Αρκεί κανείς να παίξει μερικά μόνο δευτερόλεπτα από το εναρκτήριο “Hologram” και να το αντιπαραβάλει με ένα αντίστοιχο χρονικό διάστημα από το άνοιγμα του προ δεκαετίας ντεμπούτο των Horrors, για να διαπιστώσει πόσο μακριά βρίσκονται οι Βρετανοί, στο 5ο πια άλμπουμ τους, από την αρχετυπική ηχητική αισθητική τους.
Αλλά, για μισό λεπτό... Δεν έχει διαφημιστεί, διά στόματος του ηγέτη Faris Badwan, το (διόλου ευφάνταστα τιτλοφορημένο) V ως μια «επιστροφή στις ρίζες» για τους Horrors; Πού ακριβώς έγκειται αυτή, λοιπόν; Είναι δύσκολο, ομολογουμένως, να πει κανείς –εκτός κι αν την αποδώσει στον αυξημένο βαθμό «απειλητικότητας» που μοιάζει να διέπει το άλμπουμ, η οποία όντως παραπέμπει στο τσαγανό της γκαραζοκατάστασης του Strange House και φυσικά στο ίδιο το όνομα της μπάντας.
Κατά τα λοιπά, εδώ έχουμε να κάνουμε με την πλέον φιλόδοξη και συντονισμένη προσπάθεια της πεντάδας να αποκτήσει ακόμα μεγαλύτερο εμπορικό δυναμικό. Η οποία προσπάθεια συνοψίζεται όσο δεν πάει στην επιλογή του Paul Epworth για τη θέση του παραγωγού. Ο επίσης Βρετανός Epworth φέρνει στο τραπέζι τη γνωστή και μοσχοπουλημένη (μέσω Adele, Coldplay, U2 κλπ.) αντίληψή του περί ηχητικής «καθαρότητας»: όλα στο V ακούγονται καλά διαχωρισμένα –δεν υπάρχει, δηλαδή, περίπτωση να μπερδέψεις τις κιθάρες με τα πολυπληθή σύνθια– όλα ακούγονται ανεβασμένα (μαζί και τα φωνητικά του Badwan, για πρώτη φορά τόσο «μπροστά» στη μίξη). Εν ολίγοις, ο παραγωγός έχει κουρντίσει εδώ τους πάλαι ποτέ χυμαδόρους για την κατάκτηση των μεγάλων σταδίων.
Κάπου στον δρόμο προς την κορυφή, όμως, οι Horrors ξέχασαν να γράψουν και κανά τραγούδι της προκοπής –κάτι που δεν τους συμβαίνει και σπάνια, εδώ που τα λέμε... Δεν λέω, ωραίες είναι οι αναφορές στον Gary Numan, στους Depeche Mode, στη Björk του Post (1995) και στον... Al Stewart (μα τον Θεό!), αλλά πίσω από όλα αυτά δύσκολα ανιχνεύονται ουσιαστικές προσπάθειες για επικοινωνία οποιουδήποτε μηνύματος. Οι Horrors μοιάζουν τώρα περισσότερο από ποτέ να ενδιαφέρονται για μια πόζα, ένα ενσταντανέ, μια όσο το δυνατόν κενή περιεχομένου ηχητική σκηνοθεσία και χειριστικότητα. Αν για εκεί πήγαιναν όντως, πέτυχαν διάνα...
Γενικά, στα 10 νέα τραγούδια τους, οι 5 μουσικοί αφήνονται σε μια δημιουργική διαδικασία που μοιάζει προφανής και εύκολη. Σχεδόν όλα τα κομμάτια, ασχέτως αν μεταξύ τους εμφανίζουν μια παραπλανητική ποικιλομορφία, φαίνεται να έχουν στηθεί πάνω στη λογική της ρυθμικής λούπας. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη μελωδική στατικότητα που διέπει το άλμπουμ, αλλά και τη συνήθως ανιαρή και απρόσωπη στιχουργική προσέγγιση. Γι’ αυτό και η πολύ θετική εντύπωση που αφήνει το θελκτικό ηχητικό σκηνικό κατά την πρώτη ακρόαση, σβήνει τόσο γρήγορα με κάθε επόμενη. Μόνο το ποπάτο “Press Enter To Exit” διαθέτει τα εφόδια για να θρονιαστεί στη μνήμη.
«Are we hologram, are we vision?», αναρωτιέται κάπου ο Faris Badwan και όντως αυτό το ερώτημα θα μπορούσε να είναι η πεμπτουσία του προβληματισμού μου γύρω από το 5ο δισκογραφικό εγχείρημα της ομάδας του. Γιατί το V μοιάζει σχεδόν σε κάθε σημείο του ως το δημιούργημα μιας μηχανής που συρράφει στιγμιότυπα από ρετροφουτουριστικές στιγμές της ποπ ιστορίας, παρά σαν αποκύημα μιας ανθρώπινης ύπαρξης η οποία διαθέτει αληθινούς προβληματισμούς, ανησυχίες και όνειρα.
Από την άλλη, πώς θα πιάσεις τους πολλούς αν δεν γίνεις ανώδυνος;
{youtube}N9NxsuAV7EA{/youtube}