Επιτέλους, τραγούδια που δεν χαϊδεύουν τις αισθήσεις αλλά προτιμούν να τις καλλιεργούν. Ο φετινός δίσκος του Dan Mangan απαιτεί και επιβραβεύει τελικά την προσοχή σου. Πραγματικά, η νέα δουλειά του υποτιμημένου Καναδού τραγουδοποιού αποδεσμεύεται γενναία από την τρέχουσα ακουστική επικαιρότητα της folk και δημιουργεί ένα μυσταγωγικό πλαίσιο, που θέλει να υποδεχθεί τη γυναικεία αγκαλιά με δέος και εξιδανίκευση.
Με σκαμμένη, αρσενική φωνή, ο Dan Mangan ψελλίζει τρυφερές αγωνίες, φτιάχνοντας τον δικό του μικρόκοσμο, με συγκροτημένη νοοτροπία περί στησίματος ενός τραγουδιού. Οι αποπλανητικές μελωδίες του Club Meds υφαίνουν έτσι με μεράκι έναν αξιοθαύμαστο τάπητα για νυχτερινές, χαμηλές πτήσεις.
Αυτό όμως που μου έκανε τρομερή εντύπωση είναι η συνδιαλλαγή του με θέματα τα οποία αφήνουν αδιάφορη την πλειοψηφία των ακροατών. Ο τύπος μοιάζει δηλαδή να μην έχει ουδεμία σχέση με οτιδήποτε τεχνοκρατικό ή οτιδήποτε έντεχνο ή επίκαιρο, όμως δείχνει παράλληλα να έχει μονίμως συναίσθηση για το πού βρίσκεται και πού οδηγείται, μα και πλήρη επαφή με τα concepts τα οποία πραγματεύεται. Και όλα αυτά με διάθεση κατανυκτικά εσωστρεφή, που δεν συναντάς συχνά.
Για 45 λοιπόν λεπτά, ο Dan Mangan μας παρασύρει στον βαρύγδουπο ειρμό μιας προσωπικής συντέλειας, με θαυμάσια αποτελέσματα –χτίζοντας ατμόσφαιρα γύρω από ασήκωτα ατομικά πάθη και φορτισμένα κοινωνικά ζητήματα. To “Vessel” φέρνει στον νου το επιβλητικό περίβλημα των ενορχηστρώσεων του Peter Gabriel. Το “A Doll’s House/Pavlovia διαθέτει το περίγραμμα της άποψης περί μοντερνισμού των Radiohead, ενώ το “Mouthpiece” αποτελεί επιτομή του καθαρόαιμου rock, έτσι όπως το τελευταίο δεν επέτρεψε ποτέ στον εαυτό του να ακούγεται.
Το Club Meds είναι στο σύνολό του άλμπουμ «από καρδιάς» και διαθέτει ανακουφιστικές ιδιότητες. Είναι από τους δίσκους που –αθόρυβα– θέλουν να χτίσουν μια τεράστια σκάλα για τ' αστέρια. Ακόμα κι αν δεν το καταφέρνει, εσείς οφείλετε να το αφήσετε να «αναπνεύσει» στα ηχεία σας.
{youtube}fGQu-94aWbI{/youtube}