Όσοι είσαστε πολύ μικροί για να θυμάστε τους Sigur Rós σαν αποκάλυψη από το πουθενά, θεωρώντας τους ένα παγιωμένο τοτέμ της σύγχρονης εναλλακτικής μουσικής, προχωρήστε απευθείας στη δεύτερη παράγραφο. Οι υπόλοιποι δύσκολα θα ξεχάσουμε την πρώτη φορά που ακούσαμε το “Ný Batterí”, εκείνο το φθινόπωρο του 1999: κάτι περίεργα πνευστά, ένα μπάσο τόσο ζεστό και οικείο –λες κι έπαιζε ως soundtrack όσο ακόμα βρισκόσουν στον αμνιακό σάκο– και κάτι ακαταλαβίστικα κουπλέ, από τα οποία μπορεί να μην έβγαζες νόημα, εντούτοις συνδεόσουν μαζί τους και μόνο λόγω της συναισθηματικής τους ισχύος. Διότι όταν συναντάς τέτοια ομορφιά, οι λέξεις και η λογική γίνονται πράγματα περιττά. Αν ήσουν επίσης από εκείνους που έσπευσαν στα δισκάδικα να το προμηθευθούν, θα θυμάσαι και την έκπληξη που ένιωσες πιάνοντας στα χέρια σου τη χάρτινη, χειροποίητη (από την ίδια τη μπάντα και συλλεκτική πλέον) συσκευασία του Ágætis Byrjun, με εκείνο το κάτι-σαν-βρέφος στο εξώφυλλο.
Τότε, όταν η πληροφορία ήταν μετρημένη και οι δίσκοι σημάδευαν τα χρόνια σου (και όχι απλά τις επόμενες δύο ημέρες), το δεύτερο άλμπουμ των Sigur Rós είχε σκάσει ως κεραυνός εν αιθρία. Επειδή όμως κινδυνεύω να χαρακτηριστώ ως γραφικός νοσταλγός ή –ακόμα χειρότερα– ως παρελθοντολάγνος, αφήνω τα μελιστάλαχτα και προχωρώ στο προκείμενο. Το Kveikur θα μπορούσε λοιπόν να ονομαστεί και δίσκος κομβικός για τη μπάντα και την πορεία της, για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί είναι ο πρώτος χωρίς τις υπηρεσίες του ιδρυτικού μέλους Kjartan Sveinsson και, δεύτερον, γιατί μετά από το περσινό Valtari δεν ήταν λίγοι όσοι έλεγαν πως οι Ισλανδοί είχαν... βαλτώσει.
Το Kveikur φροντίζει ωστόσο να διαλύσει από νωρίς τις όποιες αμφιβολίες. Η θορυβώδης εκκίνηση με τις παραμορφωμένες μπασογραμμές του “Brennisteinn” επιδεικνύει ένα νεύρο που όμοιό του δεν είχαμε δει στα 54 λεπτά του Valtari. Το συγκρότημα εμφανίζεται εδώ αναζωογονημένο, ενθουσιώδες, έτοιμο για έναν ακόμα γύρο επάνω στο ρινγκ της παγκόσμιας μουσικοφιλίας. Τα διπλά φωνητικά στο ρεφρέν του “Hrafntinna” θυμίζουν παλιότερες εποχής έμπνευσης, ενώ και γενικά το σύνολο του δίσκου δεν ξεφεύγει από μια τέτοια αποτίμηση: επιστρέφει δηλαδή εκείνη η διεστραμμένη post-rock διάθεση, πάντα μπολιασμένη με την τοπική ιδιαιτερότητα των Sigur Rós, θυμίζοντας τι μας πρωτοέκανε να τους αγαπήσουμε. Πουθενά μάλιστα δεν γίνονται τα παραπάνω πιο σαφή από το “Isjaki”, ένα άσμα-σύνοψη των διαφορετικών πλευρών της δισκογραφίας των εξωτικών Ισλανδών: post κιθαριστικά ακόρντα, σύγχρονη ηχητική προσέγγιση, διαχρονική μελωδία, επίκληση στο συναίσθημα, διακριτική ρυθμολογική συνοδεία.
Μοιάζει λοιπόν με προσωπική ανασκόπηση των μουσικών τόπων που έχουν επισκεφθεί στο παρελθόν το Kveikur για τους Sigur Rós. Το Ágætis Byrjun, το (), το Takk, όλα είναι παρόντα εδώ. Δεν είναι όμως αυτό το σημαντικό, κάτι τέτοιο θα μπορούσε άλλωστε να καταλήξει στο συμπέρασμα «περασμένα μεγαλεία και θυμώντας τα να κλαις». Είναι αντίθετα το γεγονός πως το συγκρότημα βρίσκει ξανά το νεύρο του και την όρεξη να τολμήσει, να πειραματιστεί, να επιχειρήσει, ακόμα κι αν το αποτέλεσμα αποδεικνύεται αβέβαιο. Η μούσα τους δηλώνει και πάλι παρούσα, οι ρυθμοί ενίοτε λαμβάνουν ογκώδη και απειλητική υπόσταση (όπως στο ομώνυμο single) και μένουμε έτσι με έναν δίσκο ο οποίος υποδύεται ότι οι τελευταίοι δύο προκάτοχοί του δεν συνέβησαν ποτέ.
Βρισκόμενοι λοιπόν μπροστά σε δημιουργικό σταυροδρόμι, οι Sigur Rós αποφάσισαν να κοιτάξουν στο παρελθόν τους, για να ανακαλύψουν το μέλλον τους. Βγαίνουν νικητές γιατί δεν το έπραξαν με υπέρμετρο σεβασμό, αλλά με νεανική αυθάδεια και με τσαγανό. Έστω κι αν ορισμένα κομμάτια της νέας τους δουλειάς βρίσκονται παρακάτω από τις προεξέχουσες στιγμές της.
{youtube}dF6E47Pn6mY{/youtube}