Πριν μια πενταετία, οι Vampire Weekend εμφανίστηκαν στη δισκογραφία (με εκείνο το ομώνυμο άλμπουμ) εμποτισμένοι στη χαρά της αστικής ζωής, γενόμενοι αμέσως αποδεκτοί από την απανταχού indie κοινότητα. Ο λόγος που κατά τη γνώμη μου ξεχώρισαν είναι ο ρυθμός και το πώς του συμπεριφέρονταν σε επίπεδο ήχου. Για τον ίδιο λόγο άρεσαν και σε μένα, για εκείνα δηλαδή τα σπασμένα τρίμματα από ντραμς τα οποία παντρεύονταν με τα ποπ αποκαΐδια της δεκαετίας του 1990 –χώρια τη δροσιά της φωνής του Ezra Koenig, που αποτελεί ένα επιπλέον συν. Μπορεί να έφτασαν τότε στο #17 των αμερικάνικων charts (και στο #15 των βρετανικών), ωστόσο οι Νεοϋορκέζοι ήταν φανερά μια μπάντα έξω από το φάσμα του indie που γνωρίζει η εντεχνοκοπέλα η οποία ακούει και Coldplay.
Φέτος, στο τρίτο πλέον άλμπουμ, η συνταγή παραμένει ουσιαστικά η ίδια. Τίποτα δεν αλλάζει λοιπόν δραματικά για τους Vampire Weekend στο Modern Vampires Of The City, απλά το καλό στην περίπτωσή τους είναι ότι εξακολουθούν να γράφουν τραγούδια, δεν έχουν κάποια μανιέρα ήχου να προηγείται της έννοιας «σύνθεσης». Το "Diane Young", που, ως πρώτο single, δημιούργησε έναν μικρό σάλο με το αμάξι το οποίο καιγόταν στο συνοδευτικό του βιντεοκλίπ, διαθέτει μια οσμή από το pop prog των Holy Fuck (και των συνοδοιπόρων τους), σε καμία όμως περίπτωση δεν είναι το καλύτερο τραγούδι του δίσκου. Το "Hudson", για παράδειγμα, είναι μια σαφώς ωραιότερη δημιουργία μέσα στη χαοτική διάσταση του χαμηλού και επίτηδες σκισμένου echo. Όπως και το λυρικό "Hannah Hunt", το οποίο αφήνει (αν και όχι σε όλη τη διάρκειά του) τη σιωπή να μπει ανάμεσα στους στίχους και στις νότες.
Κατά τα άλλα, εμένα με κούρασε αυτή η στοίβαξη δεκάδων ήχων. Μπορεί να πέτυχε σε επίπεδο μίξης, αρκετές όμως στιγμές σε αποπροσανατολίζουν από την κεντρική μελωδική γραμμή και σου δημιουργούν την εντύπωση ότι βρίσκονται εκεί απλά και μόνο προς εντυπωσιασμό. Ένα πράγμα που σίγουρα δεν χρειάζονται οι Vampire Weekend. Άλλωστε γίνεται φανερό ότι τόσο η βουτιά την οποία επιχειρούν στις αναμνήσεις από τους δίσκους της προσωπικής καριέρας του Άγγλου θείου τους (λέγε με σερ Paul McCartney παιδί μου), όσο και οι αναφορές (μην πάθετε εγκεφαλικό) στους U2 της δεκαετίας του 1990 –σε δομές ηχογράφησης/μελωδικής ανάπτυξης– έχουν περαστεί από προσωπικό φίλτρο, αποτελώντας τσαμπί που δίνει καλό και ώριμο κρασί. Στα παραπάνω βάλτε και μερικές βρετανικές επιδράσεις σε ενορχηστρώσεις, όπως λ.χ. στο "Worship You", όπου λες και ακούς μπάντες των μέσων της δεκαετίας του 1980 που έπαιξαν δημιουργικά με τη folk παράδοση (Waterboys, Big Country κ.ά).
Έχω έτσι την εντύπωση ότι, όσο και καλά κι αν τα καταφέρει εμπορικά το Modern Vampires Of The City (πήγε ήδη #1 στις Η.Π.Α. και #3 στη Βρετανία), αποτελεί ένα όριο για τους Vampire Weekend. Με τον τρίτο δηλαδή αυτόν δίσκο τελειώνει το πάρτι που δικαίως τους ανέδειξε στα πλέον ενδιαφέροντα ονόματα του σήμερα. Δεν έχει να κάνει με κάποια δημιουργική κόπωση, απλώς ο συγκεκριμένος ήχος φτάνει εδώ στα όριά του και πιθανολογώ ότι στο επόμενο άλμπουμ θα ακούσουμε κάτι (ελαφρά έστω) διαφοροποιημένο. Ειδάλλως, αν μείνουν εδώ και ακολουθήσουν τα μέχρι τώρα κεκτημένα ως μανιέρα, θα χαθεί αυτός ακριβώς ο προσδιορισμός «ενδιαφέρον» που προηγείται του ονόματός τους.