Τα καλά νέα που έρχονται με το Carry Fire δεν αφορούν απλώς την ποιότητα του περιεχομένου του, αλλά κυρίως το ότι ο Robert Plant συνεχίζει να κυκλοφορεί καλή μουσική λίγο πριν τα 70 του χρόνια, με την όρεξη ενός 20χρονου που μόλις ανακαλύπτει τη χαρά της μουσικής και τις απέραντες δυνατότητες της μελωδίας.
Η ιστορία έχει κατατάξει πλέον τους Led Zeppelin εκεί που τους αξίζει, απ’ τη στιγμή που τα μνημειώδη τους άλμπουμ αφέθηκαν ελεύθερα στην ιονόσφαιρα. Όσα βιβλία και άρθρα ήταν να γραφτούν γι’ αυτούς, γράφτηκαν. Η καταξίωση ήρθε με το παραπάνω. Ο Plant εξακολουθεί λοιπόν πεισματικά να αντιστέκεται στη στείρα παλαιοντολογία και να αρνείται αμύθητες αμοιβές για την επανασύνδεσή τους. Δεν νιώθει άνετα να αναμασά το φορτίο του παρελθόντος με πρακτικές νοσταλγίας και δεν θέλει να ακούγεται σαν ανθρώπινο juke-box για γιγαντοπεριοδείες της μεσόκοπης καραφλοχαίτης. Προτιμά να εμπνέεται από τα Ομιχλώδη Όρη του Τόλκιν, να διασχίζει μουσικά τις ανοιχτές πεδιάδες των Μεσοδυτικών Πολιτειών, να ατενίζει τις φυτείες του Μισισίπι, να εξερευνά τη folk παράδοση που κρύβουν τα Απαλάχια, να σαγηνεύεται από τα blues της ερήμου.
Αυτός είναι ο 11ος προσωπικός δίσκος του Χρυσού Θεού του ροκ της δεκαετίας του 1970, χωρίς να μετράω το άλμπουμ με την Alison Krauss και τα δύο συνεταιρικά με τον Page. Τον Plant συνοδεύει εδώ το συγκρότημα Sensational Space Shifters, το οποίο ήταν μαζί του και στο εξαιρετικό Lullaby Αnd… The Ceaseless Roar (2014). To Carry Fire προσφέρει μια αναζωογονητική βουτιά στα σπλάχνα της βρετανικής folk και των αμερικάνικων blues, για ένα κοινό που θέλει «ακούσει» και όχι να «θαυμάσει».
Ο Plant ερμηνεύει με την καρδιά του τραγούδια όπως το “New World” και το “Bones Οf Saints” και τα απολαμβάνει, δεν τα απογειώνει με κραυγές και πόζες απ’ την ανθολογία του φωτογενούς μύθου του. Ακούστε τον πόσο ανθρώπινα και αλάνθαστα διασκευάζει το “Bluebirds Over Τhe Mountain” παρέα με τη διακριτική συμμετοχή της Chrissie Hynde στα φωνητικά, ένα τραγούδι που γράφτηκε το 1958 απ’ τον Ersel Hickey. Η ποικιλόμορφη και ζεστή εξερεύνησή του τον στρέφει σε κρυφές πτυχές της μουσικής που τον ανέθρεψε –όσο μακριά από το American Songbook γίνεται.
Τραγούδια όπως το "Bone Of Saints” ανασύρουν μάλιστα κεφάλαια της ιστορίας του rock ’n’ roll που πολύ θα ήθελαν να ήξεραν οι νεότερες γενιές, αλλά βαριούνται να τα ερευνήσουν. Ακούστε επίσης την jazzy χαλαρότητα του “A Way With Words”, την ακαταμάχητη εσωτερικότητα του “Season’s Song” ή την ηλεκτρονική αισθητική του “Keep It Hid”... Μπορεί τα τραγούδια του νέου αυτού άλμπουμ στο σύνολό τους να είναι λιγότερο ευδιάκριτα και τολμηρά από εκείνα του Mighty Rearranger (2005), του καλύτερου κατά τη γνώμη μου post-Zeppelin δίσκου του Plant. Αλλά όσο υπάρχει υλικό καμωμένο με αγάπη, τα γαλόνια στο συρτάρι είναι παγίδα επανάπαυσης· και όσο υπάρχει αληθινό αίσθημα περιπέτειας, όλα τα Hall Of Fame του κόσμου μοιάζουν με μαυσωλεία, τα οποία βιάζονται να βάλουν ταφόπλακα στη δημιουργικότητα. Ελπίζω πραγματικά ο Plant να είναι πάντα καλά και να συνεχίσει όσο πιο μακριά γίνεται το ταξίδι του.
{youtube}utl6Z86487w{/youtube}