Τα πιο αγαπητά τέκνα στην ιστορία του ροκ ήταν πάντα εκείνα που ζούσαν ξέφρενα, έπαιζαν ξέφρενα και πέθαιναν ξέφρενα. Το είπε άλλωστε και ο Jimmy Page, όταν ρωτήθηκε κάποτε για το πώς εισέπρατταν οι Led Zeppelin την αγάπη του κόσμου, απαντώντας: «Ρίξτε τους Χριστιανούς στα λιοντάρια». Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που δεν ανήκεις σε super group, δεν φοράς στενό μπλουτζίν και δεν έχεις λουλούδια στα μαλλιά;
Την εποχή που ο Page και οι υπόλοιποι έκαναν τον σταυρό τους (λέμε τώρα) για να βγουν στο πλήθος –το οποίο μπορούσε να τους ξεσκίσει (κυριολεκτικά)– o Seasick Steve περπατούσε στους δρόμους της Αμερικής κάνοντας ό,τι δουλειά βρισκόταν για όσο του βρισκόταν, γνώρισε την Joni Mitchell και την Janis Joplin, έπαιξε ως session μουσικός και μόνο ο ίδιος ξέρει τι ονειρευόταν... Σίγουρα πάντως δεν πίστευε ότι γύρω στα 60 του θα κυκλοφορούσε επιτέλους τη δική του μουσική και θα γινόταν γνωστός στον παγκόσμιο μουσικό τύπο ως ο μποέμ «hobo» μπλουζίστας.
Πιστός στη ρήση «πέτρα που κυλάει δεν χορταριάζει» ο Steve συνεχίζει στα 72 του χρόνια να γράφει μουσική, να κάνει συναυλίες και να ηχογραφεί δίσκους. Δύο χρόνια μετά το You Can’t Teach An Old Dog New Tricks επιστρέφει λοιπόν με το έκτο του άλμπουμ Hubcap Music, έχοντας μαζί του μερικούς εκλεκτούς προσκεκλημένους –όπως τον John Paul Jones, τον Jack White και τον Dan Magnusson. Έχει πλέον την πολυτέλεια να καλεί όποιον θέλει στους δίσκους του και να φτιάχνει μια ζεστή ατμόσφαιρα τζαμαρίσματος κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης. Μια παρέα που τζαμάρει είναι έτσι το βασικό συστατικό αυτού του δίσκου, όχι η μοναχική πορεία ενός τραγουδοποιού. Γι’ αυτό και όταν έρχεται η σειρά των –μετρημένων– ακουστικών στιγμών δημιουργείται στον ακροατή μια ξαφνική αίσθηση ασυνέχειας.
Αλλά τι σημαίνει, θα ρωτήσει κάποιος, «Hubcap»; Πρόκειται για ένα εξάρτημα στις ρόδες του αυτοκινήτου, συγκεκριμένα το τάσι που ντύνει τη ζάντα: γνωστός για την εφευρετικότητά του στην κατασκευή οργάνων, ο Seasick Steve έφτιαξε μια κιθάρα από δύο τέτοια τάσια, την οποία ακούμε εδώ μαζί με τα υπόλοιπα (δικής του πάλι επινόησης) όργανα.
Το κλειδί στρίβει στη μίζα, το πόδι πατάει ελαφρά το γκάζι, μπαίνει η ταχύτητα, κατεβαίνει το χειρόφρενο και το άλμπουμ ξεκινάει με ένα μαρσαριστό ηλεκτρικό μπλουζ α-λα-ZZ Top (“Down On The Farm”), συνεχίζοντας σε πιο ρελαντί ρυθμούς, έτσι όπως θα οδηγούσε το όχημα ο Dan Auerbach των Black Keys υπό το άγρυπνο βλέμμα των Τεξανών γενειοφόρων. Αργότερα, όταν καταλαγιάσουν οι ηλεκτρικές μπλουζ εκκενώσεις, ο Steve πιάνει την ακουστική κιθάρα και περπατάει σε πιο country/folk μονοπάτια, εκεί όπου οι ραγισμένες καρδιές κάνουν μια στάση για παγωμένη μπίρα και για μια μπαλάντα εξορκισμού του πόνου (“Over You”). Αργότερα μπαίνει στο παιχνίδι και η κιθάρα του Jack White κι ένα άρωμα ηλεκτρικών μπλουζ και Third Man Records ξεχύνεται από τα ηχεία καθώς η τραχιά, σκονισμένη φωνή του Steve ψιθυρίζει απειλητικά “The Way I Do”.
Φαζάρισμα και southern rock ατμόσφαιρες, μπαρουτοκαπνισμένα μπλουζ και κάντρι μπαλάντες, κλεμμένα riffs από το “Baby Please Don’t Go” (στο “Freedom Road”) και ιστορίες για τρακτέρ, για την ελπίδα και για όνειρα απατηλά. Εκτός από κιθάρες, ντραμς και μπάσο, την εμφάνισή τους προς το τέλος κάνουν και μερικά πνευστά και πλήκτρα, μαζί με μια γκόσπελ χορωδία, η οποία δίνει έναν πιο ανάλαφρο soul τόνο αμβλύνοντας τις αιχμές των μπλουζ. Σαν να βρίσκεσαι σε κάποιο κλαμπ που παίζουν μπλουζ με τέρμα τα γκάζια και κάποιος σε τραβάει γρήγορα έξω, όπου μια διαφορετική παρέα λίγο πιο μακριά γρατζουνάει ακουστικές κιθάρες σε έναν άλλο χρόνο, πιο αργό και σε μια άλλη ατμόσφαιρα, πιο εσωστρεφή και χωρίς τυμπανοκρουσίες.
Αν λοιπόν ο ακροατής καταφέρει να ξεπεράσει τις ανισότητες του δίσκου, θα μπορέσει να απολαύσει μερικές δυνατές μπλουζιές γρήγορης καύσης κι όχι ιδιαίτερης αυθεντικότητας, στην αξιοπρεπή δουλειά μιας παλιοπαρέας που τελικά μοιάζει να παίζει περισσότερο για το κέφι της, παρά για να επικοινωνήσει ένα αποτέλεσμα στο ευρύτερο κοινό.
{youtube}i9fr0jHXOuE{/youtube}