Βρετανός εκ του Essex ο Lapalux, μέλος εδώ και κάποια χρόνια στη Brainfeeder του Flying Lotus, αλλά κι ένα από τα φρέσκα ηλεκτρονικά ονόματα που ακούγονται στους κύκλους της beat-driven μουσικής. Στo ντεμπούτο του Nostalchic (2013), είχε εκμεταλλευτεί την άνοδο των πετσοκομμένων beats και των βαριά φιλτραρισμένων 1990s γυναικείων φωνητικών με R'n'B αισθητική και είχε συνδυάσει –όπως εύστοχα υπονοεί ο τίτλος– αστικά, σικ, παραθαλάσσια τοπία με το συναίσθημα της νοσταλγίας. Πετυχαίνοντας να σε κάνει να μελαγχολείς ενώ πετούσες νοητά πάνω από την πόλη, επιπλέοντας στο αίσθημα του εφήμερου που αναβλύζει απ’ τα σύγχρονα σωθικά της.

Με το φετινό Lustmore, πάντως, ο Lapalux στρέφεται προς ένα σαφώς πιο γήινο προφίλ. Οι επεμβάσεις στα φωνητικά, ας πούμε, είναι όσο το δυνατόν μειωμένες, οι εσκεμμένα θολές μουσικές κατευθύνσεις έχουν δώσει τη θέση τους σε προσβάσιμες ηχητικές διόδους, ενώ συναντάμε και μια έκδηλη αμεσότητα στις συνθέσεις. Θα μπορούσε να είναι δηλαδή και το soundtrack ενός διεστραμμένου exclusive club το Lustmore. Όπου το κοκτέιλ του εξωφύλλου –καθρεφτισμένο στο άπειρο– περιβάλλεται από θαμώνες που, έχοντας πετύχει πλέον την οικονομική άνεση, ψάχνουν να βρουν στις πρώτες πρωινές ώρες της ημέρας κομμάτια του εαυτού που χρειάστηκε να θυσιάσουν για να πετύχουν κάτι τέτοιο.

Ως μουσική λοιπόν ταπετσαρία ενός τέτοιου φανταστικού χώρου, το Lustmore στοχεύει στην ποικιλομορφία, περιλαμβάνοντας εντός του ήχους για κάθε κομμάτι της βραδιάς. Το “We Lost”, ας πούμε, επιστρέφει στον ήχο του J Dilla, με τα φωνητικά να προσδίδουν τον αέρα εκείνου του early '00s nu soul κινήματος. Στο “Closure” συναντάμε μια προσπάθεια συζήτησης δύο ανθρώπων, το relationship status των οποίων μοιάζει να βρίσκεται μόνιμα κολλημένο στο «it’s complicated». Το “Don't Mean A Thing” παρουσιάζει μια κεντρική ιδέα η οποία περνάει από δεκάδες ηχητικές μικροαλλαγές, προσφέροντας στον ακροατή ένα μελαγχολικό, συναισθηματικό ταξίδι διάρκειας (περίπου) 6 λεπτών. Στο δε “Autumn (Tape Interlude)” γίνεται πιο έκδηλη από ποτέ η επιρροή του Prefuse 73 στον Lapalux, αλλά και του γενικότερου τσούρμου από laptop producers που έχουν ξεπεταχτεί κατά εκατοντάδες τα τελευταία χρόνια.

Στην αμέσως επόμενη στροφή, συναντάμε μάλιστα κι ένα εμφανές tribute στους ήχους παιδικής αθωότητας που δημιουργούν οι Boards Οf Canada. Το “1004” δείχνει όμως παράλληλα και το δυνατό σημείο του Εγγλέζου παραγωγού: αντλεί μεν έμπνευση από το παρελθόν, αλλά δεν τον ενδιαφέρει η στείρα αναπαραγωγή γνώριμων ηχητικών μοτίβων. Αντίθετα, φροντίζει να προσδώσει ακόμα και στο γνώριμο λίγο από τον δικό του χαρακτηριστικό ήχο, κάνοντας αρκετές αλλαγές ώστε να βάλει ένα ακόμα λιθαράκι στη δική του πορεία, παρά να καταλήγει με ένα ακόμα tribute σε μουσικούς του παρελθόντος. Κάπως έτσι, το Lustmore προβάλλει ως ένα έργο συνεκτικό, με σαφή άποψη και στόχευση, το οποίο καταφέρνει τελικά να διατηρήσει αξιοθαύμαστα τις ισορροπίες μεταξύ γόνιμης επιρροής και προσωπικού οράματος.

{youtube}1k7O48Jr-cE{/youtube} 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured