Στα χαρτιά, δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο εντυπωσιακή μουσική σύμπραξη στον εναλλακτικό ροκ χάρτη του σήμερα. Από τη μια πλευρά οι τρεις ακρογωνιαίοι λίθοι του πρόσφατα αποθανόντος prog/doom/metal μεγαθηρίου που άκουγε στο όνομα της θεάς Ίσιδος, από την άλλη ο χαρισματικός μπροστάρης του κορυφαίου alt-metal σχήματος των καιρών μας: Aaron Harris, Jeff Caxide & Bryant Clifford Meyer αναλαμβάνουν κρουστά, μπάσο και κιθάρα αντίστοιχα, συνεπικουρούμενοι από την αέρινη βοκαλιστική περφόρμανς του Chino Moreno των Deftones, πλέκοντας ονειρικές μελωδικές ατράκτους, οι οποίες συμπλέουν αβίαστα με το εννοιολογικό υπόβαθρο του τίτλου της μπάντας.
Δημιουργούν λοιπόν οι Palms μια lounge εκδοχή των μουσικών τους καταβολών, μακριά από σκληρά και βαρέα κιθαριστικά σύνολα, χωρίς ίχνος επιθετικής διάθεσης. Συστήνονται στο κοινό δίνοντας έμφαση σε μια ήρεμη, ακουστική ambient, κάτω από τη σκιά νοερών φοινικόδεντρων, με ολίγον από shoegaze και progressive να διανθίζουν το οικοδόμημα. Κι ενώ οι επώνυμοι metalheads βρίσκονται σε φάση chill-out, ξυπνώντας αργά από κατάσταση μέθης για περίπου 45 λεπτά της ώρας, το αποτέλεσμα εν τέλει παρουσιάζεται ως υπερβολικά απαθές, δίχως να εστιάζει πουθενά συγκεκριμένα.
Λάμπουν δια της απουσίας τους εδώ οι βίαια δυναμικές εξάρσεις που χαρακτηρίζουν τις μουσικές των Isis και των Deftones. Δεν υπάρχουν δυνατά ριφ, ερεβώδη φωνητικά ή ηλεκτρικές κιθάρες-ξυράφια. Δεν προσομοιώνουν οι Palms σε κανένα από τα δύο προαναφερθέντα συγκροτήματα –κάτι που αποδεικνύεται ταυτόχρονα ως η μεγαλύτερη νίκη και αποτυχία τους. Νίκη γιατί προσφέρουν μια φρέσκια οπτική στις πολυπρισματικές μουσικές τους αναζητήσεις, ήττα γιατί δεν δανείζονται τις αρετές της αντίθεσης, της κορύφωσης και του δυναμισμού αυτών –στοιχεία που ανέκαθεν τις χαρακτήριζαν εκατέρωθεν.
Οι στερούμενες πυγμής συνθέσεις καταλήγουν ελαφρώς νιανιά, ενώ ο ίδιος ο Moreno κατορθώνει και ακούγεται έως και φαφλατάς, αφού δείχνει να δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στο είδος της μουσικής που καλείται να υπηρετήσει με τους Palms. Επιβαλλόταν περισσότερη αυτοσυγκράτηση εκ μέρους του, με λιγότερα φωνητικά στο προσκήνιο, τα οποία θα άφηναν αντίστοιχα περισσότερο χώρο ανάπτυξης μελωδιών για τους υπολοίπους. Ως έχει, αυτοακυρώνει όσες δυναμικές κοπιάζει να δημιουργήσει.
Ουδέποτε εκτοξεύεται έτσι το Palms, στους έξι μόλις σταθμούς του. Είναι ένα δισκάκι που πατάει σε μια σύμπραξη φαινομενικά εκρηκτικής χημείας, η οποία μένει όμως να αιωρείται πάνω από τα λημέρια του post-rock δίχως σημεία εντυπωσιασμού. Και είναι πραγματικά κρίμα να μην σε κολλάνε στον τοίχο μουσικοί τέτοιας εγνωσμένης αξίας. Τουλάχιστον θέτουν εδώ τις βάσεις για τη μεταξύ τους συνεργασία, πάνω σε έναν νέο ηχητικό προσανατολισμό. Έως ότου όμως αυτός αποκτήσει την απαιτούμενη ραχοκοκαλιά και την αρμόζουσα στόχευση, οι επευφημίες θα χρειαστεί να περιμένουν...
{youtube}Kyp1KvQ6Tyg{/youtube}