλικά ηχητικό του χαρμάνι, φιλοδοξεί να αποτελέσει αντικατοπτρισμό της όλης αίσθησης, μα και να λάβει μέρος στη συζήτηση επί ενός καυτού και επίκαιρου θέματος. Σύμφωνα δηλαδή με δηλώσεις του δημιουργού, τα νέα τραγούδια εμπνέονται από το Blonde του Frank Ocean και το χιπ χοπ, από τους Neu, από το καλιφορνέζικο χασίσι, κι από την ανάγνωση του βιβλίου The Descent Of Man που έγραψε ο Grayson Perry.
Όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα, τα πράγματα δεν έχουν ακριβώς όπως παρουσιάζονται. Παρότι η προαναφερθείσα κάβα επιρροών μοιάζει αληθινή (μπορείς να ανιχνεύσεις και ψυχοτρόπες «ουσίες», και γερμανόφερτες ρυθμοτεχνικές, αλλά και δειγματοκεντρική λογική στον ήχο), ο Coombes μοιάζει να έχει αποσιωπήσει δύο άλλες σημαντικές επιδράσεις στο νέο του πόνημα: τη «λεννονική» πτέρυγα της μπητλικής παρακαταθήκης και τη μιλένιουμ-κεντρική αγχώδη διαταραχή των Radiohead. Ενδεχομένως ο καλλιτέχνης να μη θεωρεί απαραίτητο να αναφέρει πράγματα που θεωρούνται δεδομένες αναφορές για τη γραφή του, όμως εδώ είναι πολλές φορές τόσο έντονη η ροπή του προς τις προαναφερθείσες σχολές, ώστε επισκιάζονται όλα τα υπόλοιπα.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, ο εν λόγω δίσκος (αλλά και η παρούσα κριτική, εδώ που τα λέμε) θα μπορούσε να εκφυλιστεί σε μια άναρχη παρέλαση από αναφορές και φόρους τιμής –πράγμα που και πάλι θα μπορούσε να αποτελέσει αντιπροσωπευτικό αντικατοπτρισμό του zeitgeist, σίγουρα όμως δεν θα είχε ως αποτέλεσμα ένα ενδιαφέρον άλμπουμ. Ο σκόπελος αυτός αποφεύχθηκε, στο παρά τρίχα έστω, εξαιτίας κυρίως της προσωπικότητας του Coombes. Ο οποίος διαθέτει αρκετή από δαύτη, ώστε να μην ξεπέφτει σε στείρα αναπαραγωγή στυλ: οι μελωδίες του έχουν χαρακτήρα (οι στίχοι του ίσως όχι τόσο) και η χαρακτηριστική φωνή του εξακολουθεί να λειτουργεί ως ισχυρή ταυτότητα και πεδίο συμφιλίωσης των διαφορετικών διαθέσεων και τρόπων που επιχειρεί να οικειοποιηθεί εδώ.
Για δίσκους σαν και τον εν λόγω, συνηθίζεται να γράφεται ότι χρειάζονται πολλές ακροάσεις για να μπεις στο νόημα. Όμως η αλήθεια είναι ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, για όσες φορές όντως υπάρχει κάποιο νόημα για να πιάσεις, υπάρχουν άλλες τόσες όπου αυτό απλώς απουσιάζει. Θεωρώ πως η πλειονότητα των 11 τραγουδιών του World’s Strongest Man ανήκουν στην πρώτη περίπτωση, όμως έχει το μερίδιό της και η δεύτερη. Το “The Oaks”, για παράδειγμα, αν το απογυμνώσεις από το όλο ηχητικό του περιτύλιγμα, απομένει αδύναμο. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για το “Weird Dreams”, το οποίο έχει απλώς μια ατμόσφαιρα να μεταφέρει και σχεδόν τίποτε άλλο. Από την άλλη, τραγούδια σαν τα “Wounded Egos”, “Walk The Walk” και “Deep Pockets” συνδυάζουν ουσιαστικό περιεχόμενο με ενδιαφέρουσες ενορχηστρωτικές ιδέες, πείθοντας ότι ο δημιουργός τους παραμένει ικανός να συναρπάσει.
Είναι μόλις 42 χρόνων ο Gaz Coombes, πολύ νέος δηλαδή για να κάτσει από τώρα στ’ αυγά του. Η απόπειρά του να πάει κάπου αλλού με τον νέο του δίσκο μπορεί να μην στέφεται από απόλυτη επιτυχία, όμως μαρτυρά ότι ως καλλιτέχνης διαθέτει τις ποιότητες εκείνες ώστε να διαχειριστεί νέα (για τον ίδιο) μέσα, χωρίς να τον καταπιούν αδιέξοδες λογικές. Μπορεί τα όσα έχει να πει για τον «νέο ανδρισμό», ενόψει και των εξελίξεων γύρω από τα κινήματα Me Too και Time’s Up, να μην είναι ακριβώς συγκλονιστικά, μπορεί επίσης να προκύπτει αρκετά άνισο το αποτέλεσμα· όμως η όλη προσπάθειά του στο World’s Strongest Man θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να οδηγήσει σε μια αναγέννησή του στη συνέχεια, δεδομένων και των προηγούμενων δίσκων που κατέθεσε στη μετα-Supergrass εποχή.
Μπερδεμένη η εποχή, μπερδεμένοι και οι καλλιτέχνες... Αλλά περιπτώσεις σαν του Gaz Coombes δεν είναι να τις φοβάσαι.
{youtube}cOjUMlO7jDw{/youtube}